Στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, η αεροπορική τεχνολογία αποτελούσε το μέτρο της εθνικής ισχύος. Οι υπερδυνάμεις ανταγωνίζονταν για την κυριαρχία στους ουρανούς, και το Ηνωμένο Βασίλειο, με τη μακρά παράδοσή του στην αεροναυπηγική, δεν μπορούσε να μείνει πίσω. Μέσα σε αυτό το κλίμα έντονης τεχνολογικής κούρσας, η English Electric, μια εταιρεία γνωστή για τις βιομηχανικές της καινοτομίες, ανέλαβε να δημιουργήσει ένα αεροσκάφος που θα άλλαζε το τοπίο της στρατιωτικής αεροπορίας: το πειραματικό English Electric P.1, τον πρόδρομο του θρυλικού μαχητικού Lightning.
Η ιστορία του P.1 ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν η Βασιλική Αεροπορία (RAF) αναζητούσε έναν διάδοχο για τα υποηχητικά μαχητικά της, όπως το Gloster Meteor και το de Havilland Vampire. Η εμφάνιση σοβιετικών βομβαρδιστικών, όπως το Tupolev Tu-4, και η απειλή ταχύτερων και μεγάλου υψομέτρου αεροσκαφών, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη για ένα μαχητικό ικανό να τα αναχαιτίζει.
Το 1947, το Υπουργείο Αεροπορίας εξέδωσε την προδιαγραφή ER103, ζητώντας ένα μαχητικό ικανό να επιτυγχάνει ταχύτητες Mach 1,5 και να επιχειρεί σε ύψη άνω των 50.000 ποδών. Η English Electric, αν και σχετικά νέα στον τομέα των μαχητικών, είχε πρόταση έχοντας ως επικεφαλής τον Teddy Petter, πρώην αρχισχεδιαστδή της Westland Aircraft.
Ο Petter και η ομάδα του επέλεξαν μια ριζοσπαστική προσέγγιση, με έμφαση στην αεροδυναμική καθαρότητα και την ισχυρή πρόωση. Το αποτέλεσμα ήταν ένα αεροσκάφος που, ακόμη και στην πειραματική του μορφή, έθεσε νέα πρότυπα για την εποχή του.
Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του P.1 ήταν η διάταξη των κινητήρων του. Αντί για τη συμβατική τοποθέτηση, το P.1 διέθετε δύο τοποθετημένους στην κάθετο, τροφοδοτούμενους από ένα τεράστιο αεραγωγό στο ρύγχος. Αυτή αν και μηχανικά πολύπλοκη, επέτρεπε τη δημιουργία ενός λεπτού, αεροδυναμικού προφίλ, μειώνοντας την οπισθέλκουσα και βελτιώνοντας την απόδοση σε υπερηχητικές ταχύτητες. Κινητήρας ήταν ο Rolls-Royce Avon, με μετακαυστήρα, που ως δίδυμο παρείχαν την απαραίτητη ισχύ για να ωθήσει το αεροσκάφος πέρα από το φράγμα του ήχου, φτάνοντας τελικά ταχύτητες Mach 2 στην εξέλιξή του ως Lightning. Τα πρώτα πρωτότυπα όμως, πέταξαν με κινητήρες Armstrong Siddeley Sapphire, καθώς ο Avon δεν ήταν ακόμη έτοιμος.
Η πτέρυγα του P.1 ήταν εξίσου καινοτόμα. Οι σχεδιαστές επέλεξαν μια με γωνία βέλους 60 μοιρών, που προσέφερε εξαιρετική απόδοση σε υψηλές ταχύτητες, ενώ διατηρούσε σταθερότητα σε χαμηλότερες ταχύτητες κατά την απογείωση και την προσγείωση. Η πτέρυγα ενσωμάτωνε προηγμένα πτερύγια και αεροδυναμικούς μηχανισμούς ελέγχου, που επέτρεπαν στο P.1 να διατηρεί ευελιξία παρά την υπερηχητική του εστίαση. Το σύστημα ελέγχου πτήσης, αν και αναλογικό για την εποχή, ήταν προηγμένο, με υδραυλικούς ενεργοποιητές που εξασφάλιζαν γρήγορες αποκρίσεις στις εντολές του πιλότου.
