Το Grumman F-14 Tomcat, τελευταίο μαχητικό από τα «χαλυβουργεία» του Long Island της Νέας Υόρκης, έχει συναρπάσει τους φίλους της αεροπορίας ανά τη Γη όσο κανένα άλλο πολεμικό αεροσκάφος, η θρυλική ταινία “Top Gun” του προσέδωσε cult status, ενώ ό,τι δημοσιεύεται γι’ αυτό το ναυτικό μαχητικό απορροφάται λαίμαργα από το κοινό.
Σίγουρα όχι λίγοι θα έχουν διερωτηθεί αν η Αεροπορία των ΗΠΑ (USAF), η οποία στο παρελθόν είχε παραμερίσει δύο φορές τις συνήθεις διακλαδικές αντιζηλίες προμηθευόμενη τύπους ναυτικών αεροσκαφών (F-4 Phantom II & A-7 Corsair II), στάθηκε αδιάφορη απέναντι στις πρωτοφανείς δυνατότητες του F-14.
Πράγματι, κατά τη δεκαετία του ’70 εκδηλώθηκε επίσημο ενδιαφέρον για την προμήθεια του F-14 από την USAF, ειδικότερα για την Aerospace Defense Command, ως αμιγώς αναχαιτιστικού αεροσκάφους στο ρόλο της αεράμυνας των ηπειρωτικών ΗΠΑ από στρατηγική επίθεση. Ανθυποψηφιότητα του εξεζητημένου οπλοσυστήματος: Το καταιγιστικών επιδόσεων McDonnell Douglas F-15A Eagle, το οποίο είχε ήδη επιλεγεί από την USAF ως το νέο της τακτικό μαχητικό αεροπορικής υπεροχής και διάδοχος του κλασικού F-4 Phantom II (αν και τελικώς μόνο μία στις τέσσερις πτέρυγες Phantom θα ελάμβανε τον “Αετό”, με τις υπόλοιπες να περιορίζονται στο μισού κόστους F-16A/C Fighting Falcon της General Dynamics).
Πρόκειται για μια εν πολλοίς άγνωστη ιστορία, που φιλοδοξούμε να φωτίσουμε. Τι ακριβώς αφορούσε όμως αυτή η επιχειρησιακή απαίτηση; Ποια ήταν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των δυο κλασικών υπερμαχητικών – ως προς τις επιδόσεις, τους αισθητήρες και τα όπλα – για την αποστολή αυτή; Και προπάντων: Σε ποιο ευρύτερο, διαρκώς εξελισσόμενο αμυντικό “οικοσύστημα” θα καλείτο να λειτουργήσει το αεροσκάφος που θα επιλεγόταν;
1. “Γυνὴ Λάκαινα καπνὸν οὐχ ἑώρακε πολέμιον”: Υπερασπίζοντας μια αιωνίως αλώβητη από πόλεμο χώρα.
Για το μέγιστο ποσοστό των φίλων της αεροπορίας και της στρατιωτικής ιστορίας, κάθε αναφορά σε συνεκτικά, εκτεταμένα δίκτυα αεράμυνας, ραντάρ, υπογείους σταθμούς ελέγχου, συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων και πυκνό δίκτυο βάσεων αναχαιτιστικών αεροσκαφών σε μόνιμη ετοιμότητα, παραπέμπει σε μία και μόνο χώρα: Τη Σοβιετική Ένωση. Και πράγματι, η πικρή πείρα της ναζιστικής γενοκτονικής μανίας και η απειλή του αμερικανικού πρωτείου στα ατομικά όπλα δέσμευσε τεραστίους πόρους της ΕΣΣΔ στην αεράμυνα, η οποία αποτελούσε μάλιστα (ως σύνολο εγκαταστάσεων έγκαιρης προειδοποίησης, μοιρών αναχαιτιστικών αεροσκαφών και συστοιχιών ανταεροπορικών πυραύλων) έναν από τους πέντε κλάδους των ΕΔ της χώρας, που ιεραρχούντο κατά σειρά προτεραιότητος ως εξής: 1) Στρατηγικές Πυρηνικές Δυνάμεις, 2) Δυνάμεις Αεράμυνας, 3) Στρατός, 4) Αεροπορία, 5) Ναυτικό. Σε σύγκριση, η αντίστοιχη ιεράρχηση των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ είχε ως εξής: 1) Ναυτικό (περιλαμβανομένου του Σώματος Πεζοναυτών), 2) Αεροπορία, 3) Στρατός. Και στις δύο περιπτώσεις, η ιεράρχηση αποτυπωνόταν επακριβώς στην κατανομή των κονδυλίων του προϋπολογισμού.
Ωστόσο, και οι ΗΠΑ δεν οικοδόμησαν, μετά το Β΄ ΠΠ, κάτι λιγότερο φιλόδοξο. Ανέκαθεν τείνουμε να προσλαμβάνουμε τις ΗΠΑ ως μια προεχόντως εξωστρεφή, εκστρατευτική δύναμη – και πολύ λογικά, αφού έχει να δώσει μάχη στο έδαφός της από το 1814, όταν και κατελήφθη και πυρπολήθηκε η Washington από τους Άγγλους.
Οι Αμερικανοί, ωστόσο, δεν παρέβλεπαν ότι η συντριπτική τους νίκη κατά δύο εξαιρετικά ισχυρών και επίμονων αντιπάλων στον Β’ Παγκόσμιο, σε θέατρα επιχειρήσεων με έκταση που προκαλεί δέος, ενώ ταυτόχρονα τροφοδοτούσαν αφειδώς με όπλα όλο το συμμαχικό στρατόπεδο, οφειλόταν στη δυνατότητά τους να κινητοποιήσουν πλήρως και απολύτως απρόσκοπτα την – ανεπανάληπτη στην ανθρώπινη ιστορία – παραγωγική τους μηχανή, να εκπαιδεύουν στρατιωτικό προσωπικό σε μαζική κλίμακα χωρίς την παραμικρή διατάραξη από εχθρικούς βομβαρδισμούς, αλλά και να διαφυλάσσουν ακμαιότατο το ηθικό του πληθυσμού τους, που δεν γνώρισε θάνατο, αναπηρία, κρύο ή πείνα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό το κεκτημένο έπρεπε να διατηρηθεί και στη νέα εποχή: Οι ωκεανοί που χώριζαν τις ΗΠΑ από τον υπόλοιπο κόσμο ήταν μεν μια ικανή πρώτη γραμμή άμυνας, αλλά στην εποχή των ατομικών όπλων αρκούσε η διείσδυση ενός αναλογικώς μικρού αριθμού εχθρικών στρατηγικών βομβαρδιστικών για να φέρει τον όλεθρο, αφανίζοντας μεγαλουπόλεις, βιομηχανικές περιοχές, ναυστάθμους και άλλες ζωτικές εγκαταστάσεις, ώστε να καμφθεί το παραγωγικό δυναμικό, αλλά και αυτή η ίδια η θέληση του πληθυσμού (και της εκλεγμένης ηγεσίας του) να συνεχίσει τον αγώνα: Το παράδειγμα της παράδοσης της υπερήφανης Ιαπωνίας ήταν ακόμη νωπό.
1.1. Έγκαιρη προειδοποίηση και έλεγχος – διοίκηση
Αμέσως μετά την πρώτη ατομική δοκιμή της ΕΣΣΔ τον Αύγουστο του 1949, συγκροτήθηκε στις ΗΠΑ η λεγομένη “Επιτροπή Valley” για τα Συστήματα Αεράμυνας, και ήδη το Δεκέμβριο του 1949 κατέθεσε πόρισμα, επισημαίνοντας προεχόντως τις αδυναμίες των επιγείων ραντάρ: Το εχθρικό βομβαρδιστικό εντοπίζει τις εκπομπές του ραντάρ αεράμυνας πολύ πριν το τελευταίο εντοπίσει το βομβαρδιστικό. Έτσι κατέρχεται σε ύψος κάτω του ορίζοντος του ραντάρ, και περνά απαρατήρητο. Η ηυξημένη κατανάλωση καυσίμου σε χαμηλό ύψος θα ήταν ανεκτή για ένα σοβιετικό βομβαρδιστικό, αφού θα αφορούσε μόνο το 10% της πτήσεως του. Μόνη λύση φαινόταν (σε εποχή προ των ιπταμένων ραντάρ) η εγκατάσταση ενός τεραστίου αριθμού επίγειων σταθμών ραντάρ με επικαλυπτόμενα τόξα καλύψεως. Τότε όμως εμφανιζόταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, εκείνο της διαχείρισης της πληροφορίας: Κρίθηκε αδύνατη η συγχώνευση και διάχυσή της (αλλά και ο σχεδιασμός απόκρισης) από επιτελεία ανθρώπων, και προεκρίθη ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, καίτοι μη διαθέσιμος ακόμη για μια τέτοια εφαρμογή. Ακόμη και αυτός όμως για να ανταπεξέλθει θα έπρεπε να τροφοδοτείται αυτομάτως, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και ιδίως τηλεφωνητές, να αναλύει τις πληροφορίες, να τις συνθέτει σε ενιαία τακτική εικόνα και να επιλύει αυτόματα εξισώσεις ευρέσεως βέλτιστης τροχιάς αναχαιτιστικών αεροσκαφών ή πυραύλων για δεδομένου διανύσματος ίχνη εισερχομένων βομβαρδιστικών. Ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε κατόπιν μνείας στους αισθητήρες ανίχνευσης της προσβολής.
