Σε ρόλο strike τα F-84F θα πετούσαν χαμηλά και γρήγορα για να πλήξουν τους στόχους τους: στρατηγεία, κέντρα επικοινωνιών και εφοδιασμού, αποθήκες, κομβικά σιδηροδρομικά κέντρα και σταθμούς, αεροδρόμια, ναυστάθμους ή συγκεντρώσεις στρατευμάτων. Τους ίδιους στόχους όμως είχε και ο αντίπαλος. Ήταν η αλάνθαστη (;) λογική της Αμοιβαίας Εξασφαλισμένης Καταστροφής (Mutual Assured Destruction) που χαρακτήριζε την ψυχροπολεμική ισορροπία του τρόμου. Δύσκολα το δόγμα MAD θα μπορούσε να είχε πιο πετυχημένο ακρωνύμιο.
Οι 30 χειριστές που είχαν επιλεγεί από διάφορες Μοίρες της ΕΒΑ για να στελεχώσουν την πρώτη ελληνική Μοίρα πυρηνικής κρούσης άρχισαν την εκπαίδευσή τους στο αεροδρόμιο της Λάρισας. Ξεκινούσαν αρχικά με μια 450άρα δεξαμενή καυσίμου για να δουν πώς συμπεριφερόταν και επιτάχυνε το αεροπλάνο όταν πυροδοτούντο τα JATO, κατόπιν πετούσαν με τρεις εξωτερικές δεξαμενές –μια 450άρα, δύο 230άρες και τέσσερα JATO– και στο τέλος φόρτωναν το ομοίωμα του ατομικού όπλου, γνωστό ως «Blue Boy» βάρους 1.680 λιβρών.
Η εκπαίδευση ήταν ίδια σε όλες τις πυρηνικές Μοίρες του ΝΑΤΟ. Οι πιλότοι εκτελούσαν combat profile πανομοιότυπο με αυτό που προέβλεπε το LSP (Launch Sequence Plan, το Σχέδιο Διαδοχικής Απογειώσεως αεροσκαφών strike) για να μεταβούν στον στόχο σε χαμηλό ύψος. Για την προσβολή των στόχων υπήρχαν δύο τακτικές: από χαμηλό ύψος με τον ελιγμό LABS και από μεγαλύτερο ύψος με την μέθοδο HABS.
Το LABS (Low Altitude Bombing System) ή «over the shoulder» όπως ήταν επίσης γνωστός ο ελιγμός –οι Αμερικανοί τον έλεγαν «the Idiot’s Loop» για… προφανείς λόγους– προέβλεπε χαμηλή προσέγγιση στα 50 πόδια με ταχύτητα τουλάχιστον 500 κόμβων. Έχοντας τον στόχο εν όψει, ο χειριστής τράβαγε 4 g εκτελώντας μισό loop και μόλις η γωνία από τον στόχο έφθανε τις 115 μοίρες, το γυροσκόπιο του συστήματος LABS (το οποίο παρέμενε σταθερό κατά την περιστροφή του αεροπλάνου) έκανε επαφή με μια ακίδα και έδινε ρεύμα στο σύστημα άφεσης της βόμβας.
Με το αεροσκάφος-φορέα περίπου στα 7.500 πόδια, το όπλο άφηνε τον πυλώνα διατηρώντας ανοδική πορεία, διέγραφε μια παραβολική τροχιά ως τα 14.000-15.000 πόδια και άρχιζε την πτώση του προς τον στόχο την ώρα που το F-84F, με φουλ στοιχεία κινητήρα, γύριζε και έσπευδε να εξαφανισθεί όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε ο J65 για «safe separation», τον ασφαλή διαχωρισμό του από το σημείο εκρήξεως της βόμβας και το θερμικό και ωστικό κύμα που θα ακολουθούσαν.
Με την μέθοδο προσβολής HABS (High Altitude Bombing System) το αεροσκάφος προσέγγιζε στα 20.000 πόδια, εκτελούσε άνοδο ως τα 23.000, κατόπιν βύθιζε και στα 14.500-15.000 πόδια, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, άφηνε το όπλο με βύθιση 30-45 μοιρών για να αποκτήσει ταχύτητα και να διανύσει μεγαλύτερη απόσταση. Με την ταχύτητα που είχε, ο χειριστής συνέχιζε την βύθιση, έστρεφε μερικές μοίρες για να απομακρυνθεί όσο περισσότερο γινόταν μέχρι να εκραγεί το όπλο και αποχωρούσε φροντίζοντας να διατηρεί μια απόσταση 10 μιλίων που είχε ορισθεί ως safe separation.
