Το CAC «Woomera» ήταν ένα κατακόρυφης εφόρμησης βομβαρδιστικό και τορπιλοφόρο που σχεδιάστηκε από τον Lawrence J. Wackett, τον επωνομαζόμενο πατέρα της αυστραλιανής αεροπορικής βιομηχανίας. Η εξάπλωση των ιαπωνικών δυνάμεων στον Ειρηνικό Ωκεανό κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έθετε σε κινδύνους και την Αυστραλία, της οποίας η άμυνα βασιζόταν κυρίως στη βρετανική και αμερικανική υποστήριξη, λόγω των οικονομικών δυσχερειών της να δημιουργήσει δική της βαρειά βιομηχανία.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/04/Sir-Lawrence-James-Wackett.jpg)
Λόγοι δημιουργίας του νέου αεροσκάφους
Παρ’όλα αυτά, αυτόχθονα όπλα κατασκευάστηκαν, μεταξύ των οποίων και το δικινητήριο «Woomera» που προοριζόταν για να στελεχώσει τις τάξεις της Βασιλικής Αυστραλιανής Πολεμικής Αεροπορίας (RAAF), όταν τα τορπιλοφόρα Bristol Beauforts δεν παρελήφθησαν τελικώς, όπως αναμενόταν το 1939. Ο λόγος είναι πως η παραγωγή τους αργοπορούσε από τη μια, ενώ από την άλλη ο πόλεμος έπαιρνε νέα τροπή με τη αποφασιστικότητα των Γερμανών να καταλάβουν τη Βρετανία μέσω της επιχείρησης «Θαλάσσιος λέων». Γι’ αυτό ξεκίνησαν να προετοιμάζουν το έδαφος με τις μαζικές αεροπορικές επιδρομές κατά τη Μάχη της Αγγλίας.
Εξ αιτίας της καταστάσεως, υλικά και φυσικοί πόροι δεσμεύτηκαν για τις ανάγκες των βρετανικών νήσων, υποχρεώνοντας έτσι τους Αυστραλούς να πολεμήσουν με δικά τους μέσα. Την εποχή που η αυστραλιανή κυβέρνηση είχε ζητήσει την αγορά των δικαιωμάτων του Bristol Beaufort για εγχώρια παραγωγή, η Commonwealth Aircraft Corporation (CAC) – ιδρυθείσα τον Οκτώβριο του 1936 – εργαζόταν επάνω σε ένα ανταγωνιστικό σχέδιο, σκοπεύοντας στη βελτίωση του συγκεκριμένου βρετανικού βομβαρδιστικού ώστε να εξασφαλίσει ένα επικερδές συμβόλαιο. Ως εκ τούτου, παρουσίασε ένα παρόμοιο σχέδιο ενός δικινητήριου χαμηλοπτέρυγου, το CA-4 «Woomera», με τριμελές πλήρωμα: πιλότο, βομβαρδιστή/πλοηγό και αμυντικό πυροβολητή. Το αεροσκάφος αντλεί το όνομά του από κάποιο αντικείμενο που χρησιμοποιούσαν γηγενείς φυλές για τη ρίψη των ακοντίων τους.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/04/ca4-cockpit.jpg)
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα σχεδιαστικά στοιχεία του ήταν η τεχνολογία σφραγίσεως των πτερύγων που τις μετέτρεπε σε δεξαμενές καυσίμων, μειώνοντας έτσι το συνολικό του βάρος. Μια δεύτερη αξιοπρόσεκτη πτυχή του ήταν ο αμυντικός τηλεχειριζόμενος πυργίσκος (ένας πίσω από κάθε ατρακτίδιο κινητήρα) με δύο πολυβόλα των 0,303 ιντσών και σκόπευση μέσω περισκοπίου από τη θέση του οπισθίου πυροβολητού. Το αεροπλάνο τροφοδοτείτο με δύο αστεροειδείς κινητήρες Pratt & Whitney Twin Wasp R-1830-S3CS των 1.200 ίππων έκαστος. Ως επιθετικό οπλισμό, έφερε τέσσερα πολυβόλα των 0,303 ιντσών στο ρύγχος, ενώ διέθετε και δυνατότητα ταυτόχρονης μεταφοράς τορπιλών και βομβών. Μπορούσε επίσης να δεχθεί και εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου για αύξηση της εμβελείας του και στηριζόταν σε συμβατικό σύστημα προσγειώσεως.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/04/πυργίσκος.jpg)
Πρωτότυπο, αξιολόγηση και καταστροφή
Αρχικώς, η αυστραλιανή κυβέρνηση επέδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για το νέο αεροσκάφος, αλλά η εξέλιξη του πολέμου στην Ευρώπη έφερε αλλαγή πλάνων που κατέληξε σε συμβόλαιο παραγωγής τον Ιούνιο του 1940. Μια μακέτα του «Woomera» ολοκληρώθηκε αργότερα το ίδιο έτος και οδήγησε στην κατασκευή του πρώτου πρωτοτύπου, το οποίο πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις 19 Σεπτεμβρίου του 1941 με τον υποσμηναγό Hubert Boss-Walker στο κόκπιτ. Περαιτέρω δοκιμές έδειξαν καλή ανταπόκριση και σταθερό χειρισμό του αεροπλάνου που ακολουθούσε τα σχεδιαστικά πρότυπα της εποχής του. Πρόβλημα όμως υπήρξε με διαρροή καυσίμου από τις πτέρυγες.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/04/CAC-factory.1941.png)