Αναπτύχθηκε λοιπόν κατ’ αρχάς ένα τιτάνιο και εξελισσόμενο, διαρκώς αναβαθμιζόμενο δίκτυο ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης κατά της σοβιετικής αεροπορικής απειλής.
Στις βόρειες εσχατιές των ΗΠΑ, κατά μήκος των συνόρων με τον Καναδά και σε μεγάλο βαθμό στο έδαφος του τελεταίου, εγκαταστάθηκε κατ’ αρχάς η αλυσίδα ραντάρ με το όνομα Pinetree Line, μια σειρά δεκάδων σταθμών παλμικών ντόπλερ ραντάρ ικανών να παράσχουν σημαντικά στοιχεία εντόπισης εισερχομένων αεροσκαφών κατά ανύψωση (ως 30.000 μέτρα), αζιμούθιο και ταχύτητα αλλά σχετικώς μικρής εμβελείας (τυπικά 320 χιλιόμετρα). Ακολουθούσαν κατά βάση τον 50ο Παράλληλο, και στα Ανατολικά τον 53ο, ώστε να καλύψουν και τα μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα του Καναδά.
Ας σημειωθεί εδώ ότι από το 1958 ΗΠΑ και Καναδάς έχουν ενοποιήσει την αεράμυνά τους υπό ενιαία διοίκηση, τη North American (αρχικώς Air και πλέον) Aerospace Defense Command (NORAD), με επιτελείο εσχάτως στην Peterson Space Force Base της USAF στην Κομητεία του El Paso στο Colorado και στρατηγείο πολεμικής περιόδου (για δεκαετίες μόνιμο) το περίφημο υπόγειο σύμπλεγμα του Όρους Cheyenne στο Colorado, ένα από τα καλύτερα προστατευμένα σημεία του πλανήτη, απρόσβλητο από επίθεση με πυρηνικά όπλα.
Η NORAD έχει τρεις ζώνες ευθύνης (ηπειρωτικές ΗΠΑ, Καναδάς, Αλάσκα με Αλεούτιες Νήσους), ενώ η Πολιτεία της Χαβάης και τα λοιπά εδάφη των ΗΠΑ στον Ειρηνικό (Guam, Wake κλπ) εμπίπτουν στην US Pacific Command.
Καθώς έγινε αντιληπτό ότι η εμβέλεια των ραντάρ της Pinetree Line ήταν ανεπαρκής, στα μέσα της δεκαετίας του ’50 συμπληρώθηκε από μια ακόμη αλυσίδα, τη Mid-Canada Line, αποτελούμενη από δεκάδες σταθμούς με διστατικά ραντάρ (χωριστοί πομποί και δέκτες, ενίοτε με μεγάλο γεωγραφικό διαχωρισμό, συνολικά 90 μη επανδρωμένοι σταθμοί ραντάρ ελεγχόμενοι από 9 κέντρα ελέγχου περιοχής). Δοκιμές κατέδειξαν την ικανότητα εντόπισης στόχων σε ύψη από 100 πόδια ως και 40.000 πόδια, αλλά όχι με σημαντική ακρίβεια (τα αναχαιτιστικά αεροσκάφη θα έπρεπε – πράγμα όμως έτσι και αλλιώς αυτονόητο – να φέρουν δικό τους ραντάρ μιας κάποιας εμβέλειας για ακριβή εντοπισμό και στοχοποίηση).
Οι παραπάνω γραμμές αμύνης άφηναν όμως ένα κενό στην αμυντική διάταξη των ΗΠΑ: Τους ωκεανούς! Για το λόγο αυτό συμπληρώθηκαν από ένα πλέγμα τριών ακόμη φορέων ραντάρ:
α) Τόσο στη (θεωρούμενη ως ζωτικότερη και πιο ευάλωτη) Ανατολική, όσο και στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ καθιερώθηκαν, σε ικανή απόσταση από τη ακτογραμμή, μόνιμες περιπολίες φυλακίδων ραντάρ (radar pickets), και ειδικότερα 26 διασκευασμένων με ικανοποιητικής εμβελείας ραντάρ ερεύνης αέρος αντιτορπιλικών στόλου του Β’ ΠΠ κλάσεως Gearing (DDR), 34 διασκευασμένων αντιτορπιλικών συνοδείας κλάσεως Edsall του Β’ ΠΠ (DER), αλλά και διασκευασμένων σε φορείς ραντάρ εμπορικών πλοίων κλάσεως Guardian (παραλλαγής των Liberty).
Στόχος ήταν να επισημαίνονται σμήνη εχθρικών βομβαρδιστικών σε όσο γίνεται μεγαλύτερη απόσταση από τα μεγάλα παράλια αστικά και βιομηχανικά κέντρα των ΗΠΑ. Οι σταθμοί περιπολίας των πλοίων – φυλακίδων ραντάρ ευρίσκοντο σε απόσταση 400-500 μιλίων από τις αμερικανικές και καναδικές ακτές, και η ρουτίνα τους ήταν 30-45 ημέρες σε σταθμό περιπολίας και 15 ημέρες σε λιμάνι. Μεταξύ 1955 και 1965, οι περιπολίες σχημάτιζαν δύο σταθερά πλωτά φράγματα (Atlantic Barrier ή BARLANT & Pacific Barrier ή BARPAC), αποτελούμενα από τουλάχιστον 5 πλοία έκαστο ανά πάσα στιγμή.
β) Τα Atlantic Barrier & Pacific Barrier πλαισιώνονταν από συνεχείς πτήσεις αεροσκαφών εναέριας έγκαιρης προειδοποίησης Lockheed WV-2 Super Constellation του Ναυτικού των ΗΠΑ (EC-121K κατά την ενιαία διακλαδική ονοματολογία από το 1961), που διήρκεσαν από το 1954 ως το 1965 αδιάλειπτα. Σε κάθε “φράγμα”, μία πτέρυγα των WV-2 περιπολούσε καθόλο το μήκος των βορειοαμερικανικών ακτών σε ύψος 1.000 – 4.000 μέτρων και σε αποστολές διαρκείας 6 έως 20 ωρών, εξασφαλίζοντας αυτονόητα μεγαλύτερο ορίζοντα ραντάρ σε σχέση με τα πλοία – φυλακίδες ραντάρ και μεγεθύνοντας το χρονικό παράθυρο έγκαιρης προειδοποίησης. Την ίδια περίοδο η Διοίκηση Ειρηνικού ξεκίνησε παρόμοιες διαρκείς περιπολίες με βάση το NAS Barbers Point στη Χαβάη προς κάλυψη του Βορείου Ειρηνικού. Με την προσθήκη και άλλων μοιρών, τα “Connie” του Ναυτικού έφθασαν να περιπολούν διαρκώς σε ζώνες από το Guam των Νήσων Marshall (Δυτικός Ειρηνικός) ως τη Χαβάη, και από κει στο Wake, στο Midway και έως το ανεμοδαρμένο Adak των Νήσων Ανδρεάνωφ στις Αλεούτιες (176ος μεσημβρινός!).
Με τον τρόπο αυτό το κεκτημένο του Β’ ΠΠ διαιωνίσθηκε και ο Ειρηνικός παρέμεινε αμερικανική λίμνη. Αντίστοιχα, οι περιπολίες των “Connie” κατά μήκος της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ επεκτάθηκαν βαθμηδόν ως τις Αζόρες στο κέντρο του Ατλαντικού, και βόρεια ως το διάκενο Γροιλανδίας – Ισλανδίας – Σκωτίας, με μετασταθμεύσεις στο NAS Keflavik της Ισλανδίας, ένα από τα στρατηγικότερα αεροδρόμια του Ναυτικού των ΗΠΑ στη Γη ως και σήμερα.
Τα αεροσκάφη AWACS του Ναυτικού συνεπικουρούντο από ομοίου τύπου EC-121D Warning Star της USAF, από βάσεις στο Sacramento της Καλιφόρνια για το BARPAC και το εμβληματικό, ακριτικό Cape Cod (Otis AFB) της Μασσαχουσέτης για το BARLANT. Τα ακατάβλητα αυτά αεροσκάφη της USAF αντικαταστάθηκαν, έπειτα από ασύλληπτο αριθμό ωρών πτήσεως σε δυσχερείς συνθήκες (και με οδυνηρές απώλειες αυτάνδρων αεροσκαφών), από 34 Boeing E-3A Sentry από το έτος 1977.
γ) Τρεις σταθμοί ραντάρ της USAF (άλλοι δύο σχεδιαζόμενοι ματαιώθηκαν) εγκαταστάθηκαν σε θαλάσσιες εξέδρες κατά τα πρότυπα εκείνων της άντλησης πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού – εξ ου και η ονομασία τους “Texas Towers” – ως σταθερές φυλακίδες ραντάρ σε αβαθή του Βορείου Ατλαντικού, εκτός αιγιαλίτιδος ζώνης (τριών ναυτικών μιλίων τότε) των ΗΠΑ και επί της υφαλοκρηπίδος τους. Ο πρώτος (Τexas Tower 4) βρισκόταν ανοικτά του New Jersey (101 χλμ Ν του Long Island της Νέας Υόρκης, σε νερά βάθους 56 μέτρων), ο δεύτερος (Texas Tower 3) στις αμμώδεις υφαλορράχες της Νήσου Nantucket της Mασσαχουσέτης (80 χλμ NA της Νήσου και σε νερά βάθους μόλις 24 μέτρων) και ο τρίτος (Texas Tower 2) στα Aβαθή του Georges ανοικτά του Cape Cod της Μασσαχουσέτης (180 χλμ Α του Cape Cod, σε νερά βάθους μόλις 17 μέτρων).