Ένα αεροπλάνο, ένας στόχος
Σε περίπτωση (πυρηνικού) πολέμου οι χειριστές θα πετούσαν μόνοι. Ένα αεροπλάνο, ένας στόχος. Άλλα αεροσκάφη θα έπλητταν άλλους στόχους, το κάθε ένα εκείνον που του είχε ανατεθεί. H 335 ΜΚ είχε 17 αυτόματους στόχους πρώτης προτεραιότητας στο LSP, επιλεγμένους και καθορισμένους από το Γραφείο Πληροφοριών του ΝΑΤΟ που είχε και την ευθύνη του targeting. Αντί για όνομα, κάθε στόχος χαρακτηριζόταν από έναν κωδικό αποτελούμενο από ένα γράμμα κι έναν τετραψήφιο αριθμό π.χ Ζ1537. Αυτό αρκούσε για να γίνει σκόνη…
Οι στόχοι είχαν κατανεμηθεί γεωγραφικώς, δηλαδή που προσφερόταν να χτυπήσουν τα ελληνικά αεροπλάνα εν σχέσει με άλλα αεροσκάφη κρούσης της Συμμαχίας. Οπλισμένα με ένα ατομικό όπλο Mk 7 τα ελληνικά F-84F θα πετούσαν στην Βουλγαρία και την νότιο Ρουμανία για να εξαπολύσουν τον πυρηνικό όλεθρο, φθάνοντας μέχρι και την Κριμαία. Ακόμη και αν δεν υπήρχε Μοίραρχος να δώσει διαταγές ή είχε προσβληθεί το αεροδρόμιο, οι χειριστές είχαν τέτοια εκπαίδευση ώστε η αποστολή θα εκτελείτο σύμφωνα με τις διαδικασίες έστω και με έναν ιπτάμενο και ένα αεροπλάνο εν ενεργεία.
Κάθε πιλότος γνώριζε απόλυτα τον στόχο που του είχε ανατεθεί αφού είχε μελετήσει άπειρες φορές τον ειδικό φάκελλο (target folder) με όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες γι’ αυτόν: χάρτες, λεπτομέρειες και χαρακτηριστικά σημεία της πορείας που θα ακολουθείτο, φωτογραφίες ή και αεροφωτογραφίες για ορισμένους στόχους ιδιαιτέρως σημαντικούς, πίνακες επαλήθευσης κωδικών, ισχύς μεταφερομένου όπλου, σημειώσεις για άλλες προγραμματισμένες ατομικές εκρήξεις στην περιοχή, εναλλακτικά αεροδρόμια προσγείωσης, τα πάντα. Κάποιες αεροφωτογραφίες είχαν ληφθεί από την 348 ΜΤΑ, άλλες προερχόταν από τους Συμμάχους. Αν ο συγκεκριμένος στόχος δεν υπήρχε πια, θα έπαιρνε τον στόχο κάποιου άλλου χειριστή και θα ενημερωνόταν από τον σχετικό φάκελλο.
Εν πτήσει προς τον στόχο τα F-84F θα κατανάλωναν καύσιμο πρώτα από τις εξωτερικές (outboard) δεξαμενές τις οποίες θα απέρριπταν μόλις άδειαζαν για να έχει το αεροσκάφος μικρότερη οπισθέλκουσα και κατόπιν από την δεξαμενή των 450 λίτρων στον δεξιό inboard πυλώνα. Αν κατά την άφιξη στην περιοχή του στόχου η 450άρα δεν είχε αδειάσει, ο χειριστής θα έκανε άφεση του όπλου και θα χρησιμοποιούσε το καύσιμο για την επιστροφή.
Σε περίπτωση που λόγω μεγάλων αποστάσεων ή αντίθετο άνεμο το καύσιμο δεν επαρκούσε, οι πιλότοι γνώριζαν βάσει σχεδίων πού θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν. Σύμφωνα με τα σχέδια, το 80% ή 90% των αποστολών προβλεπόταν να έφθαναν σε κάποιο αεροδρόμιο. Όμως η κυρία προσπάθεια ήταν η άφεση του ατομικού όπλου στον προκαθορισμένο στόχο, όχι η επιστροφή του αεροπλάνου.
Strike pilots
Το ΙΡ (Initial Point) κάθε πυρηνικού στόχου ήταν ένα εύκολα αναγνωρίσιμο εδαφικό χαρακτηριστικό, τουλάχιστον 60 δευτερόλεπτα από το σημείο όπου θα εκτελείτο η άφεση του Ειδικού Όπλου. Από το ΙΡ ως τον στόχο δεν επιτρέποντο στροφές ή αλλαγή ύψους πτήσης, μόνο απειροελάχιστες διορθώσεις καθώς το αεροσκάφος πετούσε ήδη με 500 κόμβους, την προβλεπόμενη ταχύτητα προσβολής.
