Επιφυλακτικά έως αρνητικά αντιμετωπίζουν τα γαλλικά ΜΜΕ την επικράτηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις τουρκικές προεδρικές εκλογές.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει πλέον στη διάθεσή του χρόνο έως το 2028 για να επανασχεδιάσει την Τουρκία όπως εκείνος νομίζει, χτίζοντας μια δημοκρατία την οποία φαντάζεται «πιο θρησκευτική, πιο αυταρχική και πιο προσανατολισμένη προς τον Κόλπο, τη Ρωσία και την Κίνα». Αυτό επισημαίνει αναφερόμενη στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία η γαλλική εφημερίδα Le Monde σημειώνοντας πως «μετά από είκοσι χρόνια στην εξουσία, τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να τσαλακώσει το χάρισμά του. Ούτε ο αχαλίνωτος αυταρχισμός του (200.000 δικαστικές έρευνες έχουν ξεκινήσει για προσβολές του προέδρου) ούτε ο πληθωρισμός (44% κατά μέσο όρο ετησίως) που πλήττει σκληρά τον πληθυσμό».
Η επανεκλογή του για τρίτη θητεία επιβεβαιώνει την ιδιότητά του ως «αβύθιστου προέδρου» που έχει κατακτήσει την τέχνη της ανάκαμψης, σημειώνει η γαλλική εφημερίδα, υπογραμμίζοντας πως «μέσα σε είκοσι χρόνια, τον έχουμε δει να ξεπερνά τα πάντα: πολιτικές κρίσεις, μαζικές διαμαρτυρίες, σκάνδαλα διαφθοράς, απόπειρες στρατιωτικού πραξικοπήματος και την εγκατάλειψη των πρώην συνοδοιπόρων του».
Κατά την γαλλική εφημερίδα, ο Ερντογάν είναι «ένας λαϊκιστής ηγέτης με ισχυρές αυταρχικές ρίζες, ο οποίος στα είκοσι χρόνια της βασιλείας του έχει ενισχύσει σημαντικά τον έλεγχό του στη χώρα».
«Αυτή η δύναμη είναι πολιτική και ψυχολογική αλλά και υλική, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι 15 εκατομμύρια άνθρωποι – σε έναν συνολικό πληθυσμό 85 εκατομμυρίων – ζουν αποκλειστικά από την κοινωνική βοήθεια που διανέμεται από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), το “κρατικό κόμμα”, μια υπερδομή που παίζει με την υποτέλεια και τις πελατειακές σχέσεις», σχολιάζει η γαλλική εφημερίδα.
Από την πλευρά της, η εφημερίδα Journal de Dimanche επισημαίνει πως παρά τις πολυάριθμες επικρίσεις για την κατάσταση της οικονομίας, αλλά και για τη διαχείριση του σεισμού που έπληξε την Τουρκία τον Φεβρουάριο, ο Ερντογάν συνεχίζει να ενσαρκώνει έναν παράγοντα «σταθερότητας» στην Τουρκία.
O Ζαν Μαρκού, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ και ερευνητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών στην Κωνσταντινούπολη, επισημαίνει στην εφημερίδα την επιμονή του Τούρκου προέδρου, κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, στο «μεγαλείο της Τουρκίας», αναφέροντας ως επιχείρημα τον διπλωματικό ρόλο της χώρας «στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία, όπου οι μεσολαβητικές του προσπάθειες μεταξύ Κιέβου και Μόσχας του επέτρεψαν να τεθεί ξανά στο επίκεντρο του διπλωματικού παιχνιδιού. Η ίδια εφημερίδα αναφέρεται και στον γαμπρό του Ερντογάν, τον Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ, χαρακτηρίζοντάς τον «πρόσωπο του τουρκικού εξοπλισμού και όχι μόνο», ο οποίος «κατέληξε να αποκτήσει το στάτους του εθνικού ήρωα» και θα μπορούσε να προωθηθεί σε υψηλό αξίωμα ή να είναι υποψήφιος για την δημαρχία της Κωνσταντινούπολης.
Στις επιπτώσεις που ενδέχεται να υπάρξουν στις σχέσεις της Γαλλίας με την Τουρκία αναφέρεται εξάλλου ο αναλυτής Ζαν Ντομινίκ Μερσέ σε άρθρο του στην εφημερίδα Opinion υπογραμμίζοντας πως ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν θέλει να αναθερμάνει τις σχέσεις του με τον Ερντογάν, αλλά και ότι η Τουρκία, που γίνεται όλο και πιο εθνικιστική, είναι ένας δύσκολος, αλλά αναπόφευκτος εταίρος για την Γαλλία.
Όπως αναφέρεται, ο Μακρόν και ο Ερντογάν θα μπορούσαν να συναντηθούν την Πέμπτη 1 Ιουνίου, με αφορμή τη συνεδρίαση της νέας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στο Κισινάου της Μολδαβίας, ενώ θα ξαναβρεθούν επίσης στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11 και 12 Ιουλίου στο Βίλνιους της Λιθουανίας. Σύμφωνα με την γαλλική εφημερίδα, αντί για ισλαμιστής, ο επανεκλεγείς Ερντογάν θα είναι περισσότερο παρά ποτέ ένας εθνικιστής, αφού, όπως αναφέρει, δεν έχει ένα υπερεθνικό όραμα μιας κοινότητας πιστών, που θα υπερέβαινε τα συμφέροντα της Τουρκίας, ούτε είναι καθαρός ιδεολόγος, ακόμα κι αν διαθέτει σταθερές πεποιθήσεις.
Η εφημερίδα Liberation τέλος σε δημοσίευμά της με τίτλο “Ερντογάν forever”, υπογραμμίζει ότι ο Τούρκος ηγέτης είναι ένα μείγμα εθνικισμού και θρησκευτικού φονταμενταλισμού, υπογραμμίζοντας την αδυναμία της αντιπολίτευσης να τον ανταγωνιστεί αλλά και την απογοήτευση ενός μεγάλου τμήματος του τουρκικού πληθυσμού μετά τα τελικά αποτελέσματα.