Οι τρεις “πύργοι” θα προσέθεταν 30 επιπλέον πολύτιμα λεπτά έγκαιρης προειδοποίησης για επικείμενο βομβαρδισμό σε σχέση με τους χερσαίους παράκτιους σταθμούς ραντάρ. Η διάταξή τους απεκάλυπτε την απόλυτη προτεραιότητα, την οποία ο αμερικανικός σχεδιασμός απέδιδε στην κάλυψη της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Νέας Υόρκης. Οι εφιαλτικών συνθηκών διαβίωσης εγκαταστάσεις, που καταπονούσαν τα πληρώματα με τρομακτικούς κραδασμούς από τον κυματισμό και τις ανεμοθύελλες του Βορείου Ατλαντικού, λειτούργησαν το διάστημα 1958-63, πλήν του πύργου ΤΤ4, που βυθίστηκε αύτανδρος στη διάρκεια καταιγίδας ήδη το 1961. Αντικαταστάθηκαν από αναδρομολόγηση των EC-121 Warning Star του Cape Cod.
Η Mid-Canada Line έδινε (σε σχέση με την Pinetree Line) πλέον έγκαιρη (όχι απολύτως ικανοποιητική) προειδοποίηση, αλλά με στοιχεία άνευ αξίας για στοχοποίηση, στερείτο δηλαδή ακριβείας, ενώ εξελάμβανε πολύ συχνά σμήνη πτηνών ως αεροσκάφη. Πλέον όμως η επιχειρησιακή απαίτηση αξίωνε προειδοποίηση πολλών ωρών για σοβιετικά βομβαρδιστικά. ΗΠΑ και Καναδάς είχαν ως απάντηση την Distant Early Warning Line.
Η Distant Early Warning Line, άθλος της τεχνικής στα πλέον αφιλόξενα μέρη του πλανήτη, άρχιζε από τις Αλεούτιες Νήσους των ΗΠΑ (στο μέσον μεταξύ Αλάσκας και ΕΣΣΔ, ανεκτίμητης στρατηγικής αξίας), περνούσε από τις βόρειες εσχατιές της Αλάσκας και του Καναδά και τερμάτιζε στη Γροιλανδία και τις Φερόες Νήσους (αμφότερες εδάφη της Δανίας).
Όλα τα παραπάνω κατέστησαν παρωχημένα με την έλευση των βαλλιστικών πυραύλων της ΕΣΣΔ, οι οποίοι – λόγω του πεπλατυσμένου περί τον Ισημερινό σχήματος της Γης – θα ακολουθούσαν την ίδια τροχιά με τα επανδρωμένα βομβαρδιστικά της για να πλήξουν τις ΗΠΑ, δηλαδή πάνω από το Βόρειο Πόλο, ως βραχύτερη δυνατή. Η DEW Line αρχικά δεν προοριζόταν για την ανίχνευση βαλλιστικών πυραύλων. Όμως ήδη όμως από το 1958 απέκτησε αυτή τη δυνατότητα σε τρεις κομβικούς σταθμούς της, στο Clear της Αλάσκας, στη Θούλη (Thule) της Γροιλανδίας και στο RAF Fylingdales, στα βαλτοτόπια του Yorkshire της Αγγλίας, που εξασφάλιζαν ολική κάλυψη του ενιαίου χώρου ΗΠΑ/Καναδά από κάθε πιθανή τροχιά βαλλιστικού πυραύλου στο Βόρειο Ημισφαίριο.
Οι τρεις τελευταίοι σταθμοί απετέλεσαν αυτόνομο δίκτυο, το BMEWS (Ballistic Missile Early Warning System), το οποίο με το πέρασμα των δεκαετιών συμπληρώθηκε από δορυφόρους ικανούς να εντοπίζουν εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων, με πρώτο το δίκτυο των 12 δορυφόρων MIDAS ήδη το 1960-66.
Στόχος αυτών των στρατηγικών συστημάτων ήταν και παραμένει να δοθεί χρονικό περιθώριο 15 – 25 λεπτών στις ΗΠΑ για να αξιολογήσουν τα δεδομένα και να εκτοξεύσουν σε ανταπόδοση βαλλιστικούς πυραύλους, να απογειώσουν τα στρατηγικά βομβαρδιστικά τους και τα αεροσκάφη εναέριας διοίκησης στρατηγικών δυνάμεων και να στείλουν (με εκπομπή πολύ χαμηλής συχνότητας, από εκτυλισσόμενη κεραία μήκους πολλών χιλιομέτρων πίσω από αεροσκάφος E-6 TACAMO, παλαιότερα από α/φ C-130) στα εν καταδύσει πυρηνικά υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων εντολή εξαπόλυσης του φορτίου τους. Πρόκειται για το δόγμα της «ισορροπίας του τρόμου», άλλως «αμοιβαίως εξασφαλισμένης καταστροφής», που διατηρεί την ειρήνη και αποτρέπει τις υπερδυνάμεις από τον πειρασμό του πυρηνικού (πρώτου) πλήγματος.
Τα παραπάνω μέσα συμπληρώθηκαν, αρχής γενομένης από τα μέσα/τέλη της δεκαετίας του ’70, με τεράστια phased-array ραντάρ Raytheon AN/FPS-115/120/123/126 PAVE PAWS (αρκτικόλεξο του Phased Array Warning System) εμβελείας πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων, με σταθερές στοιχειοκεραίες διαμέτρου δεκάδων μέτρων, και πάρα πολλών χιλιάδων πομποδεκτών. Αυτά έγιναν αναγκαία από την έλευση των εκτοξευόμενων από υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων (SLBM), οι οποίοι αφενός έδιδαν μικρότερο χρονικό “παράθυρο” έγκαιρης προειδοποίησης λόγω δυνατότητος εκτόξευσης από θέσεις εγγύτατα στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα των ΗΠΑ, αφετέρου μπορούσαν να διαγράψουν τροχιές εκτός του τόξου καλύψεως των τριών ραντάρ του BMEWS.
Αγοράστηκαν τέσσερα συστήματα για πλήρη κάλυψη 360 μοιρών των ηπειρωτικών ΗΠΑ: Ένα τοποθετήθηκε στην αεροπορική βάση Otis στο Cape Cod της Μασσαχουσέτης, ένα στην αεροπορική βάση Beale, κοντά στο Sacramento της Καλιφόρνια (βάση άλλωστε των U-2R & SR-71 της SAC!), ένα στη Robins AFB στη Georgia και ένα στο San Angelo του Texas (Eldorado Space Force Station). Με τη διάλυση των δύο τελευταίων από τους ανωτέρω σταθμούς το 1995 στο πλαίσιο μεταψυχροπολεμικών περικοπών, τα ραντάρ τους μετεφέρθηκαν στο Clear της Αλάσκα, προς αναβάθμιση του εκεί παλαιού σταθμού του BMEWS. Με PAVE PAWS αναβαθμίστηκε και ο σταθμός της Θούλης στη Γροιλανδία.
Όλα τα ανωτέρω συστήματα έχουν τη δυνατότητα ευχερούς ιχνηλάτησης και πάσης φύσεως σωμάτων κινουμένων στο Διάστημα, όπως διαστημοπλοίων και δορυφόρων.
Ένα πέμπτο σύστημα PAVE PAWS έχει πωληθεί στην Ταϊβάν, μοναδικό εξαγωγικό χρήστη του πρωτοφανών δυνατοτήτων στρατηγικού συστήματος επιτήρησης/προειδοποίησης και μοναδική ασφαλώς χώρα με τόσο υψηλές ανάγκες αντιβαλλιστικής άμυνας. Το ραντάρ τέθηκε σε λειτουργία το 2013, κόστισε στην ασιατική χώρα 1,4 δις $, ευρίσκεται σε υψόμετρο 2.600 μέτρων (με αποτέλεσμα να μπορεί να ιχνηλατεί ακόμη και πλοία επιφανείας!), παρέχει έγκαιρη προειδοποίηση 6 λεπτών για τυχόν κινεζική επίθεση, τα στοιχεία του μεταφέρονται σε πραγματικό χρόνο και στις ΗΠΑ και προστατεύεται με επίγεια Phalanx CIWS από επιθέσεις πυραύλων και UCAV. Συζητείται η εγκατάσταση ενός έκτου ραντάρ στο Κατάρ, μάλλον όμως για ανάγκες των ΗΠΑ, και ειδικότερα προς επιτήρηση της δραστηριότητος του Ιράν.
Αντίθετα, αποστολή συλλογής δεδομένων δοκιμών βαλλιστικών πυραύλων της ΕΣΣΔ και της Β. Κορέας (και όχι προεχόντως έγκαιρης προειδοποίησης) έχει το τεράστιο PESA radar AN/FPS-108 Cobra Dane της USAF στη Shemya AFB των Αλεουτίων Νήσων, 200 μόλις μίλια από τη Ρωσία. Το εμβελείας 3.200 χιλιομέτρων ραντάρ, με κώνο σάρωσης 136 μοιρών, ευχερώς ανιχνεύει και ιχνηλατεί ιπτάμενα σώματα διαστάσεων 4 εκατοστών του μέτρου, με ακρίβεια 3 μέτρων και 0,02 μοιρών.
Μαζί με τα 3 αναγνωριστικά Boeing RC-135S Cobra Ball (έμφορτα τηλεσκοπίων και συσκευών τηλεμετετρίας) και του πλωτού PESA ραντάρ AN/SPQ-11 Cobra Judy επί του πλοίου USNS Observation Island, το σύστημα αυτό εξασφαλίζει ότι για κάθε δοκιμή βαλλιστικού πυραύλου της ΕΣΣΔ/Ρωσίας ή της Β. Κορέας, οι ΗΠΑ θα έχουν τα ίδια δεδομένα που θα λάβει και ο ενδιαφερόμενος.
