Είναι μια ιστορία γεμάτη με αξιοσημείωτα νούμερα: 54 παγκόσμια ρεκόρ, δύο εκατομμύρια ώρες πτήσης, 26 διαφορετικοί χρήστες από 22 χώρες, ικανότητα διαμόρφωσης για 17 διαφορετικές αποστολές και επιχειρησιακούς στόχους. Τώρα όμως το C-130J Hercules της Lockheed Martin κατέκτησε ένα ακόμη ορόσημο, την παράδοση του 500ου αεροσκάφους στις αρχές του 2022.
Αποκαλώντας το ως μνημειώδες επίτευγμα, ο αντιπρόεδρος της εταιρείας και γενικός διευθυντής του τομέα Αir Μobility & Maritime Missions Business, Rod McLea, απέτινε φόρο τιμής στους χιλιάδες ανθρώπους, στο παρελθόν και στο παρόν, που σχεδίασαν, κατασκεύασαν, πέταξαν, συντήρησαν και υποστήριξαν το C- 130J, ενώ συνεχίζουν να το κάνουν σε όλο τον κόσμο.
Χαρακτηριστικά είπε: «Όπως ο συνονόματος του, ημίθεος της Ελληνικής Μυθολογίας, έτσι και το C-130J είναι ένας θρύλος που ορίζεται από τη δύναμη και την ισχύ το. Ωστόσο, είναι οι άνθρωποι που αποτελούν μέρος των αντίστοιχων κοινοτήτων των χρηστών, προμηθευτών και βιομηχανικών εταίρων που πραγματικά καθορίζουν το Super Hercules».
Η εξέλιξη των αεροσκαφών τακτικών μεταφορών
Η Lockheed Martin είναι ένας από τους πολλούς παγκόσμιους παίκτες στην αγορά στρατιωτικών αεροσκαφών, αλλά η εταιρεία έχει μακροχρόνια συνεισφορά ειδικά στον τομέα αυτό που πηγαίνει πίσω για πολλές δεκαετίες. Ο Jeff Rhodes, ιστορικός της Lockheed Martin Aeronautics, εξηγεί ότι αν και υπήρχαν μεταγωγικά αεροπλάνα πριν από τον Hercules, ήταν το σχέδιο της Lockheed (πριν συγχωνευθεί με τον Martin Marietta στα μέσα της δεκαετίας του ’90) Hercules που άλλαξε θεμελιωδώς τη σχεδιαστική προσέγγιση και το εύρος των πεδίων εφαρμογής τους.
Όπως αναφέρει: «στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταγωγικά όπως το C-46 και το C-47 είχαν “κλασική” διαμόρφωση με ουραίο τροχό και την άτρακτο να στέκεται υψηλά στα δυο κύρια σκέλη. Αυτό περιόριζε την φόρτωση από την μοναδική πλευρική θύρα να γίνεται με τα χέρια, ενώ επιπλέον είχαν περιορισμένη ικανότητα μεταφοράς φορτίου σε βάρος και όγκο. Μπορούσαν βέβαια να επιχειρήσουν σε χωμάτινους διαδρόμους ή ακόμη και σε πεδία με γρασίδι, αλλά αυτό μπορούσε να γίνει με μεγάλη προσοχή και με περιορισμένα βάρη προσαπογείωσης».
Ο Jeff Rhodes προσθέτει: «στην πραγματικότητα, στο σύνολό τους αυτά τα μεταγωγικά “προτιμούσαν” μια προετοιμασμένη, επίπεδη λωρίδα διαδρόμου, κάτι όμως που δεν συνάδει τις περισσότερες φορές με το πρότυπο σε επιχειρησιακά περιβάλλοντα».
Προσθέτει ότι αυτά τα αεροσκάφη προτιμούσαν πραγματικά μια προετοιμασμένη, επίπεδη λωρίδα – η οποία δεν είναι πάντα το πρότυπο σε επιχειρησιακά περιβάλλοντα. Από την άλλη, το C-74 ήταν ένα «καθαρόαιμο» «στρατηγικό» μεταφορικό και μπορούσε να πετά αποκλειστικά από διαδρόμους με μπετόν ή τάρμακ. Το C-82 και αργότερα το βελτιωμένο C-119 ήταν τα πρώτα, ως επί το πλείστον, τακτικά μεταγωγικά, αλλά είχαν σοβαρούς περιορισμούς μεταφοράς φορτίου, ενώ οι ρίψεις προσωπικού και υλικών με αλεξίπτωτο έπρεπε να «αποφεύγουν» τους διπλούς προβόλους του ουραίου πτερώματος.
