Μια μεσαίας έντασης «μάχη» αλλά με σοβαρό στρατηγικό και πολιτικό βάθος διεξάγεται αυτή την εποχή στη Ουάσιγκτον όπου συζητείται στα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ ο νέος προϋπολογισμός του Αμερικανικού Ναυτικού. Το μεν Ναυτικό δηλώνει πως θέλει να περικόψει διάφορες δαπάνες εξοπλισμού, όπως την αγορά νέων μαχητικών F/A-18Ε/F Super Hornet, να αποσύρει αρκετά πλοία (ανάμεσα τους τα καταδρομικά Ticonderoga αλλά και κάποια LCS κλάσης Freedom) ώστε να κατευθύνει τα αντίστοιχα κονδύλια σε νέες τεχνολογίες και κατασκευές.
Από την άλλη οι Αμερικανοί γερουσιαστές και βουλευτές έχουν στην κυριολεξία «πατήσει πόδι» και αμφισβητούν τόσο τα τρέχοντα πλάνα του Ναυτικού όσο και τον μακρόχρονο προγραμματισμό του. Έτσι πιέζουν νομοθετικά για την αγορά το 2022 ακόμη 12 μαχητικών Super Hornet, παρόλο που το Ναυτικό δηλώνει πως δεν τα θέλει, ενώ ενέκριναν την κατασκευή ενός ακόμη αντιτορπιλικού Arleigh Burke ενώ το Ναυτικό είχε ζητήσει για το 2022 μόνο ένα.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Boeing F/A-18E/F Super Hornet, το μαχητικό με το οποίο πολεμά το USN
Η κατάσταση έχει οξυνθεί αρκετά καθώς στελέχη του Ναυτικού κατηγορούν ευθέως πλέον την αμυντική βιομηχανία της χώρας ότι επηρεάζει γερουσιαστές και βουλευτές, ώστε να προωθήσει αγορές οπλικών συστημάτων που βολεύουν τους κατασκευαστές και όχι την ναυτική άμυνα. Η κατηγορία εκτοξεύθηκε πριν λίγες μέρες από τον ναύαρχο Mike Gilday, επικεφαλής Ναυτικών Επιχειρήσεων, ο οποίος τόνισε πως προτεραιότητα έχει η ετοιμότητα των ναυτικών δυνάμεων, η εκπαίδευση και μετά η χωρητικότητα νέων πλοίων. Για το Ναυτικό το ζήτημα είναι πολύπλοκο καθώς βλέπουν την ανάγκη να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες -μερικές από αυτές ιδιαίτερα εξωτικές όπως τα πυροβόλα laser, τα μη επανδρωμένα πλοία και υποβρύχια- ταυτόχρονα όμως πρέπει να καταφέρουν να συντηρήσουν τον υπάρχοντα στόλο σε δράση χωρίς τεράστια κενά επισκευών, μετασκευών και αναβαθμίσεων, αλλά και να σχεδιάσουν από σήμερα ικανοποιητικές απαντήσεις απέναντι σε μια πολύ δυναμική Κίνα, η οποία στην κυριολεξία ρίχνει κάθε εβδομάδα ένα πολεμικό πλοίο στο νερό.
Επίσης για τους Αμερικανούς ναυάρχους είναι μάλλον προφανές πως φιλόδοξοι στόχοι για «Ναυτικό των 500 ή 600 πλοίων», όπως είχαν ανακοινωθεί από την κυβέρνηση Τραμπ, δεν στέκουν καθώς απαιτούν κονδύλια που το ίδιο το Κογκρέσο δεν θα εγκρίνει ποτέ.
Από την πλευρά της πολιτικής αρένας, γερουσιαστές και βουλευτές υπερασπίζονται τις νέες αγορές οπλικών συστημάτων που… τυχαία κατασκευάζονται στις πολιτείες τους, και δίνουν δουλειά στους ψηφοφόρους τους. Το θέμα όμως δεν είναι τόσο επιφανειακό, καθώς για πολλές περιοχές των ΗΠΑ για κλάδους ολόκληρους εργαζομένων όπως και και για πολλές μικρομεσαίες βιομηχανίες οι αμυντικές παραγγελίες είναι το βασικό τους έσοδο, με πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας να εξαρτώνται από αυτές, θέσεις με αξιοπρεπείς μισθούς κιόλας: κάτι κρίσιμο στις ΗΠΑ όπου παρά την ανάπτυξη των τελευταίων ετών τα εισοδήματα της εργατικής και μεσαίας τάξης είτε έχουν καθηλωθεί είτε και μειωθεί. Επίσης, πολλοί πολιτικοί έχουν υπηρετήσει στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας ή μετέχουν πολλά χρόνια σε σχετικές κοινοβουλευτικές επιτροπές και έχουν σαφή άποψη για το πως θα πρέπει να εξελιχθούν τα εξοπλιστικά προγράμματα όλων των κλάδων, συνδυάζοντας τη δική τους αντίληψη για τις απειλές (τρέχουσες και μελλοντικές) που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ.
Το παράδειγμα των Super Hornets είναι το πιο προφανές. Το μαχητικό για το Ναυτικό δεν είναι ζητούμενο, καθώς αν αγοραστεί εκ νέου του χρόνου (ή και τα επόμενα χρόνια) θα υπηρετεί τουλάχιστον μέχρι το 2055-60. Δηλαδή σε εποχές που θα είναι σίγουρα τελείως ξεπερασμένο. Ταυτόχρονα όπως δήλωσε ο υποναύαρχος Andrew Loiselle, είναι καλύτερο και φθηνότερο να αναβαθμιστούν κάποια αεροσκάφη για να παραμείνουν σύγχρονα παρά να αγοράζονται καινούργια, αναφέροντας μάλιστα πως τα χρήματα που κοστίζει ένα νέο F/A-18 Ε/F επαρκούν για τρεις κύκλους αναβάθμισης ενός υπάρχοντος. Το σκεπτικό δηλαδή προωθεί μια τακτική αναβάθμισης μέχρι να έχει νόημα και μετά απόσυρση. Μάλιστα, σύμφωνα με το Αμερικανικό Ναυτικό περισσότερα κονδύλια πρέπει να πάνε προς την ανάπτυξη του μαχητικού 6ης γενιάς, το γνωστό πρόγραμμα Next Generation Air Dominance (NGAD). Η πρόθεση αυτή δείχνει -έμμεσα- πως ούτε το 4ης γενιάς Super Hornet, αλλά ούτε και το 5ης F-35C που ήδη προμηθεύεται το Ναυτικό, θεωρούνται επαρκή για τις προκλήσεις του μέλλοντος και απαιτείται νέο τεχνολογικό άλμα. Όπου βέβαια αυτό έχει και υψηλότατα ρίσκα, καθώς όπως ήδη έχει φανεί από το F-35, ένα νέο όπλο μπορεί να υπόσχεται εξαιρετικές επιδόσεις και ριζοσπαστικές αλλαγές στις τακτικές μάχης, αλλά μπορεί παράλληλα να χρειαστεί δεκαετίες εξέλιξης και αναβάθμισης για να καταφέρει να τις παρέχει αποδοτικά, με το κόστος να αυξάνεται γεωμετρικά.
Πως θα λήξει η «μάχη» Ναυτικού και πολιτικών; Τον προϋπολογισμό τον ψηφίζει το Κογκρέσο οπότε από τώρα γνωρίζουμε πως στο σημαντικό παζάρι που γίνεται στα παρασκήνια -και στο προσκήνιο- είναι η κοινοβουλευτική θέση που μαζί με τα λόμπι των αμυντικών εταιριών θα καθορίσει το αύριο. Για το μεθαύριο και για τα πολλά ερχόμενα χρόνια, αυτό που υποθέτουμε ότι θα συμβεί είναι το Αμερικανικό Ναυτικό -μέσα στη δική του γραφειοκρατία και την αδυναμία να προτείνει μια σαφή επίλυση- να αρχίσει να παίρνει αυτό που θέλει, εφόσον το ξεκαθαρίσει, μέσα από διαπραγματεύσεις με τους κατασκευαστές και τους πολιτικούς. Αλλά ήδη το ισχυρότερο (προς το παρόν) Ναυτικό του κόσμου μετρά μια σειρά από σοβαρές αποτυχίες και αστοχίες: από την καθυστέρηση να λυθούν τα προβλήματα του νέου αεροπλανοφόρου USS Gerald R. Ford, από την ανατροπή του προγράμματος των LCS για τα οποία ακόμη αναζητείται ρόλος, από την αδυναμία μείωσης του κόστους κατασκευής νέων υποβρυχίων, την αποτυχία των υπερκαταδρομικών Zumwalt και τόσα ακόμη.