To αδιαμφισβήτητα ανώτερο των συστημάτων αυτών είναι το Raytheon AN/FPS-126 του RAF Fylingdales στο Yorkshire, πάντοτε το ανατολικό άκρο του BMEWS, καθώς αποτελεί τετραεδρική πυραμίδα με πλήρη κάλυψη 360 μοιρών. Κάθε στοιχειοκεραία του έχει διάμετρο 26 μέτρων και περιλαμβάνει περί τα 2.560 στοιχεία εκπομπής/λήψεως. Η μέση ισχύς εκπομπής ανέρχεται στα 2,5 MW, και ιχνηλατεί στόχους μεγέθους μικρού αυτοκινήτου σε απόσταση 5.600 χιλιομέτρων!
Παράλληλα, η USAF διατηρεί και εκσυγχρονίζει το πρώτο όλων των phased-array radars, το AN/FPQ-16 Perimeter Acquisition Radar Attack Characterization System στο Cavalier της Bορείου Ντακότα, το οποίο “αγόρασε” από τον Αμερικανικό Στρατό το 1975, όταν το Κογκρέσσο αποφάσισε τη διάλυση της μοναδικής εγκατάστασης αντιβαλλιστικής άμυνας της χώρας μία (!) ημέρα αφότου αυτή κηρύχθηκε επιχειρησιακή. Στην εποχή του το σύστημα μπορούσε να εντοπίσει το ίχνος μιας μπάλας του μπάσκετ σε απόσταση 3.200 χιλιομέτρων (ισοδύναμο με την εντόπιση αυτόνομου οχήματος επανεισόδου – πυρηνικής κεφαλής από SLBM εκτοξευόμενο από υποβρύχιο στο Hudson Bay του Καναδά), αλλά έχει εκσυγχρονισθεί επανειλημμένως, προσφέροντας μια ακόμη επάλληλη κάλυψη στις μεσοδυτικές Πολιτείες, όπου συγκεντρώνονται οι περισσότερες βάσεις στρατηγικών βομβαρδιστικών της USAF και τα περισσότερα πεδία υπογείων σιλό εκτόξευσης διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων Minuteman III της USAF.
Για άμυνα από τακτικά (και όχι μόνο) αεροσκάφη, ΗΠΑ και Καναδάς συμφώνησαν από τα τέλη ήδη της δεκαετίας του ’80 στην αντικατάσταση των τριών παλαιών “γραμμών” ραντάρ του Ψυχρού Πολέμου με το λεγόμενο North Warning System (NWS), αλυσίδα μήκους 4.800 (!) χιλιομέτρων που πρακτικώς περιβάλλει τον Καναδά (ως “εξώθυρα” της κοινής βορειοαμερικανικής “πολυκατοικίας”) και αποτελείται από 15 σταθμούς ραντάρ μεγάλης εμβελείας (470 χλμ., ανίχνευση στόχων ως ύψος 30.000 μέτρων) ΑΝ/FPS-117 και 39 σταθμούς ραντάρ μικρής εμβελείας AN/FPS-124 (110 χλμ., ανίχνευση στόχων ως ύψος 15.000 μέτρων) , υπό τη διοίκηση της NORAD.
Τα παραπάνω απετέλεσαν λύσεις ιχνηλάτησης στόχων. Το μείζον πρόβλημα της σύνθεσης της τακτικής εικόνας όλων των σταθερών, πλωτών και ιπταμένων ραντάρ (σε επίπεδο Βορειοαμερικανικής ηπείρου), της διοίκησης και ελέγχου, της καταγραφής του διανύσματος πτήσεως των εχθρικών α/φ και της εξαγωγής βελτίστων τροχιών για τα μέσα αναχαίτισης αυτών ήταν το αντικείμενο ενός από τα πλέον συγκλονιστικά επιτεύγματα της στρατιωτικής τεχνολογίας του 20ου αιώνα, του Semi-Automatic Ground Environment ή SAGE.
Εξελιγμένο από το Lincoln Laboratory του θρυλικού Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασσαχουσέτης (Μ.Ι.Τ.), περιφημότερου ίσως πολυτεχνείου στη Γη την περίοδο εκείνη, και με κόστος ασύγκριτα υψηλότερο από το Σχέδιο Manhattan για την κατασκευή της ατομικής βόμβας, το σύστημα ήταν το πρώτο δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών της στρατιωτικής ιστορίας. Επεξεργαζόταν στοιχεία από αναρίθμητα ραντάρ σε ξηρά, αέρα και θάλασσα, τα οποία συνέθετε σε ενιαία εικόνα του εναερίου χώρου μιας ευρύτατης περιοχής.
Κάθε κέντρο διεύθυνσης του SAGE διέθετε ως “εγκέφαλο” τον μεγαλύτερο σε μάζα (250 τόννοι) υπολογιστή όλων των εποχών, τον IBM AN/FSQ-7, που απαιτούσε έναν όροφο εμβαδού 2.000 τ.μ. στο τυπικό bunker από σκυρόδεμα. Ο η/υ, του οποίου η εξέλιξη (υλισμικό και λογισμικό, με σύμπραξη Lincoln Lab, IBM & Rand Corp.) απαίτησε επτά έτη, εξήγε τροχιές των στόχων και υπεδείκνυε τα πλησιέστερα μέσα αναχαίτισης, οι δε χειριστές (100 ανά κέντρο, έκαστος με την κονσόλα / οθόνη του), επέλεγαν στόχους στην οθόνη, διαθέσιμα αμυντικά μέσα και εξέδιδαν διαταγές για πλήγματα, που έφθαναν αυτόματα σε πραγματικό χρόνο με τηλέτυπο στη βάση αεροσκαφών ή πυραύλων. Ο μέσος χρόνος μεταξύ βλαβών του θηριώδους η/υ αυξήθηκε με κοπιώδεις προσπάθειες από 2 ώρες σε 2 εβδομάδες. Και οι 24 η/υ του είδους που κατασκευάστηκαν θα πρέπει να είχαν αθροιστική υπολογιστική ισχύ ίση με κλάσμα εκείνης ενός σημερινού smartphone, αλλά τότε αυτό ήταν το state of the art…
Ένα τεράστιο δίκτυο τηλεφώνων, μόντεμ και τηλετύπων συνέδεε τα ραντάρ με τα κέντρα, και εκείνα με βάσεις αναχαιτιστικών ή βλημάτων εδάφους – αέρος. Το σύστημα κατέστη επιχειρησιακό το 1959 και διατηρήθηκε ως το 1980, σύντομα απέκτησε, δε, πρόσθετες λειτουργίες, όπως αποστολή των δεδομένων στοχοποίσης κατευθείαν στους (εν πτήσει!) στρατηγικούς πυραύλους εδάφους – αέρος CIM-10 BOMARC και στα αναχαιτιστικά Convair F-106A Delta Dart, ενημερώνοντας εν πτήσει και σε πραγματικό χρόνο με δεδομένα στοχοποίησης τον αυτόματο πιλότο των α/φ, ώστε να διατηρεί τροχιά αναχαίτισης – εξαπόλυσης πυραύλων Falcon χωρίς παρέμβαση του χειριστή του α/φ, ο οποίος “απλώς προήδρευε” και επιτηρούσε τις λειτουργίες (στην πραγματικότητα εκτόξευε και τα βλήματα την ενδεδειγμένη στιγμή, παρ’ ότι υπήρχε η δυνατότητα αυτό να γίνει αυτόματα τη εντολή του SAGE), αν και ήταν προφανώς εκπαιδευμένος να τα κάνει όλα μόνος του. Κάθε κέντρο διεύθυνσης προωθούσε τα δεδομένα του σε ένα Κέντρο Μάχης, το οποίο επιτηρούσε πλείονες τομείς, αλλά μπορούσε να αναλάβει το συντονισμό της αεράμυνας ολόκληρης της Βορειοαμερικανικής ηπείρου αν απώλειες άλλων κέντρων το απαιτούσαν (redundancy).
Το SAGE αντικαταστάθηκε από το Joint Surveillance System (JSS), ένα κοινό project της USAF και της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (FAA) από το 1983.
1.2. Επίγεια πυραυλική αντιαεροπορική και αντιβαλλιστική αεράμυνα
Οι ζώνες α/α πυροβόλων μεγάλου διαμετρήματος και προβολέων στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις δεν αποτελούσαν βέβαια άμυνα ουσίας πλέον. Ο Στρατός των ΗΠΑ ανέπτυξε, σε αντικατάστασή τους, το πρώτο σύστημα αεράμυνας περιοχής, το Nike Ajax (Νίκη – Αίας). Μεταξύ 1953 και 1957, ο US Army ανέπτυξε, ειδικότερα 265 (!) πυροβολαρχίες Nike Ajax, προεχόντως πέριξ των εγκαταστάσεων της Στρατηγικής Αεροπορικής Διοίκησης (SAC), παραλιακών και βορείων μεγαλουπόλεων των ΗΠΑ, και ακολούθως συμμαχικών χωρών στο έδαφος των οποίων οι ΗΠΑ διατηρούσαν δυνάμεις.