Σύμφωνα με τον Jeff Rhodes, «αμφότερα είχαν το χαρακτηριστικό ότι το δάπεδο της καμπίνας τους ήταν στο ύψος της καρότσας ενός τυπικού στρατιωτικού φορτηγού, κάτι χρήσιμο ορισμένες φορές αλλά άλλες, όχι τόσο». Όπως εξηγεί: «το C-123 ήταν το πρώτο που συνδύασε ένα σχετικά χαμηλό δάπεδο καμπίνας και μονή ράμπα φορτίου, αλλά αρχικά είχε σχεδιαστεί ως ανεμόπτερο, που τροποποιήθηκε με εγκατάσταση κινητήρων. Έτσι, ενώ είχε δυνατότητες βραχείας αποπροσγείωσης, δεν μπορούσε να μεταφέρει μεγάλα βάρη».
Δεν ήταν παρά με την εμφάνιση του C-130, όταν σχεδόν όλες αυτές οι προκλήσεις αντιμετωπίστηκαν. Ο Rhodes σημειώνει ότι ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της σχεδίασης ήταν το πολύ χαμηλό δάπεδο της καμπίνας, αλλά κυρίως το γεγονός ότι μπορούσε να μεταφέρει «πραγματικά ουσιαστικό φορτίο», ενώ ο χώρος φόρτωσης στην άτρακτο ήταν «πολυχρηστικός και εύκολα διαμορφούμενος και προσαρμόσιμος στις ανάγκες». Επιπλέον οι τέσσερις κινητήρες του στην υψηλά τοποθετημένη πτέρυγα, σήμαινε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει ευρείες επιχειρησιακές προκλήσεις και «στενωπούς».
«Μπορεί να επιχειρήσει από οποιαδήποτε επιφάνεια: προετοιμασμένο διάδρομο, χώμα, χιόνι, γρασίδι και ακόμη και… σκυρόδεμα. Είναι αυτός ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων που το έκανε απαραίτητο», λέει ο συνομιλητής μας, προσθέτοντας ότι κάθε άλλο τακτικό μεταφορικό μετά από το C-130, συμπεριλαμβανομένων των C-141 και C-5 της Lockheed Martin, χρησιμοποιούν την ίδια βασική σχεδιαστική ιδέα με το Hercules. «Έθεσε πραγματικά τα πρότυπα που εξακολουθούν να ακολουθούνται!».
Από τον «Ηρακλή» στον «Σούπερ Ηρακλή»
Το πρώτο Hercules βγήκε από τη γραμμή παραγωγής και πέταξε το 1954. Στα σχεδόν 70 χρόνια από τότε είχε σημαντικό ρόλο σε όλες τις στις στρατιωτικές συγκρούσεις, αλλά και σε άλλα θέατρα. Το C-130J επεκτείνει αυτή την παράδοση και είναι διαθέσιμο με μια πληθώρα δυνατότητας διαμορφώσεων για αποστολές, όπως ανάκτηση προσωπικού και παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, αεροπυρόσβεση, ηλεκτρονική επιτήρηση, υποστήριξη ειδικών επιχειρήσεων, αεροδιακομηδές μάχης και εκκένωση τραυματιών, μεταφορά προσωπικού, εναέρια παράδοση φορτίων/JPADS, ρίψεις στο πεδίο της μάχης, έρευνα-διάσωση, εναέριο ανεφοδιασμό, αναγνώριση καιρού, θαλάσσια επιτήρηση, δράση ως «gunship»/εγγύς αεροπορική υποστήριξη, ταχύ ανεφοδιασμό στο έδαφος, ένοπλη αναγνώριση και συλλογή πληροφοριών, επιτήρηση/αναγνώριση περιοχής, ενώ πιο πρόσφατα απέκτησε και εμπορικές εφαρμογές.