Έτσι ο πιλότος είχε χρόνο να ενεργοποιήσει τους σχετικούς διακόπτες και να αφοσιωθεί στον ελιγμό άφεσης του όπλου. Αμερικανοί χειριστές δήλωναν ότι προτιμούσαν να έχουν ενεργοποιήσει τους διακόπτες πολύ πριν φθάσουν στο ΙΡ προκειμένου να εντοπίσουν απερίσπαστοι το σημείο έναρξης του ελιγμού LABS.
Όταν ένα πυρηνικό όπλο εκρήγνυται, η θερμότητα που εκλύεται είναι τεράστια και η λάμψη εκτυφλωτική, «σαν να έσκαγαν χίλιοι ήλιοι» όπως έχει ειπωθεί. Τα αποτελέσματα της έκρηξης εντείνονται ακόμη περισσότερο αν το όπλο εκραγεί κάτω από την βάση νεφών καθώς η συννεφιά πολλαπλασιάζει την αντανάκλαση της λάμψης μέσα στο κόκπιτ.
Ακόμη και το μαύρο κάλυμμα του πίνακα οργάνων θα αντανακλούσε αρκετή λάμψη και θερμότητα για να προκαλέσει μόνιμη τύφλωση και εγκαύματα μέσα από την φόρμα πτήσης του χειριστή. Γι’ αυτό, εφόσον υπήρχε δυνατότητα οι πιλότοι strike φρόντιζαν να σχεδιάζουν το CPM προς τον στόχο έτσι ώστε μετά την άφεση του όπλου να κρυφτούν πίσω από κάποιον λόφο πριν την επικείμενη έκρηξη.
Στους Αμερικανούς πιλότους μάλιστα χορηγείτο πριν την αποστολή ένα ειδικό μαύρο κάλυμμα με επικάλυψη μολύβδου το οποίο θα φορούσαν πάνω από το «καλό» τους μάτι μετά την άφεση του όπλου, για προστασία από την λάμψη της πυρηνικής έκρηξης. Εξαπολύοντας το όπλο θα ανέφεραν από την συχνότητα UHF: (χαρακτηριστικό κλήσης) off on top, hot, (όνομα του στόχου) ενημερώνοντας πως η αποστολή εξετελέσθη.
Οι προσβολές θα γίνονταν βάσει του concept των multiple strikes, των πολλαπλών πληγμάτων. Κάθε στόχος, αναλόγως της θέσης του και της άμυνας που είχε, θα επλήττετο από διάφορα οπλικά συστήματα –αεροπλάνα strike από μικρό ύψος, Β-52 και Β-58 της SAC, πυραύλους εδάφους-εδάφους, πυραύλους από υποβρύχια– προκειμένου να επιτευχθεί επιθυμητό ποσοστό καταστροφής (destruction expectancy) της τάξης του 85% και άνω.
Η επιλογή διαφορετικών φορέων πυρηνικών όπλων εξασφάλιζε το ολοκαύτωμα ασχέτως της επιβιωσιμότητος του χρησιμοποιούμενου μέσου. Το Σχέδιο Διαδοχικών Απογειώσεων (Launch Sequence Plan) εξασφάλιζε ότι τα αεροσκάφη strike θα έφθαναν στην περιοχή του στόχου με διαχωρισμό τουλάχιστον 15 λεπτών μεταξύ του ενός μέσου από το άλλο ώστε να μην επηρεαστούν οι χειριστές από την έκρηξη του προηγηθέντος πλήγματος.
Αυτό σήμαινε ότι οι πιλότοι ενδεχομένως θα πετούσαν μέσα στο ραδιενεργό νέφος της προηγηθείσας έκρηξης. Αλλά και αυτό είχε προβλεφθεί: οι χειριστές είχαν στην φόρμα πτήσης τους ατομικά δοσίμετρα και μόλις επέστρεφαν –όσοι επέστρεφαν– θα οδηγούντο σε καταιωνιστήρες όπου θα έκαναν μπάνιο για να απολυμανθούν και θα άλλαζαν ρούχα. Μετά θα τους μετρούσαν για να διαπιστώσουν την δόση ραδιενέργειας που είχαν πάρει και όταν έφθαναν στο όριο κινδύνου απλώς θα τους απέσυραν από τις αποστολές. Λογικό, έτσι;
Αλέξανδρος Θεολόγου