Το καθοδηγούμενο δια ραδιοεντολών βλήμα MIM-3 Nike Ajax, προϊόν των Bell Laboratories & Douglas Aircraft, είχε μέγιστη εμβέλεια 48 χιλιομέτρων, και οροφή 21.000 μέτρων. Αντιστοιχούσε εξ επόψεως επιδόσεων στο πασίγνωστο σοβιετικό S-75 “Dvina” (SA-2 “Guideline, κατά την κοινή ονοματολογία του ΝΑΤΟ). Παρήχθησαν συνολικά 350 συστήματα εκτόξευσης και 13.714 βλήματα καθ’ όλην την παραγωγή, από το 1957 άρχισαν να μεταβιβάζονται στη Εθνοφρουρά και τα τελευταία αποσύρθηκαν το 1970.
Ασύγκριτα ανωτέρων επιδόσεων ήταν το διάδοχο σύστημα πυραύλων εδάφους – αέρος του Αμερικανικού Στρατού, το MIM-14 Nike Hercules: Με βεληνεκές 140 χιλιομέτρων, επιχειρησιακή οροφή 30.000 μέτρων και μεγίστη ταχύτητα 4 Mach (έναντι μόλις 2,25 Mach του Nike Ajax), το βλήμα καθιστούσε πλέον τη στρατόσφαιρα απολύτως φονική ζώνη όχι μόνο για τα υφιστάμενα σοβιετικά βομβαρδιστικά, αλλά και για μελλοντικούς υπερηχητικούς τύπους. Πολλώ μάλλον καθώς εφοδιαζόταν προεχόντως (υπήρχε και εναλλακτική συμβατική κεφαλή) με πυρηνική κεφαλή W31 των 2 ως 20 (!) κιλοτόνων, προορισμένη να εξαϋλώνει ολοσχερώς σχηματισμούς ολόκληρους εχθρικών βομβαρδιστικών. Εξ επόψεως επιδόσεων, το βλήμα ανήκε στην κλάση του βρετανικού Bristol Bloodhound και του – πολύ μεταγενέστερου – σοβιετικού S-200 Angara / Vega (SA-5 “Gammon”, κατά ΝΑΤΟ).
Το νέο σύστημα κατέστη επιχειρησιακό ήδη το 1958, τόσο σε νέες εγκαταστάσεις όσο και σε πρώην πυροβολαρχίες Nike Ajax, εκτοπίζοντας πλήρως το παλαιότερο σύστημα από τον US Army το 1961 και από την Εθνοφρουρά το 1964. Κατασκευάστηκαν, για ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, συνολικά 25.000 βλήματα! Το ηυξημένο βεληνεκές απαιτούσε πλέον λιγότερες πυροβολαρχίες για κάλυψη των περιοχών ενδιαφέροντος, ενώ άλμα στην ασφάλεια απετέλεσε η υιοθέτηση πυραυλοκινητήρων στερεών καυσίμων και για τα δύο στάδια (το Ajax είχε ατύχημα με νεκρούς σε πυροβολαρχία του New Jersey από ανάφλεξη των υγρών καυσίμων).
Σύντομα, ωστόσο, η ανάπτυξη των σοβιετικών διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων (ICBM) και ο βαθμιαίος μαρασμός του στόλου των βομβαρδιστικών της ΕΣΣΔ απομείωσε την επιχειρησιακή σημασία του Nike Hercules για τον αμυντικό σχεδιασμό των ΗΠΑ. Οι περικοπές άρχισαν από την κάλυψη της Θούλης στη Γροιλανδία και των βάσεων της SAC (οι οποίες όμως συνήθως φιλοξενούσαν και αναχαιτιστικά α/φ) ήδη το 1965. Το 1966 οι πυροβολαρχίες έπεσαν σε 112, το 1968 σε 87 και το 1969 σε 82, όχι τυχαία σε εποχές περικοπών λόγω της οικονομικής αιμορραγίας από το Βιετνάμ. Ως το 1974, όλες οι πυροβολαρχίες στις ηπειρωτικές ΗΠΑ, πλην Florida & Alaska, είχαν απενεργοποιηθεί. Τον Ιούνιο του 1979, μια πυροβολαρχία στα προάστια του… Miami έριξε την αυλαία.
Στην Ευρώπη, ο Στρατός των ΗΠΑ τους απέσυρε το 1983, με την εισαγωγή του διαδόχου MIM-104 Patriot, ενός συστήματος ολοκληρωτικά διαφορετικής συλλήψεως (τακτικό σύστημα αεράμυνας θεάτρου επιχειρήσεων παρά στρατηγικό σύστημα), ασύλληπτα μεγαλύτερης φονικότητος, πυκνότητος πυρός, κινητικότητος και ευελιξίας. Οι λοιπές χώρες του ΝΑΤΟ (και αυτονόητα η ΠΑ, παρ’ ημίν) συνέχισαν πάντως να το χρησιμοποιούν μέχρι το γύρισμα του αιώνος, ή πάντως μέχρι να παραλάβουν Patriot.
Το κινητό τακτικό σύστημα αντιαεροπορικών πυραύλων MIM-23 HAWK του Στρατού των ΗΠΑ (και του Σώματος Πεζοναυτών), τυπικού βεληνεκούς της τάξεως των 35 χλμ., λίαν διαδεδομένο στις σταθμεύουσες σε Ιαπωνία, Γερμανία και Ν. Κορέα μονάδες του, δεν χρησιμοποιήθηκε παρά μόνο για ελάχιστα “κενά” της ηπειρωτικής αεράμυνας των ΗΠΑ, με δύο τάγματα, ένα στο Fort Lewis (Tacoma, Washington State) προς κάλυψη του επιτελείου του Πρώτου Σώματος Στρατού των ΗΠΑ και της McChord AFB, μείζονος κόμβου αερομεταφορών για όλο τον Ειρηνικό στη Δυτική Ακτή, και ένα στο Fort Meade στο Maryland, έδρα της NSA. Τα δύο τάγματα μεταφέρθηκαν στη Florida κατά την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας το 1962, και έμειναν για χρόνια εκεί, προς κάλυψη των αναρίθμητων τακτικών αεροπορικών βάσεων στο νότιο τμήμα της Πολιτείας. Δύο πυροβολαρχίες παρείχαν καθ’ όλη τη δεκαετία του ’60 αεράμυνα στη Ζώνη της Διώρυγος του Παναμά, που ήταν ακόμη τμήμα της επικρατείας των ΗΠΑ και όχι της κεντροαμερικανικής χώρας.
Αναμφίβολα, η έσχατη στιγμή του αμερικανικού SAM ήταν ο Boeing CIM-10 BOMARC, μοναδικός πύραυλος εδάφους αέρος της USAF, και αφορμή για μια ακόμη από τις συνήθεις βιτριολικές συγκρούσεις περί αρμοδιοτήτων με το Στρατό των ΗΠΑ. Το “βλήμα των βλημάτων”, με πρόωση δύο κινητήρες ramjet πέραν του πυραυλοκινητήρος, με μέγεθος και απόβαρο ίσο ενός σημερινού μαχητικού Mirage 2000 και με αστρονομικό κόστος, προοριζόταν για την άμυνα των πιο καίριων αστικών και βιομηχανικών ζωνών της χώρας. Με εμβέλεια 700 χιλιομέτρων, έκανε τα σημερινά ρωσικά υπερόπλα S-400/500 να φαντάζουν παιχνίδια, αν και προφανώς ήταν κατάλληλος για αναχαίτιση μόνο ταχέων, υψηλά ιπτάμενων, μη ελισσομένων στόχων. Με ταχύτητα πλεύσεως 2,8 Mach σε ύψος 20.000 μέτρων, αναζητούσε στα τελευταία 16 χιλιόμετρα το στόχο με δικό του ραντάρ, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία. Η κεφαλή ήταν η πυρηνική W40, 7-10 κιλοτόνων.
Τα φιλόδοξα σχέδια προέβλεπαν 40 μοίρες των 120 πυραύλων εκάστη, για ένα σύνολο 4.800 πυραύλων. Το σύστημα τέθηκε σε υπηρεσία το 1959 στο New Jersey, αλλά τελικά ήταν πολύ ακριβό ακόμη και για τις ΗΠΑ, ενώ η έλευση των ICBM και η κάμψη της εξέλιξης του βομβαρδιστικού στην ΕΣΣΔ καθιστούσαν ένα όπλο με αυτό το προφίλ πτήσεως περιττό: Αγοράστηκαν μόνο 10 μοίρες των 28 πυραύλων από τις ΗΠΑ και 2 μοίρες ίδιας σύνθεσης από τον Καναδά. Το 1972 είχαν αποσυρθεί άδοξα, και χρησιμοποιήθηκαν ως ταχύτατοι ιπτάμενοι στόχοι για την εξέλιξη αναχαιτιστικών αεροσκαφών και πυραύλων αέρος – αέρος, ιδίως στα προγράμματα των F-14 & F-15.
Τέλος, παράλειψη θα ήταν να μη γίνει μια σύντομη αναφορά στους αντιβαλλιστικούς πυραύλους των ΗΠΑ της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Ο XLIM-49 Nike Zeus – B του Στρατού των ΗΠΑ, έσχατη βαθμίδα εξέλιξης της σειράς Nike από τους ιδίους κατασκευαστές, επέδειξε σε δοκιμές των αρχών της δεκαετίας του ’60 την ικανότητα να καταστρέφει όχι μόνο εισερχομένους βαλλιστικούς πυραύλους, αλλά και δορυφόρους, με την τερατώδη πυρηνική κεφαλή W50 των 400 κιλοτόνων που έφερε. Η εμβέλεια των 430 χιλιομέτρων αλλ’ ιδίως η οροφή των 280.000 μέτρων ήταν ενδεικτικές των δυνατοτήτων του, ενώ η ταχύτητα των 4 Mach ασυνήθιστα χαμηλή για όπλο του είδους. Επί πενταετία το όπλο απησχόλησε όσο λίγα άλλα, με τον ίδιο τον Πρόεδρο John F. Kennedy να έχει τόσο συναρπασθεί από αυτό, ώστε να περνά μέρες ολόκληρες μελετώντας κάθε τεχνικό του χαρακτηριστικό. Τελικώς, ο McNamara τον κατέπεισε να το ματαιώσει το 1963.