Ο Rich Johnston, διευθυντής διεθνούς επιχειρηματικής ανάπτυξης του τομέα Αir Μobility & Maritime Missions Business στη Lockheed Martin Aeronautics, λέει ότι το αεροσκάφος, το οποίο σήμερα καλύπτει τις ανάγκες αερομεταφορών σχεδόν σε 79 χώρες είναι ασυναγώνιστο! Όπως υποστηρίζει: «δεν υπάρχει κανένα αεροσκάφος στην ιστορία της αεροπορίας –είτε σε χρήση, είτε υπό ανάπτυξη– που να μπορεί να προσφέρει την ευελιξία και το εύρος των εφαρμογών του Lockheed Martin C-130 Hercules. Το C-130 έχει κερδίσει τη φήμη του απαράμιλλου “εργαλείου”, έτοιμου για οποιαδήποτε αποστολή, οπουδήποτε και οποτεδήποτε!».
Το πρώτο C-130J Super Hercules –που αποτελεί την τρέχουσα παραλλαγή σε παραγωγή– παραδόθηκε το 1998, δύο χρόνια μετά την πρώτη του πτήση, αντικαθιστώντας το C-130H στη γραμμή συναρμολόγησης. Μπορεί για παράδειγμα να μεταφέρει έως και 92 στρατιώτες ή έξι παλέτες φορτίου, ενώ το μεγαλύτερο σε μήκος C-130J-30 μπορεί να μεταφέρει 128 άτομα προσωπικό ή οκτώ παλέτες.
Η απαρχή της εξέλιξη του αεροπλάνου της Lockheed Martin είναι από μόνη της ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα, αφού μόλις τρία χρόνια πριν πετάξει το αρχικό C-130, το μέλλον του δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνο ή τουλάχιστον αντιμετώπιζε σοβαρές προκλήσεις. Ήταν τον Απρίλιο του 1951, όταν ο 37χρονος Willis Hawkins έπεισε τον τότε αντιπρόεδρο και αρχιμηχανικό της Lockheed Aircraft Corporation, Hall Hibbard, να υποβάλει πρόταση στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ για το Model 82, το οποίο αργότερα θα γινόταν Hercules. Εκείνη την εποχή ο Hawkins ήταν επικεφαλής του τμήματος προηγμένου σχεδιασμού της εταιρείας μόλις για δύο μήνες, πράγμα που σήμαινε ότι βάσισε την καριέρα και το μέλλον του στην πρόταση.
Η πρόσκληση υποβολής προτάσεων ήρθε μετά το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας για ένα αεροσκάφος που έπρεπε να μπορεί να μεταφέρει στρατεύματα ή φορτίο βάρους έως και 30.000 λιβρών. Επιπλέον η απαίτηση ανέφερε ότι θα έπρεπε να έχει την ικανότητα μεταφοράς 92 στρατιωτών του Πεζικού ή 64 αλεξιπτωτιστές με ακτίνα μάχης 1.100 ναυτικών μιλίων ή, εναλλακτικά, φορτίο σε ακτίνα 960 μιλίων. Απαιτείτο να μπορεί να επιχειρεί από βραχείς, απροετοίμαστους χωμάτινους διάδρομους ή άμμο, να μπορεί να επιβραδύνει στους 125 κόμβους για ρίψη αλεξιπτωτιστών ή φορτίου και να πετά ακόμη πιο αργά για επιχειρήσεις αεραποβατικής κρούσης. Θα έπρεπε να έχει οπίσθια ράμπα, που να ανοίγει κατά την πτήση για ρίψεις βαρέως εξοπλισμού και πλαϊνές θύρες για ρίψη προσωπικού. Επιπλέον θα έπρεπε να υποδέχεται ογκώδη και βαρύ εξοπλισμό, όπως μηχανήματα Μηχανικού, πυροβόλα και φορτηγά οχήματα, ενώ απαιτείτο και η ικανότητα διατήρησης ασφαλούς πτήσης με τον ένα κινητήρα του εκτός λειτουργίας.
Παρά το ρίσκο και το γεγονός ότι υπήρχαν ορισμένα θέματα με τη σχεδίαση, η θετική στάση του Hawkins αποδείχθηκε σωστή και καθοριστική. Όπως είχε πει αργότερα: «το C-130 δεν ήταν ακριβώς ένα ελκυστικό αεροσκάφος, αλλά βρίσκεται ακόμη σε παραγωγή και εξακολουθεί να κάνει τη δουλειά για την οποία σχεδιάστηκε». Κάποιοι είχαν αμφισβητήσει την αποδοχή που θα είχε το αεροσκάφος στην αγορά και αναρωτιόντουσαν ακόμη και το ποιος θα το αγόραζε τελικά. Ωστόσο, ο Irv Culver, ένας από τους μηχανικούς στο πρόγραμμα ήταν πιο αισιόδοξος και υποστήριζε ότι : «αν το φτιάξουμε σωστά την πρώτη φορά, θα μπορούσαμε να το πουλήσουμε σε οποιονδήποτε». Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι… απλά Ιστορία.
