Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εμφανίστηκαν διάφοροι καταστροφείς αρμάτων και τεθωρακισμένων οχημάτων. Ίσως το πιο διάσημο υπήρξε το Ilyushin Il-2. Αντιθέτως, το γερμανικό Henschel Hs-129 αποδείχθηκε λιγότερο επιτυχημένο και δεν εναγκαλιάστηκε με τον αναμενόμενο ενθουσιασμό από τους πιλότους της Luftwaffe.
Κύριο στοιχείο όλων ήταν ασφαλώς τα πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος. Από αυτά εξαρτάτο κατά βάση η αποτελεσματικότητά τους στα πεδία των μαχών. Προς τα μέσα του πολέμου, ένα τέτοιο ισχυρό πυροβόλο, το Νudelman-Suranov NS-37 των 37 χλστ. εγκαταστάθηκε στο Il-2, ενώ στις αρχές του 1945 δοκιμάστηκε και το NS-45 των 45 χλστ. Οι Γερμανοί πειραματίστηκαν με όπλα ακόμη μεγαλυτέρου διαμετρήματος, τοποθετώντας στο Hs-129B-3 ένα PΑΚ 40 των 75 χλστ.
Henschel He 129: Η εξέλιξη από πρωτότυπο σε καταστροφέα αρμάτων
Γενικώς, πυροβόλα με διαμέτρημα άνω των 37 χλστ. μπορούσαν να επιτύχουν την καταστροφή σχεδόν οποιουδήποτε τεθωρακισμένου οχήματος. Τέτοιου τύπου αεροσκάφη επιτελούσαν ρόλο εναερίου υποστηρίξεως του προπορευομένου πεζικού.
Λόγω της αποτελεσματικότητας των καταστροφέων αρμάτων και της μέχρι τότε τεχνολογικής προόδου, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ ενδιαφέρθηκε στις αρχές του 1942 να δημιουργήσει το δικό της, προς αντικατάσταση του Douglas A-20 Havoc. Λίγο νωρίτερα, ένα ανάλογο ενδιαφέρον είχε οδηγήσει στην κατασκευή του μονοκινητήριου επιθετικού Brewster XA-32. Ωστόσο, τα πλεονεκτήματά του δεν υπερείχαν αισθητά εν συγκρίσει με άλλα τροποποιημένα αεροσκάφη, γι’αυτό δεν ενεκρίθη η παραγωγή του.
Τελικώς, το 1943 ο Στρατός παρήγγειλε στην Beechcraft ένα διθέσιο επιθετικό βομβαρδιστικό, το οποίο έλαβε την κωδική ονομασία XA-38 και μαζί το προσωνύμιο «Grizzly». Ο ανταγωνιστής του ήταν το Hughes D-2 που μετατράπηκε αργότερα σε D-5, αλλά ούτε αυτό προχώρησε σε παραγωγή.
H Beechcraft προσπάθησε να εκπληρώσει όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές. Το XA-38 ήταν εξολοκλήρου μεταλλικό με συμβατικό σύστημα προσγειώσεως. Έφερε αστεροειδείς Wright R-3350 «Cyclone» (από τους πιο ισχυρούς κινητήρες που παρήχθησαν στην Αμερική, αυτοί τροφοδοτούσαν και το B-29 «Superfortress») με υπερσυμπιεστές δύο ταχυτήτων και άμεση έγχυση υγρού στους κυλίνδρους, που αύξαναν την ιπποδύναμη από 2.300 σε 2.440. Σε διαστάσεις, είχε μήκος 17,75 μέτρα, ύψος 4,72 και άνοιγμα πτερύγων 20,44. Το βάρος του έφτανε τα 10.197 κιλά.
Εν συγκρίσει με τα IL-2 και Hs-129, η οπισθόκρουση του πυροβόλου T9E1 (M10) των 75 χλστ. ήταν μικρότερη. Το XA-38 διέθετε ακόμη ένα ζεύγος πολυβόλων M-2 Browning των 12,7 χλστ. που βρίσκονταν πιο κάτω από το Μ10. Από το διμελές πλήρωμα, ο σκοπευτής ήλεγχε εξ αποστάσεως δύο πυργίσκους – επάνω και κάτω από την άτρακτο – σε κάθε έναν από τους οποίους ήταν εγκατεστημένα δύο πολυβόλα, επίσης M-2 Browning. Είχε επίσης δυνατότητα μεταφοράς βομβών συνολικού βάρους 900 κιλών, ενώ μπορούσε να δεχθεί και πρόσθετες δεξαμενές καυσίμου κάτω από τις πτέρυγες. Η μέγιστη ταχύτητά του ήταν 600 χλμ/ώρα, η εμβέλεια 2.600 χλμ, και έφτανε σε ανώτατο ύψος 8,8 χλμ., με ρυθμό ανόδου 13 μέτρα το δευτερόλεπτο.