Το 1969, οι ΗΠΑ είχαν καταρτίσει σχέδια για την επιχειρησιακή αξιοποίηση του αντιβαλλιστικού συστήματος Safeguard του US Army: Οκτώ συστήματα επρόκειτο να καλύπτουν ισάριθμα συγκροτήματα καίριων αστικών, βιομηχανικών και στρατιωτικών κέντρων [1 Νέα Αγγλία με τα ναυπηγεία και τους ναυστάθμους των SSN και Νέα Υόρκη με εργοστάσια Grumman & Republic και βάσεις SAC, 2 Washington DC & πλέγμα ναυστάθμου Norfolk/ναυπηγείων Newport News & Langley AFB, 3 βιομηχανική ζώνη Michigan/Ohio, 4 Atlanta και βόρεια Florida (ναύσταθμος αεροπλανοφόρων Mayport, εργοστάσια Lockheed, εργοστάσιο βάσης Warner Robins και superbases USAF), 5 Houston/Dallas/Fort Worth του Texas (Johnson Space Center, εργοστάσια General Dynamics και Vought, βάσεις SAC), 6 Νότια California (Los Angeles με εργοστάσια Northrop / ναύσταθμος, ναυτικά εργοστάσια βάσης και ναυτικά αεροδρόμια του San Diego / εργοστάσια στρατηγικών α/φ στο Palmdale της Ερήμου Mojave), 7 Κεντρική California (Sacramento με το τεράστιο εργοστάσιο βάσης SMAMA της USAF / βάσεις SAC / San Francisco με ναύσταθμο αεροπλανοφόρων Alameda & Silicon Valley) και 8 Washington State (Seattle, Tacoma, κόμβος αερομεταφορών McChord AFB, Πρώτο Σώμα Στρατού, συγκρότημα εμπλουτισμού πλουτωνίου Hanford, ναύσταθμοι αεροπλανοφόρων στο Bremerton & SSBN στο Bangor, υδροηλεκτρικά Ποταμού Columbia)].
Άλλα τέσσερα συστήματα θα κάλυπταν τα αχανή πεδία των σιλό των ICBM Minuteman II/III σε ισάριθμες βάσεις των μεσοδυτικών και βορείων ΗΠΑ (Whiteman AFB / Missouri, Grand Forks AFB / N. Dakota, F.E. Warren AFB / Wyoming & Malmstrom AFB / Montana), οι δύο πρώτες των οποίων φιλοξενούσαν μάλιστα και βάση στρατηγικών βομβαρδιστικών.
Το κάθε σύστημα περιελάμβανε α) το – τεχνολογίας phased-array – Perimeter Acquisition Radar (PAR, AN/FPQ-16, στο οποίο έχουμε αναφερθεί ήδη ανωτέρω) ως αισθητήρα έγκαιρης προειδοποίησης, β) το Missile Site Radar (MSR, πυραμίδα με κεραίες σε κάθε έδρα), γ) 30 πυραύλους LIM-49 Spartan (εξέλιξη του Nike Zeus) με βεληνεκές 740 χλμ., οροφή 560.000 μ. και πυρηνική κεφαλή – μαμμούθ W71 5 μεγατόννων και δ) 70 πυραύλους Sprint της Martin Marietta, με βεληνεκές 40 χλμ., οροφή 30.000 μ. και πυρηνική κεφαλή ενισχυμένης ακτινοβολίας (βόμβα νετρονίου) W66 χαμηλού τοννάζ.
Αν ο Spartan ήταν ένα πρωτόγονο κτήνος των 4 Mach, ο Sprint ήταν ένα ιδιοφυές στιλέτο των 10 Mach, σχεδιασμένο για να αναχαιτίζει εισερχόμενα οχήματα επανεισόδου (κεφαλές διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων) αφού αυτοί είχαν κατέλθει σε ύψος κάτω των 60.000 μ., σημείο στο οποίο η τριβή με τον πυκνό αέρα της ατμόσφαιρας θα έκαιγε ή θα επιβράδυνε τα “δολώματα” που συνήθως φέρουν μαζί τους οι βαλλιστικοί πύραυλοι για να αχρηστεύουν τις αντιβαλλιστικές άμυνες και θα καθιστούσε διακριτό από εκείνα ίχνος στο ραντάρ την όντως κεφαλή. Σε εκείνο το σημείο της καθοδικής τροχιάς του, το όχημα επανεισόδου θα ταξίδευε με 5 μίλια ανά δευτερόλεπτο ή 24 Mach. Για το λόγο αυτό το Sprint επιτάχυνε με 100g για να πιάσει την τελική του ταχύτητα των 10 Mach ή 12.300 χλμ/ώρα σε 5 δευτερόλεπτα, με θερμοκρασίες 3.400 βαθμών Κελσίου να αναπτύσσονται στην άτρακτό του. Στο σημείο της “συνάντησης” με το στόχο, εκείνος θα απείχε μόνο 5-10 δευτερόλεπτα από την έκρηξη της κεφαλής!
Όλα τα παραπάνω μέσα αναπτύχθηκαν από τη Missile Command του Αμερικανικού Στρατού στο θρυλικό ερευνητικό κέντρο πυραυλικής Redstone Arsenal στο Huntsville της Alabama, που αργότερα θα ανέπτυσσε και τον ΜΙΜ-104 Patriot, επί τη βάσει μιας σύλληψης της ARPA (Advanced Research Projects Agency).
Τελικώς, με τη Συνθήκη ΑΒΜ του 1972 (περί αντιβαλλιστικής άμυνας) μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ επετράπη στα συμβαλλόμενα μέρη να διατηρούν έκαστο – προς διατήρηση της “ισορροπίας του τρόμου” και αποφυγή του πειρασμού πρώτου πυρηνικού πλήγματος – μόνο δύο αντιβαλλιστικές εγκαταστάσεις (με 100 βλήματα εκάστη), μία περί την πρωτεύουσά του και μία προς κάλυψη ενός μόνο πεδίου με σιλό ICBM. Το Κογκρέσσο ματαίωσε λόγω κόστους όλες τις σχεδιαζόμενες εγκαταστάσεις πλην της μίας που είχε ήδη αποπερατωθεί, προς κάλυψη των πεδίων ICBM στο Grand Forks της Βορείου Ντακότα, στις παγερές αχανείς πεδιάδες του αμερικανικού Βορρά, το περίφημο Stanley R. Mickelsen Safeguard Complex.
Το σύμπλεγμα απέκτησε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα την 1η Οκτωβρίου 1975. Την επομένη όμως ήδη το Κογκρέσσο ψήφισε την απενεργοποίησή του μετά από τέσσερις μήνες, μη έχοντας πεισθεί ότι υπάρχουν επιστημονικώς βάσιμες πιθανότητες αναχαίτισης διηπειρωτικών πυραύλων. Στα μέσα του επόμενου έτους ολόκληρος ο χώρος (πλην του PAR, που χρησιμοποιείται ως σήμερα για έγκαιρη προειδοποίηση) είχε ήδη εκποιηθεί σε ιδιώτες.
1.3. Αναχαιτιστικά αεροσκάφη Ι: Το πρωτείο έναντι των SAM και οι πρώτοι υποηχητικοί τύποι της ADC
Ασφαλώς, αιχμή του δόρατος της αμερικανικής αεράμυνας (πλην του ειδικοτέρου φαινομένου της αντιβαλλιστικής άμυνας, το οποίο αδρομερώς εθίγη αμέσως ανωτέρω) ήταν τα αναχαιτιστικά αεροσκάφη της Aerospace Defense Command (ADC ή ΑDCOM). Τα αεροσκάφη αυτά ήταν ανεπτυγμένα σε βάσεις ανά την αμερικανική επικράτεια, σε δύναμη μίας μόνον μοίρας των (τύποις) 24 αεροσκαφών ανά βάση, ώστε να υπάρχει μεγάλη διασπορά της δύναμης προς κάλυψη όσο γίνεται μεγαλυτέρου τμήματος των ΗΠΑ. Πολύ συχνά, οι μοίρες αναχαίτισης “συστεγάζονταν” στην ίδια βάση με πτέρυγες βομβαρδισμού της Στρατηγικής Αεροπορικής Διοίκησης (SAC), οι οποίες αρχικά αποτελούντο από τρεις μοίρες των 15 βομβαρδιστικών, και αργότερα από μία (ή το πολύ δύο) μόνο, προς διασπορά του κινδύνου αφανισμού από πυρηνικό πλήγμα. Επίσης, κάθε μοίρα αναχαίτισης διατηρούσε συνήθως και δύο αποσπάσματα επιφυλακής σε απόμακρα από τη βάση της αεροδρόμια, ακόμη και πολιτικά (διεθνή ή δημοτικά), προς βελτιστοποίηση της καλύψεως της αμερικανικής επικράτειας.
