Ένα από τα πιο κρίσιμα στοιχεία του οπλοστασίου του Αμερικανικού Ναυτικού είναι οι πύραυλοι cruise, οι οποίοι έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο διεξαγωγής ναυτικών επιχειρήσεων, επιτρέποντας πλήγματα ακριβείας σε μεγάλες αποστάσεις χωρίς την ανάγκη έκθεσης των πλοίων του σε άμεσο κίνδυνο. Και εδώ η πρωτοβουλία για ανάπτυξη ενός νέου πύραυλου cruise, του SLCM-N (Submarine-Launched Cruise Missile – Nuclear) θα αποτελέσει την πυρηνική προσθήκη σε αυτό το οπλοστάσιο, σε μια εποχή που οι γεωπολιτικές εντάσεις κλιμακώνονται.

Η ιστορία των αμερικανικών ναυτικών πυραύλων cruise, ξεκινά τη δεκαετία του 1970, όταν το πρόγραμμα του πυραύλου Tomahawk έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη τεχνολογία του είδους. Οι cruise διαφέρουν από τους βαλλιστικούς, καθώς πετούν με προφίλ πτήσης “αεροπορικού” τύπου, συνήθως σε χαμηλό ύψος, με χρήση πτερυγίων και κινητήρων τουρμποτζέτ. Ενώ είναι εξοπλισμένοι με προηγμένα συστήματα πλοήγησης, όπως το TERCOM (Terrain Contour Matching) και το GPS, που τους επιτρέπουν να πλήττουν στόχους με εξαιρετική ακρίβεια, αποφεύγοντας τα εχθρικά ραντάρ και την αεράμυνα.

Η πρώτη έκδοση Tomahawk, ο BGM-109A, γνωστός και ως TLAM-N (Tomahawk Land-Attack Missile – Nuclear), ήταν εξοπλισμένη με πυρηνική κεφαλή W80 (ισχύος έως 150 κιλοτόνων), ικανή να πλήττει στρατηγικούς στόχους σε αποστάσεις έως 2.500 χιλιομέτρων. Αυτή η ικανότητα κατέστησε τον TLAM-N βασικό στοιχείο της στρατηγικής αποτροπής του Αμερικανικού Ναυτικού κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς επέτρεπε επιχειρήσεις από πλοία επιφανείας, όπως τα καταδρομικά κλάσης Ticonderoga και τα αντιτορπιλικά κλάσης Spruance.
Οι μεταγενέστερες εκδόσεις, όπως οι BGM-109C και D, επικεντρώθηκαν σε συμβατική κρούση, με πολεμική κεφαλή είτε ενιαία είτε διασποράς πυρομαχικών, ενώ η έκδοση BGM-109B σχεδιάστηκε για αντιπλοϊκές αποστολές. Ο Tomahawk χρησιμοποιήθηκε εκτενώς σε συγκρούσεις, όπως οι Πόλεμοι του Κόλπου το 1991 και το 2003, σε επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, καθώς και σε κρούσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία. Ενώ είδαμε και πολύ πρόσφατα, την εξαπόλυση τους κατά πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν.