Το μέλλον των αεροσκαφών τακτικών μεταφορών
Το πιο πρόσφατο μοντέλο Hercules, το C-130J μεταφέρει την παράδοση, προσφέροντας την ευελιξία στην εκτέλεση αποστολών που επέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο οι προκάτοχοί του, αλλά το βλέπουμε και στους επιγόνους του, όπως αναφέρει ο Jeff Rhodes, όπως τα επιμηκυμένα C-130J-30, τα τακτικά ιπτάμενα τάνκερ KC-130J, τα ειδικευμένα σε SAR μεγάλης εμβέλειας HC-130J της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ, τα HC-130J της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ που έχουν ρόλο υποστήριξης αποστολών CSAR, τα MC-130J για υποστήριξη δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων και φυσικά το εμπορικό LM-100J Super Hercules.
«Ένα από τα ισχυρά χαρακτηριστικά του C-130 είναι ότι βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξης και προσαρμοστικότητα, ανταποκρινόμενο γρήγορα στις αναδυόμενες ανάγκες», λέει ο Rich Johnston και προσθέτει: «η εξέλιξη είναι βασικό συστατικό του DNA του C-130 και νομίζω ότι θα συνεχίσουμε να το προσαρμόζουμε και να το επεκτείνουμε με στόχο να ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις των αποστολών που επιζητούν οι χρήστες».
Ενώ το ενδιαφέρον για στρατιωτικές εφαρμογές της αεροπορίας τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά από το 1908, δεν ήταν παρά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν αποδείχθηκε ότι η ικανότητα μεταφοράς σημαντικού αριθμού στρατευμάτων ή φορτίου ήταν κρίσιμης τακτικής σημασίας. Καθώς παγκόσμια εκείνη σύγκρουση εξελισσόταν, οι ένοπλες δυνάμεις των διαφόρων χωρών προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν για τις ανάγκες αυτές εμπορικά αεροσκάφη, ελλείψει πραγματικών τακτικών μεταγωγικών. Αν και τα αεροπλάνα εκείνα είχαν τους περιορισμούς τους –μερικά μάλιστα αρκετά σημαντικούς– απέδειξαν την αξία τους, εξ ου και ο διαγωνισμός από τις ΗΠΑ λίγα χρόνια αργότερα. Οι στρατηγιστές είχαν καθορίσει τι πίστευαν ότι λειτουργούσε και τι όχι, και ποιος ήταν ο τρόπος για την ικανοποίηση των αναγκών.
Το σημερινό C-130J δεν μοιάζει καθόλου με εκείνα του παρελθόντος και οι πιλότοι εκείνης της εποχής θα ένιωθαν δέος για τις δυνατότητες που έχουμε σήμερα. Μεταξύ της Lockheed Martin, της Boeing, της Kawasaki, της Airbus και άλλων Ρώσων και Κινέζων κατασκευαστών, το μέλλον του τακτικού μεταγωγικού είναι αναμφισβήτητα ασφαλές, αναμφίβολα καινοτόμο και τελικά κρίσιμο, καθώς οι πρακτικές δυνατότητες διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων συνεχίζουν να εξελίσσονται. Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών έδειξαν ότι οι πόλεμοι θα συνεχίσουν να γίνονται στον πραγματικό κόσμο.
«To Hercules θα είναι ένας σημαντικός παράγων συνεισφοράς για τα επόμενα χρόνια» λέει ο Johnston και προσθέτει «από την προσγείωση στον διάδρομο με το μεγαλύτερο υψόμετρο του κόσμου στα Ιμαλάια μέχρι την υποστήριξη κρίσιμων αποστολών στην Ανταρκτική, το C-130 συνεχίζει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αποστολών και αναγκών. Η ευελιξία ήταν το κλειδί για την επιτυχία του C-130 στο παρελθόν και θα συνεχίσει να είναι σημαντικό στοιχείο και παράγοντας διαφοροποίησης στις επόμενες δεκαετίες των επιχειρήσεων Hercules».
Air Force Technology Magazine
Andrew Tunnicliffe
Μετάφραση-διασκευή ΦΓΚ