Προφανώς, οι επιχειρήσεις αεροσκαφών, οι ανάγκες εκπαίδευσης ιπταμένου προσωπικού, η συντήρηση, το καύσιμο και η ανάλωση των πεπερασμένων ωρών της δομικής ζωής ενός αεροπλάνου συνιστούν μια κατά πολλές κλίμακες μεγέθους μεγαλύτερη δαπάνη σε σχέση με τις πυροβολαρχίες πυραύλων εδάφους – αέρος. Ωστόσο, οι τελευταίοι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα αεροσκάφη:
- Τα αεροσκάφη επιτρέπουν την αναχαίτιση των εχθρικών βομβαρδιστικών σε κατά κανόνα αισθητά μεγαλύτερη απόσταση από τους στόχους των βομβαρδιστικών, ζήτημα ακόμη πιο σημαντικό όταν τα όπλα του εχθρού είναι πυρηνικά.
- Τα αεροσκάφη μπορούν να αναγνωρίσουν ένα εχθρικό βομβαρδιστικό που προσεγγίζει ή και εισήλθε στον φίλιο εναέριο χώρο πριν το καταρρίψουν, να διαπιστώσουν ότι ενδεχομένως η πορεία του οφείλεται σε πλοηγικό σφάλμα και να το συνοδέψουν εκτός εθνικού εναερίου χώρου, ή εναλλακτικά, έχοντας πιστοποιήσει τις εχθρικές προθέσεις του από τον οπλισμό του και τη στάση του (φερόμενα όπλα, εκπομπή παρεμβολών) να το καταρρίψουν ήδη πάνω από την ανοικτή θάλασσα.
- Αντίθετα, αν διαθέσιμοι σε ορισμένη παράκτιο περιοχή ενδιαφέροντος είναι μόνο πύραυλοι εδάφους – αέρος, αυτοί θα πρέπει είτε να αναμείνουν την είσοδο του εχθρικού βομβαρδιστικού στον ΕΕΧ (3 μόλις ναυτικών μιλίων, στην περίπτωση των ΗΠΑ) πριν βληθούν, με αποτέλεσμα το πυρηνικό όπλο να πέσει τελικώς στο στόχο του ή πάντως πλησιέστατα σε αυτόν, ή εναλλακτικά να προεξοφλήσουν τις προθέσεις του να βομβαρδίσει (ενώ μπορεί απλώς π.χ. να επιθυμεί να τσεκάρει τα ρεφλέξ της φιλίας αεράμυνας, καταγράφοντας διαδικασίες και χρόνους αντίδρασης …) και να το καταρρίψουν άνευ διαδικασιών πάνω από την ανοικτή θάλασσα, πράξη παράνομη κατά το διεθνές δίκαιο και επί της ουσίας κήρυξη πολέμου. Ο πύραυλος, άπαξ και εκτοξευθεί, δεν ανακαλείται, σε αντίθεση με το αεροσκάφος!
- Τα αεροσκάφη μπορούν τάχιστα και ευχερέστατα να μετασταθμεύσουν σε άλλα αεροδρόμια της επικράτειας, αν διαπιστωθεί παρόξυνση της εκεί απειλής ή αν τεθούν εκτός λειτουργίας τα τοπικά μέσα, δυνατότητα που δεν είχαν οι θηριώδεις SAM της εποχής και τα συστήματα καθοδήγησής τους. Τυπικά παραδείγματα: Όταν το 1963 σοβιετικά βομβαρδιστικά Tu-95 “Bear” έκαναν υπερπτήσεις νησιωτικών συμπλεγμάτων της Alaska, με τα F-102A των τοπικών μοιρών αναχαίτισης ανίκανα να τα αναχαιτίσουν, η USAF ανέπτυξε αμέσως στην περιοχή αποσπασμένα από μοίρες των συνεχομένων 48 Πολιτειών αεροσκάφη αιχμής F-106Α για να ανακτηθεί ο έλεγχος της κατάστασης.
- Αντίστοιχα, όταν η 57η Μοίρα Αναχαίτισης (FIS) στο Keflavik της Ισλανδίας, ένα από τα στρατηγικότερα αεροδρόμια στον κόσμο, μετέπιπτε από το F-102A στο F-4C το 1973, αποσπάσθηκαν εκεί F-106A από ενεργό μοίρα του Michigan για να ασκήσουν τα καθήκοντα ετοιμότητας κατά το χρόνο που τα πληρώματα της τοπικής μοίρας μετεκπαιδεύονταν στο νέο τους τύπο.
- Τα αεροσκάφη μπορούν ευχερώς να μετασταθμεύσουν στην αλλοδαπή, σε βάσεις συμμαχικών χωρών, είτε προς αποτροπή άμεσα επικείμενου κινδύνου, είτε προς επίδειξη σημαίας, είτε από ανάγκη κάλυψης φιλίων δυνάμεων ανεπτυγμένων εκεί. Τυπικό παράδειγμα: Η USAF ανέπτυξε στη Ν. Κορέα, διαρκούντος του Κορεατικού Πολέμου (1950-53) αναχαιτιστικά F-94B της Διοίκησης Αεράμυνας των ΗΠΑ, για να συνοδεύουν τα Β-29 στους νυκτερινούς βομβαρδισμούς της Β. Κορέας, όπου υφίσταντο απώλειες από MiG-15 υπό την κθοδήγηση ελεγκτών εδάφους, αλλά και για να αποτρέψουν τους νυκτερινούς βομβαρδισμούς παρενόχλησης των αμερικανικών αεροδρομίων από τα διπλάνα Polikarpov Po-2 των Βορειοκορεατών.
Η έννοια του αεροσκάφους αναχαίτισης διαφέρει, ως προς την αποστολή και τις προδιαγραφές, από εκείνη του αεροσκάφους αεροπορικής υπεροχής ή πολλαπλών ρόλων. Τα ζήτημα έχει αναπτύξει στη διαχρονία του και με σπάνια εμβάθυνση ο Βασίλης Σιταράς σε σειρά περισπούδαστων άρθρων του στην “ΠΤΗΣΗ” κατά τη δεκαετία του ’90.
Θα αρκεσθούμε λοιπόν σε ελάχιστες διευκρινίσεις, ιδίως για το νεότερο τμήμα του αναγνωστικού κοινού. Στις δεκατίες ιδίως του ’80 και ΄90 επικράτησε να αποκαλούνται “αναχαιτίσεις” σφοδρότατες εμπλοκές μεταξύ τουρκικών μαχητικών που είχαν παραβιάσει τον ΕΕΧ και μαχητικών της ΠΑ, οι οποίες αποτελούσαν κατά κυριολεξία ακολουθία ελιγμών εναέριας μάχης, και στις οποίες γινόταν κοπιώδης προσπάθεια κάθε μέρους να αποκτήσει το τακτικό πλεονέκτημα κατά του άλλου. Αυτό λίγη σχέση έχει όμως με την αποστολή της αναχαίτισης. Η αναχαίτιση συνίσταται στην αποτροπή διείσδυσης εχθρικού βομβαρδιστικού (ή αναγνωριστικού) αεροσκάφους σε οριοθετημένο χώρο και στη ματαίωση της αποστολής του, εν ανάγκη με κατάρριψη. Η αναχαίτιση πρέπει να μπορεί να γίνει και με νεφελώδη ή βροχερό καιρό ή και τη νύχτα, περιστάσεις δηλαδή απολύτως απαγορευτικές για εμπλοκή σε ελιγμούς εναερίου μάχης.
Το αναχαιτιστικό αεροσκάφος καλείται να αντιμετωπίσει κατά κανόνα (και πάντως στο πλαίσιο εκφοράς της εργασίας μας) δυσκίνητο μεγάλο αεροσκάφος μεγάλης εμβελείας, πιθανώς όμως ταχύτατο, και εφοδιασμένο με ηλεκτρονικό εξοπλισμό αυτοπροστασίας σε φάσμα και ισχύ εκπομπών την οποία ένα μαχητικό ούτε να ονειρευτεί μπορεί. Πρέπει λοιπόν να διαθέτει ως αρετές την ικανότητα ταχείας εκκίνησης, υψηλό αρχικό ρυθμό ανόδου, υψηλή ταχύτητα, υψηλή εμβέλεια, αξιόπιστα πλοηγικά μέσα, ικανότητα παντός καιρού, δικό του ραντάρ και σύστημα ελέγχου πυρός ικανό να κατευθύνει πυρά πυροβόλων, ρουκετών ή βλημάτων, αλλά και να αντιπαρέρχεται παρεμβολές. Η ευελιξία δεν είναι απαραίτητη, αν και μπορεί να προκύπτει από άλλα χαρακτηριστικά.
Η αποστολή της αναχαίτισης (προς προστασία της Βορειοαμερικανικής Ηπείρου εν προκειμένω, αλλά και γενικότερα) απαιτεί υψηλοτάτου επιπέδου σχεδιασμό, αυστηρότατη πλοηγική πειθαρχία και εξαιρετικά συνετή διαχείριση του αποθέματος καυσίμων, ιδίως με δεδομένο ότι θα πρέπει να γίνει συνάντηση με το εχθρικό αεροσκάφος (προς αναγνώριση ή απευθείας κατάρριψη, αναλόγως των κανόνων εμπλοκής που ισχύουν τη δεδομένη στιγμή) στην κατά το δυνατόν μέγιστη απόσταση από τη βάση και την περιοχή που προστατεύεται, συχνά πάνω από ωκεανούς ή αιώνια παγωμένες αφιλόξενες εκτάσεις, στις οποίες η επιβίωση είναι απίθανη στην περίπτωση εγκατάλειψης λόγω κατεξάντλησης των καυσίμων.