Το XA-38 διέθετε αρκετά από τα στοιχεία ενός μεσαίου βομβαρδιστικού εκείνης της εποχής, αλλά αυτή δεν ήταν η κύρια ιδιότητά του. Σχεδιάστηκε ως ένα βαρύ μαχητικό-αναχαιτιστικό, καθώς τα πανίσχυρα όπλα και η υψηλή ταχύτητα τού επέτρεπαν να αντιμάχεται όχι μόνο εχθρικά βομβαρδιστικά, αλλά και μαχητικά.
Ανοιχτό έμενε μόνο το θέμα των κινητήρων και αποτέλεσαν τελικώς μία από τις κύριες αιτίες που όρισαν την τύχη του αεροσκάφους. Η κατασκευή δύο πρωτοτύπων ξεκίνησε μεν το 1942, αλλά καθυστέρησε περισσότερο από μισό χρόνο, λόγω του ότι οι Wright R-3350 διετίθοντο σε περιορισμένους αριθμούς και στέλνονταν κατά προτεραιότητα στη Boeing για τα βαρέα βομβαρδιστικά της Β-29. Όταν οι κινητήρες κατέστησαν τελικώς διαθέσιμοι, η Στρατιωτική Αεροπορία είχε χάσει το ενδιαφέρον της για το XA-38. Παρόλα αυτά, αποφασίστηκε να περάσει από αξιολόγηση.
Η παρθενική πτήση του νέου αεροπλάνου έλαβε χώρα στις 7 Μαΐου του 1944 με τον πιλότο της Beechcraft, Vern Carsten, στο χειριστήριο. Στο πρώτο πρωτότυπο τοποθετήθηκαν ξύλινες μακέτες αντί για αληθινά όπλα. Ωστόσο, τον Ιούλιο του ιδίου έτους ξεκίνησαν οι δοκιμές με το πυροβόλο των 75 χλστ. Όλες στέφθηκαν με επιτυχία, ώσπου μεταφέρθηκε από τη Wichita (τις εγκαταστάσεις της εταιρείας) στο Ερευνητικό Κέντρο της USAAF (στο Eglin της Φλόριντα) για περαιτέρω ελέγχους. Το δεύτερο πρωτότυπο πέταξε στις 22 Σεπτεμβρίου, αλλά ήταν πλέον σαφές ότι η Αεροπορία Στρατού δεν επιθυμούσε την συνέχιση του προγράμματος. Η παράδοση της Γερμανίας και πιο μετά της Ιαπωνίας έβαλε τέλος σε πολλές επιτυχημένα projects έως εκείνη τι στιγμή, συμπεριλαμβανομένου και του XA-38.
Το αεροσκάφος έδειξε ικανοποιητικότατο από κάθε άποψη, αποδίδοντας καλύτερα από τα αναμενόμενα, όπως φερειπείν ως προς την τελική ταχύτητα. Αποδείχθηκε πολύ ευέλικτο, ενώ μπορούσε να απογειωθεί και να προσγειωθεί σε χώρο μικρότερο από άλλα αεροπλάνα παρομοίου μεγέθους. Ο οπλισμός φάνηκε κι αυτός αποτελεσματικός. Αν δεν υπήρχε αλλαγή των στρατιωτικών προτεραιοτήτων (με έμφαση στο B-29), το αεροσκάφος πιθανότατα θα είχε παραγγελθεί σε μεγάλους αριθμούς ήδη από το 1944.
Εάν ο πόλεμος είχε μεγαλύτερη διάρκεια, είναι πιθανό πως με την ταχύτητα, τη δύναμη πυρός και την στιβαρή κατασκευή του, το A-38 θα είχε γίνει το σημαντικότερο αεροσκάφος υποστηρίξεως του στρατού. Τελικώς το ένα πρωτότυπο αποσυναρμολογήθηκε, ενώ αγνοείται η τύχη του δευτέρου, το οποίο προοριζόταν για το Μουσείο της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ.