Το αχανές σε έκταση συγκρότημα θανάτου, όπου μόνο σε αυτό εξολοθρεύτηκαν 2.000.000 Εβραίοι, ήταν χωρισμένο ως εξής: A1 (κύριο στρατόπεδο συγκεντρώσεως), Α2 (μονάδα εξοντώσεως του Μπιρκενάου), A3 (τμήμα παραγωγής συνθετικού καουτσούκ και συνθετικών καυσίμων) και A4 (ανεξάρτητη βιομηχανική πτέρυγα του Monowitz της I.G.Farben, της οποίας η θυγατρική Degesch παρήγαγε το δολοφονικό παρασιτοκτόνο Ζυκλόν-Β).
Το Άουσβιτς εξελίχθηκε κάτι σαν μια ανταγωνιστική βιομηχανική επιχείρηση ευρείας κλίμακας, όπου διάφορες εταιρείες κατέθεσαν προσφορές για την επιζητούμενη ικανότητα «επεξεργασίας» 2.000 σωμάτων ανά δωδεκάωρο. Οι πέντε φούρνοι προμηθεύτηκαν από τη γερμανική Topt & Co της Ερφούρτης. Οι θάλαμοι αερίου, οι επωνομαζόμενοι ως «κελάρια πτωμάτων», σχεδιάστηκαν από τη German Armements Inc., σύμφωνα με τις απαιτούμενες προδιαγραφές για αδιάβροχες πόρτες περιβεβλημένες με καουτσούκ και παρατηρητήριο από διπλό γυαλί πάχους 8 χιλιοστών. Από επάνω υπήρχε ένας καλοδιατηρημένος χλοοτάπητας με τσιμεντένια μανιτάρια μέσα στα οποία ρίπτονταν οι μπλε κρύσταλλοι του Ζυκλόν-B. Τα θύματα κατευθύνονταν στους θαλάμους, πιστεύοντας ότι βρίσκονταν σε λουτρά καθαρισμού από τις ψείρες, οι πόρτες ασφαλίζονταν και ο χώρος καλύπτετο από το θανατηφόρο αέριο που έφτανε από τις σχισμές των μεταλλικών πυλώνων. Σε πλείστες περιπτώσεις, για την εξοικονόμηση χρημάτων του ακριβού Ζυκλόν-Β, ρίπτονταν ανεπαρκείς ποσότητες με αποτέλεσμα τα θύματα να ζαλίζονταν απλώς και στη συνέχεια καίγονταν στους φούρνους ουσιαστικώς ζωντανά ακόμη. Η δε πειθαρχία του στρατοπέδου είχε ανατεθεί σε «επαγγελματίες» εγκληματίες, τους διαβόητους kapos (συνήθως εβραϊκής καταγωγής επίσης).
Σταδιακά, οι Άντολφ Άϊχμαν και Ρούντολφ Ες έχασαν τον αποτελεσματικό έλεγχο του Άουσβιτς λόγω διαφορετικών διοικητικών συμφερόντων και αντικρουόμενων άνωθεν πολιτικών προτεραιοτήτων. Ο Χίτλερ επιθυμούσε τη με κάθε κόστος άμεση εξόντωση όλων ανεξαρτήτως των Εβραίων (όπως και άλλων φυλετικών ομάδων), παρακάμπτοντας τα συνεχή παράπονα ανωτάτων αξιωματικών του περί σοβαρής ελλείψεως προμηθειών στο ανατολικό μέτωπο λόγω των τραίνων που διαθέτονταν για τη μεταφορά εκατομμυρίων θυμάτων από ολόκληρη την Ευρώπη σε βαγόνια ασφυκτικώς γεμάτα. Ο Χάϊνριχ Χίμλερ, από την άλλη, φιλοδοξούσε να επιβάλει τη δική του «κράτος εν κράτει» πολιτική μετατροπής της Γερμανίας σε μια τεράστια βιομηχανική αυτοκρατορία. Οι σχεδιασμοί του απαιτούσαν τη χρήση 15.000.000 εργατών περίπου και είχαν εύρος 20 ετών. Το πλάνο δεν ήταν τόσο εξωπραγματικό όσο αρχικώς ακούγεται. Τον Αύγουστο του 1944, η γερμανική βιομηχανική παραγωγή απασχολούσε περίπου 7.500.000 αλλοδαπούς εκ των οποίων τα 2.000.000 ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, ενώ πάνω από 5.000.000 ήταν οι απελαθέντες ή καταναγκαστικοί εργάτες. Συνεπώς, δε βιαζόταν να εξοντώσει φυλετικές ομάδες οι οποίες χρειάζονταν για την εκπλήρωση των μεγαλόπνοων στόχων του, αφού μπορούσε έτσι να αυξήσει και τα έσοδα της ναζιστικής κυβερνήσεως, απλώς με παροχή καταναγκαστικής εργασίας σε εργοστάσια μεγάλων εταιρειών, όπως η Siemens, Rheinmetall, Heinkel, Messerschmitt κλπ. Μέχρι το τέλος του 1944, πάνω από 500.000 κρατούμενοι ήταν επιστρατευόμενοι στην ιδιωτική βιομηχανία. Τελικώς ο Χίμλερ έλυσε το πρόβλημα με συμβιβασμό, φέρνοντας τη γερμανική βιομηχανία εντός των στρατοπέδων θανάτου και χρησιμοποιώντας τους κρατουμένους όσο μπορούσαν να δουλέψουν, μέχρι να ερχόταν η σειρά και της δικής τους αποτεφρώσεως. Το Άουσβιτς λοιπόν σχεδιάστηκε για να εξυπηρετήσει αυτόν το συμβιβασμό, ερχόμενο σε συνεργασία με την I.G.Farben στο Monowitz (Μόνοβιτς). Η εταιρεία διατηρούσε στην πτέρυγα Α4 τη δική της φρουρά οπλισμένη με μαστίγια όπου χρησιμοποιούσε εκτενέστατα, προκαλώντας τη δυσφορία και τα παράπονα της γενικής διοικήσεως, η οποία αντιτίθετο στη χρήση τους εντός των χώρων εργασίας παρά μόνον εντός του κεντρικού στρατοπέδου.