Συγκρινόμενη με την (απαιτητικότερη ως προς τα προσόντα του ιπταμένου προσωπικού) αποστολή της αεροπορικής υπεροχής (ήτοι της ενεργού διεκδίκησης και απόσπασης του ελέγχου του εναερίου χώρου ύπερθεν του πεδίου της μάχης από τα εχθρικά μαχητικά), η αναχαίτιση έχει περισσότερο σχέση επιστήμης με τέχνη. Το αναχαιτιστικό θα χρειαστεί συχνά να φορτωθεί με ελάχιστο οπλισμό (προς περιορισμό της οπισθέλκουσας, αν βέβαια αυτός φέρεται εξωτερικώς) και μέγιστο καύσιμο για να “συναντήσει” το στόχο του σε αρκούντως μεγάλη απόσταση: Το θέαμα αναχαιτιστικών F-15C, τα οποία συνήθως φανταζόμαστε με 8 βλήματα, να αναχαιτίζουν Tu-95 Bear εκκινώντας από το Keflavik της Ισλανδίας με μόνο 2 ΑΙΜ-7Μ συν τα σύμμορφα FAST packs πλήρη καυσίμου και χωρίς άλλες εξωτερικές δεξαμενές, είναι αρκούντως διδακτικό.
Στα πρώτα χρόνια της, η Aerospace (τότε ακόμη Air) Defense Command (ADC) διέθετε ένα μίγμα τζετ αναχαιτιστικών ημέρας (F-80 Shooting Star, F-86A Sabre) και νυκτός (F-82 Twin Mustang με ραντάρ), που προφανώς δεν ικανοποιούσε.
Πρώτο αεροσκάφος προσαρμοσμένο στις ανάγκες της ADC, αν και με βάση τα F-80/T-33, ήταν το Lockheed F-94, πρώτο αεριωθούμενο με μετακαυστήρα στον κόσμο. Το αρχικό μοντέλο -Α (κινητήρας Allison J33, σύστημα ελέγχου πυρός Hughes E-1 με ραντάρ AN/APG-33 radar, 4 πολυβόλα των 0,5″, παραγωγή 109 μονάδων) έτυχε δυσμενούς υποδοχής λόγω αναξιόπιστου ακόμη κινητήρος, αλλά το -Β, με λυμένα τα εξελικτικά προβλήματα, γρήγορα καταξιώθηκε, και δια της δράσεως στην Κορέα. Παρήχθησαν 355 μονάδες, ενώ και πολλά -Α αναβαθμίστηκαν σε -Β, που εκτός 4 επιπλέον πολυβόλων και ILS δεν είχαν διαφορές ουσίας στις προδιαγραφές.
Πολύ ανώτερο αεροσκάφος ήταν το F-94C Starfire (όνομα που εσφαλμένα αποδίδεται σε όλες τις εκδόσεις του τύπου), με νέο πολύ ισχυρότερο κινητήρα Pratt & Whitney J48 (Rolls Royce Tay με μετάκαυση, κατασκευασμένος κατόπιν αδείας), με νέο ΣΕΠ Hughes E-5 με ραντάρ AN/APG-40 radar εντός πολύ ευρύτερου ρύγχους, και βέβαια με οπλισμό μόνο 24 ρουκέτες σε 4 “κασσέτες” περιφερειακώς του ρύγχους. Παρήχθη σε 387 μονάδες.
Τα F-94 εισήλθαν σε υπηρεσία με την ADC το 1950, και εξόπλισαν σε όλες τις εκδόσεις τους 24 μοίρες τους. Από το 1954 άρχισαν να αντικαθίστανται από τα F-86D & F-89, περνώντας στην Εθνοφρουρά (ANG) και εξοπλίζοντας 22 μοίρες της. Aποσύρθηκαν πλήρως από την ADC το 1957 και από την ANG το 1959.
Blast from the past: Η φονική «βροχή» ρουκετών του F-94C (βίντεο)
Ακολούθησε το North American F-86D Dog Sabre, έκδοση αναχαίτισης του χαρισματικού αεροσκάφους αεροπορικής υπεροχής που έγραφε το μύθο του στους κορεατικούς ουρανούς, προσαρμοσμένη στην αποστολή με μετακαυστήρα και ραντάρ AN/APG-36.
Ήταν το πρώτο μονοθέσιο αεροσκάφος αναχαίτισης νυκτός / παντός καιρού των ΗΠΑ, αισθητά ανώτερων επιδόσεων (διηχητικό/transonic) χάρις στην οπισθοκλινή πτέρυγα από το διθέσιο F-94, και παρήχθη στον ασύλληπτο αριθμό των 2.504 μονάδων, ο οποίος αποδεικνύει ότι οι ΗΠΑ εννοούσαν να μην περάσει ούτε κουνούπι στο εναέριο χώρο τους. Ήταν επίσης το πρώτο αναχαιτιστικό χωρίς πυροβόλα, με έναν ανασυρόμενο δίσκο ρουκετών Mighty Mouse των 2,75 ιντσών κάτω από την άτρακτο.
Εισήλθε σε υπηρεσία το 1952, και η Εθνοφρουρά το διετήρησε ως το 1965. Για τις μείζονες χώρες του ΝΑΤΟ εξελίχθηκε ή έκδοση -K, με πυροβόλα αντί ρουκετών, ενώ αποσυρόμενα -D εξόπλισαν ήσσονες συμμάχους σε Ευρώπη (μεταξύ αυτών την ΠΑ, με 35 α/φ), Ασία και Λατινική Αμερική, ακόμη και την αδέσμευτη αλλά κομμουνιστική Γιουγκοσλαυϊα που έλαβε 130 μονάδες.
Πολύ πιο ενδιαφέρον, αν και μοιραία χαμηλοτέρων επιδόσεων, ήταν το βαρύ διθέσιο δικινητήριο μεγάλου ύψους και μεγάλης εμβελείας Northrop F-89 Scorpion, επίγονος του κλασικού νυχτερινού υπερμαχητικού του Β’ ΠΠ P-61 Black Widow του ιδίου κατασκευαστού.
Οι αρχικές εκδόσεις με 6 πυροβόλα των 20 mm και ραντάρ AN/APG-33 (-A ως -C, 194 μονάδες, σε υπηρεσία από το 1951), δεν εντυπωσίασαν. Ακολούθησε το -D, σε υπηρεσία από το 1954, με ραντάρ AN/APG-40, καθώς και δύο ατακτίδια των 52 ρουκετών “Mighty Mouse”, με την τεράστια για το είδος του α/φ παραγωγή των 682 μονάδων. Ήταν το πρώτο συνεργαζόμενο με το SAGE – για το οποίο έχει γίνει ήδη λόγος – αναχαιτιστικό των ΗΠΑ, και το πρώτο που έφερε δικό του ηλεκτρονικό υπολογιστή.
To F-89H, σε υπηρεσία από το 1956, με νέο ΣΕΠ E-9 της Hughes, έφερε κολοσσιαία ακροπτερύγια ατρακτίδια με τρεις πυραύλους Hughes Falcon έκαστο (3 GAR-2 ή ΑΙΜ-4Β με αυτοκατεύθυνση υπερύθρων και μέγιστη εμβέλεια 9,7 χλμ, και 3 GAR-1 ή ΑΙΜ-4/4Α με ημιενεργό καθοδήγηση ραντάρ και όμοια μέγιστη εμβέλεια) και 21 ρουκέτες, για ένα ασύλληπτο άθροισμα 6 πυραύλων και 42 ρουκετών. Οι πύραυλοι Falcon ήταν τα πρώτα κατευθυνόμενα βλήματα αέρος – αέρος της ιστορίας, και παρήχθησαν αθροιστικά σε 10 παραλλαγές και δεκάδες χιλιάδες μονάδες. Με όλα αυτά τα μέσα όμως, το αεροσκάφος είχε γίνει όμως πλέον τόσο υπέρβαρο, που αποσύρθηκε ήδη το 1959, ανίκανο να έλθει σε θέση βολής κατά διηχητικού βομβαρδιστικού. Ως φυσική εξέλιξη, η εσχάτη έκδοση F-89J υιοθέτησε την περιβόητη πυρηνική ρουκέτα Douglas AIR-2A Genie, με κεφαλή W25 του 1,5 κιλοτόνου (1/10 της βόμβας της Χιροσίμα) ως οπλισμό της, πάντα για αναχαίτιση σε τροχιά σύγκρουσης.
Ως το πρώτο αναχαιτιστικό κατευθυνομένων πυραύλων και το πρώτο αναχαιτιστικό με οπλισμό πυρηνικά όπλα αέρος – αέρος, το F-89 δικαίως έχει περίοπτη θέση στην ιστορία, αν και λησμονημένο σήμερα.
Τέλος, το καναδικό σκέλος της δύναμης αεροσκαφών αναχαίτισης της NORAD αποτελούσε ένας τεράστιος αριθμός (13 μοίρες) των υποηχητικών, ευθείας πτέρυγος, μακράς εμβελείας διθέσιων δικινητήριων αναχαιτιστικών Avro Canada CF-100 Canuck, μοναδικού αμιγώς καναδικής σχεδίασης μαχητικού που εισήλθε ποτέ σε παραγωγή (και μάλιστα με καναδικό κινητήρα). 692 αεροσκάφη παρήχθησαν συνολικά, εκ των οποίων 53 εξήχθησαν στο Βέλγιο. Το αξιόπιστο και μακρόβιο (20.000 ώρες πτήσεως δομική ζωή, έναντι αρχικού υπολογισμού 2.000 ωρών) παντός καιρού αεροσκάφος, οπλισμένο με συνδυασμό πολυβόλων των 0,5″ και ρουκετών των 2,75″, παρέμεινε σε υπηρεσία ως και τη δεκαετία του ’60, ξεπερνώντας το ομόλογό του F-89 Scorpion.
Συνεχίζεται…