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό ήταν το ραντάρ Ferranti AI.23, σχεδιασμένο για αναχαίτιση σε όλες τις καιρικές συνθήκες, που δοκιμάστηκε στα μεταγενέστερα πρωτότυπα του P.1.
Η πρώτη πτήση του P.1, με το αρχικό πρωτότυπο (κωδικός WG760), πραγματοποιήθηκε στις 4 Αυγούστου 1954, στο αεροδρόμιο Boscombe Down, με τον δοκιμαστή Roland Beamont στα χειριστήρια. Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, το P.1 έσπασε το φράγμα του ήχου, καθιστώντας το το πρώτο βρετανικό αεροσκάφος που το κατάφερε σε οριζόντια πτήση. Αυτή η επιτυχία ενίσχυσε την εμπιστοσύνη της RAF και του Υπουργείου Αεροπορίας στο πρόγραμμα.
Ωστόσο, η ανάπτυξη του P.1 δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Η πρόσβαση στους κινητήρες για συντήρηση ήταν δύσκολη, και η θερμότητα που παρήγαγαν οι μετακαυστήρες προκαλούσε προβλήματα στη δομή του αεροσκάφους. Επιπλέον, η υψηλή κατανάλωση καυσίμου των κινητήρων και οι μικρές δεξαμενές, περιόριζαν την εμβέλεια του P.1, ένα πρόβλημα που παρέμεινε και στο τελικό μοντέλο Lightning. Οι πιλότοι δοκιμών ανέφεραν επίσης προβλήματα με τη σταθερότητα σε υπερηχητικές ταχύτητες, κάτι που απαιτούσε συνεχείς τροποποιήσεις στην αεροδυναμική του αεροσκάφους.
Ένα από τα πιο δραματικά περιστατικά κατά τη διάρκεια των δοκιμών συνέβη το 1955, όταν το δεύτερο πρωτότυπο, με κωδικό WG763, υπέστη απώλεια ελέγχου κατά τη διάρκεια μιας πτήσης υψηλής ταχύτητας. Ο πιλότος κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο, αλλά το περιστατικό υπογράμμισε την ανάγκη για περαιτέρω βελτιώσεις στα συστήματα ελέγχου πτήσης. Παρά τις δυσκολίες, η ομάδα της English Electric εργάστηκε ακούραστα για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα, εισάγοντας τροποποιήσεις όπως ενισχυμένες πτέρυγες και βελτιωμένους μετακαυστήρες.
Η επιτυχία των δοκιμών του P.1 (με συνολικά 6 πρωτότυπα, 3 P.1A και 3 P.1B) οδήγησε στην ανάπτυξη του English Electric Lightning, το οποίο εισήλθε σε υπηρεσία με τη RAF το 1960. Το Lightning ενσωμάτωνε βελτιώσεις όπως πιο ισχυρούς κινητήρες, προηγμένα ηλεκτρονικά και οπλισμό, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων Firestreak. Αυτό έγινε το κύριο μαχητικό αναχαίτισης της RAF κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, γνωστό για την ασυναγώνιστη ταχύτητα ανόδου του και την ικανότητά του να φτάνει ταχύτητες Mach 2.
Η κληρονομιά του English Electric P.1 εκτείνεται πέρα από το Lightning. Το πρόγραμμα συνέβαλε στην τεχνολογική πρόοδο της βρετανικής αεροναυπηγικής, παρέχοντας πολύτιμα δεδομένα για την αεροδυναμική, την πρόωση και τα ηλεκτρονικά συστήματα. Οι γνώσεις που αποκτήθηκαν από τις δοκιμές του P.1 επηρέασαν άλλα βρετανικά προγράμματα, όπως το BAC TSR-2 και ακόμη και το Concorde, το οποίο επωφελήθηκε από την έρευνα σε υπερηχητικές πτήσεις.
Σήμερα, τα εναπομείναντα πρωτότυπα του P.1, όπως το WG760 που εκτίθεται στο μουσείο της RAF στο Cosford, αποτελούν μνημεία της εποχής που η Βρετανία ονειρευόταν να κυριαρχήσει στους ουρανούς.