Όταν έφταναν τα τραίνα στο κεντρικό στρατόπεδο, οι εξερχόμενοι χωρίζονταν σε υγιείς,που πήγαιναν για καταναγκαστική εργασία στο Monowitz, ενώ οι αδύναμοι, οι άρρωστοι, οι γυναίκες και τα παιδιά στη μονάδα εξοντώσεως. Στο Monowitz οι κρατούμενοι ξεκινούσαν κάθε μέρα από τις 3:00 το ξημέρωμα. Διαλείμματα αναπαύσεως δεν υπήρχαν, ενώ όποιος απομακρυνόταν από τη ζώνη του, εκτελείτο αμέσως με την αιτιολογία της απόπειρας διαφυγής. Πάμπολλες ήταν οι μαστιγώσεις ημερησίως και αρκετοί οι απαγχωνισμοί εβδομαδιαίως. Μία σούπα πατάτας-γογγυλιού σερβίρετο το μεσημέρι, ενώ ένα κομμάτι ψωμί διενέμετο το απόγευμα. Ο επικεφαλής του τομέα καταναγκαστικής εργασίας, Φρίτς Ζάουκελ (ο μόνος απλός εργάτης μεταξύ των κατηγορουμένων στη δίκη της Νυρεμβέργης ο οποίος επίσης καταδικάστηκε σε θάνατο), είχε ορίσει πως όλοι πρέπει να τρέφονται, να στεγάζονται και να καθίστανται εκμεταλλεύσιμοι στο μέγιστο δυνατό βαθμό με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. 25.000 κρατούμενοι εργάστηκαν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου μόνο στο Άουσβιτς. Κάθε πρωί, ο υπεύθυνος κατανομής εργασιακών καθηκόντων ξεχώριζε τους ασθενούντες ή πολύ αδύναμους για τους θαλάμους αερίων. Η I.G.Farben διατηρούσε σχετικά αρχεία: η μέση απώλεια βάρους ήταν 3 έως 4 κιλά εβδομαδιαίως, οπότε καθένας μπορούσε να αντέξει έως και τρεις μήνες, όπου και πάλι η διάρκεια ήταν μεγαλύτερη από ό, τι στα περισσότερα ρωσικά στρατόπεδα αυτού του τύπου. Οι καταναγκαστικοί σκλάβοι έκαιγαν το βάρος τους και τελικά πέθαναν από την εξάντληση.
Ακόμη και τα πενιχρά υπάρχοντα που έφερναν μαζί τους οι κρατούμενοι στο Άουσβιτς κατάσχονταν ασφαλώς και στέλνονταν στη Γερμανία, όπου τίποτα δεν έμενε μη αξιοποιήσιμο. Σε διάστημα έξι εβδομάδων, αυτά περιελάμβαναν περί τα 220.000 ανδρικά κοστούμια 200.000 γυναικεία ενδύματα και 100.000 παιδικά ρούχα. Παρ ‘όλα αυτά, το πρόγραμμα του Άουσβιτς απεδείχθη στο σύνολό του μια παταγώδης οικονομική αποτυχία για τη Γερμανία, καθότι μηδαμινά συνθετικά καύσιμα και καουτσούκ τελικώς παρήχθησαν, πολύ κάτω του ελαχίστου αναμενομένου. Μέσα στο γενικό πλαίσιο του ολοκαυτώματος εκατομμυρίων Ρώσων, Πολωνών και προπαντώς Εβραίων, πολλά φρικώδη ιατρικά πειράματα θανάτου έλαβαν χώρα επίσης. Τα συνολικά νούμερα της γενοκτονίας προκαλούν αποτροπιασμό. Μέχρι τις αρχές του 1945 δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 5.800.000 Εβραίοι: 2.600.000 από την Πολωνία, 750.000 από τη Ρωσία, 750.000 από τη Ρουμανία, 420.000 από την Ουγγαρία, 277.000 από την Τσεχοσλοβακία, 180.000 από τη Γερμανία, 104.000 από τη Λιθουανία, 106.000 από την Ολλανδία, 83.000 από τη Γαλλία, 70.000 από τη Λετονία, 65.000 από την Ελλάδα και άλλοι τόσοι από την Αυστρία, 60.000 από τη Γιουγκοσλαβία, 40.000 από τη Βουλγαρία, 28.000 από το Βέλγιο και 9.000 από την Ιταλία.