Με την είσοδο της Ιαπωνίας στον πόλεμο το Δεκέμβριο του 1941, η Αυστραλία χρειαζόταν κατεπείγουσα ενίσχυση του στόλου της. Προτού καν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του CA-4, η κυβέρνηση παρήγγειλε 105 κομμάτια, χωρίς προηγουμένως να έχει συμβουλευτεί τη RAAF η οποία παρέλαβε το πρωτότυπο στις 20 Απριλίου του 1942. Βάσει του συμβολαίου, η παραγωγή θα ξεκινούσε στις αρχές του 1943.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/04/CA-4-trials.jpeg)
Οι δοκιμές όμως συνεχίζονταν κανονικά μέχρι το Νοέμβριο του 1942, όπου το πρωτότυπο έπαθε μικρές ζημιές μετά από δυσλειτουργία του συστήματος προσγειώσεως. Αυτές περιορίστηκαν μόνο στους κινητήρες και δύο ημέρες αργότερα ξαναβρέθηκε στους ουρανούς, ενώ το ατύχημα αποδόθηκε σε σαμποτάζ.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/04/A23_1001b.webp)
Ότι αποσοβήσθηκε το Νοέμβριο του 1942, δεν αποφεύχθηκε τον Ιανουάριο του 1943, όταν σε μια πτήση ρουτίνας για τη δοκιμή του μεγίστου των κινητήρων και των νέων slats, διαρροή καυσίμου οδήγησε σε έκρηξη και πυρκαγιά εκτός ελέγχου. Το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος δύο μελών του πληρώματος με μοναδικό επιζήσαντα τον πιλότο.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/04/accident.jpg)
Η γέννηση του CA-11 Wackett και η κατάληξή του
H ιστορία του «Woomera» δεν τελειώνει εδώ, διότι ξεκίνησε άμεσα ο σχεδιασμός του νέου, που ονομάστηκε CΑ-11 και έμοιαζε σε πολλά με τον προκάτοχό του. Διέθετε μόνο καινούριο ουραίο, μακρύτερη καλύπτρα και εξελιγμένο αμυντικό πυργίσκο. Το αεροσκάφος ήταν έτοιμο το 1944 και εφοδιάστηκε με τους βελτιωμένους Twin Wasp R-2000 που παρείχαν μεγαλύτερη ισχύ κατά εκατό περίπου ίππους. Η καταγεγραμμένη μεγίστη ταχύτητά του ήταν 282 μίλια την ώρα, με αυτονομία πτήσεως 2.225 μιλίων. Το ανώτατο ύψος που έφτανε ήταν τα 23.500 πόδια με ρυθμό ανόδου 2.090 πόδια το λεπτό. Ο οπλισμός επίσης τροποποιήθηκε ελαφρώς και περιελάμβανε δύο πολυβόλα των 0,303 ιντσών και δύο ακόμη πυροβόλα των 20 χλστ., όλα στο ρύγχος. Τα τέσσερα πολυβόλα των οπισθίων πυργίσκων δε μεταβλήθηκαν. Υπήρχε χώρος για τοποθέτηση βομβών και οι τορπιλών κάτω από την άτρακτο και τις πτέρυγες αντιστοίχως.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/04/ca11-6.jpg)
Το πρωτότυπο CA-11 υπεβλήθη σε εξονυχιστικούς ελέγχους από την CAC πριν παραδοθεί στη RAAF την 22α Νοεμβρίου του 1944. Τότε όμως, τόσο οι Βρετανοί όσοι και οι Αμερικανοί διέθεταν πλεόνασμα αεροσκαφών. Έτσι, δεν υπήρχε χώρος για να ενταχθεί ένα καινούριο που δεν είχε δεχτεί το βάπτισμα του πυρός και συνεπώς η αξιοπιστία του ήταν κάθε άλλο παρά εγγυημένη. Ως αποτέλεσμα, η αρχική παραγγελία των 105 μονάδων από την αυστραλιανή κυβέρνηση μειώθηκε στις 20 και λίγο αργότερα ακυρώθηκε, σφραγίζοντας το τέλος του. Για αναγνωριστικά και ελαφρά βομβαρδιστικά, η κυβέρνηση της Αυστραλίας αποφάσισε να βασισθεί στα North-American P-51 «Mustangs» τα οποία μπορούσαν να αναλάβουν πολλαπλούς ρόλους.
Στις 16 Ιανουαρίου του 1946, δόθηκε η επίσημη άδεια της αποσυναρμολογήσεως και ανακυκλώσεως των υλικών των δύο πρωτοτύπων που κατασκευάστηκαν και πέταξαν.