Ωστόσο, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1991, η μείωση των γεωπολιτικών εντάσεων οδήγησε σε επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων του Ναυτικού των ΗΠΑ, με την κυβέρνηση Τζορτζ Μπους πατρός, να αποσύρει από την υπηρεσία τα τακτικά πυρηνικά όπλα μικρού-μεσαίου βεληνεκούς, ενώ το 2010, η κυβέρνηση Ομπάμα αποφάσισε την οριστική απόσυρση του αποθέματος TLAM-N που είχε διατηρηθεί.
Η απόφαση αυτή βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η πυρηνική αποτροπή μπορούσε να επιτευχθεί μέσω άλλων μέσων, όπως οι βαλλιστικοί πύραυλοι Trident, που εκτοξεύονται από υποβρύχια κλάσης Ohio, και τα στρατηγικά βομβαρδιστικά, όπως το B-2 Spirit.
Η επιστροφή των πυρηνικών cruise
Η ανάγκη για τον SLCM-N προέκυψε από την Εθνική Αμυντική Στρατηγική του 2018 επί πρώτης θητείας Τραμπ, η οποία ανέδειξε την επιστροφή του εξοπλιστικού ανταγωνισμού μεγάλης ισχύος με τη Ρωσία και την Κίνα. Έτσι η αναθεώρηση της Πυρηνικής Πολιτικής (Nuclear Posture Review) του 2018, συνέστησε την ανάπτυξη ενός νέου πυραύλου cruise, ικανού να εκτοξεύεται από υποβρύχια, με σκοπό την ενίσχυση της τακτικής πυρηνικής αποτροπής.

Η Ρωσία διαθέτει μια σειρά από αντίστοιχα τακτικά πυρηνικά όπλα, όπως ο πύραυλος Kh-55SM, με βεληνεκές 3.000 χιλιομέτρων και ικανότητα μεταφοράς πυρηνικών κεφαλών ισχύος έως 200 κιλοτόνων, ενώ η Κίνα έχει επεκτείνει το πυρηνικό της οπλοστάσιο, με πυραύλους όπως ο CJ-20. Παράλληλα, χώρες όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν συνεχίζουν να αναπτύσσουν πυρηνικές δυνατότητες, αυξάνοντας την ανάγκη για ευέλικτα όπλα που μπορούν να ανταποκριθούν σε περιφερειακές απειλές.
Ο SLCM-N θεωρητικά θα παρέχει μια «χαμηλής απόδοσης» τακτική πυρηνική επιλογή, ικανή να αποτρέπει συγκρούσεις χωρίς να κλιμακώνεται σε ολοκληρωτικό πυρηνικό πόλεμο. Η έννοια της «χαμηλής απόδοσης» αναφέρεται σε πυρηνικές κεφαλές με ισχύ σημαντικά μικρότερη από αυτή των στρατηγικών όπλων.
Πάντως η εξέλιξη του νέου πυραύλου δεν είναι “ανέφελη” πολιτικά. Επί προεδρίας Μπάιντεν η πρόθεση ήταν να ακυρωθεί το όλο θέμα, οπότε η χρηματοδότηση για την ανάπτυξη ήταν ελάχιστη, και γινόταν με την παρέμβαση του Κογκρέσου που ήθελε να διατηρήσει το σχετικό πρόγραμμα. Το βασικό επιχείρημα πάντως των “οπαδών” του πυραύλου ήταν πως εφόσον αναπτυσσόταν και ήταν μόνιμα φορτωμένο σε ναυτικές πλατφόρμες, θα επέτρεπε την άμεση “απάντηση” σε οποιαδήποτε γεωπολιτική κρίση (καθώς το Αμερικανικό Ναυτικό είναι σε δράση στο σύνολο του πλανήτη), χωρίς να χρειάζεται να κινητοποιηθούν αεροπορικά μέσα για να μεταφέρουν αντίστοιχα “συμβατικά πυρηνικά”.

Βασικός φορέας του SLCM-N θα είναι τα τα επιθετικά υποβρύχια κλάσης Virginia με το σύστημα κάθετης εκτόξευσης VLS (Vertical Launch System), ιδανικά για αποστολές σε εχθρικά περιβάλλοντα, όπως ο Ινδο-Ειρηνικός ή η Μαύρη Θάλασσα. Το όπλο λογικά θα μπορεί να αξιοποιηθεί και από τα αντιτορπιλικά Arleigh Burke, που φέρουν κελιά εξαπόλυσης Mk41 Strike Length, από όπου χρησιμοποιούνται ήδη οι συμβατικοί Tomahawk, που παραμένουν στο οπλοστάσιο.

Από τεχνική άποψη…
Η συνέχεια στο Naval Defence