Έχει λανθασμένως σχηματιστεί η εντύπωσις από πολλούς ότι απόκρυφα είναι όσα Ευαγγέλια δίδουν μια εντελώς διαφορετική περιγραφή του Ιησού με πτυχές της ζωής Του που η Εκκλησία θέλησε σκοπίμως να αποκρύψει προς ίδιον όφελος, όπως φερ’ειπείν ιδιαίτερες σχέσεις του με άλλα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης (Κ.Δ.), απογόνους του κλπ. Τέτοιες απόψεις όμως δεν άπτονται της πραγματικότητας, τυγχάνουν παντελώς λανθασμένες και ανυπόστατες και αυτό ακριβώς σκοπεύουμε να διασαφηνίσουμε και να επεξηγήσουμε κάτωθι.
Απόκρυφα θεωρούνται χριστιανικά κείμενα που γράφτηκαν από τον 2ο αι. μ.Χ. και εξής τα οποία δεν εμπερικλείονται στον κανόνα της Κ.Δ. (δηλαδή τη συλλογή ιερών και θεοπνεύστων βιβλίων), αλλά απορρίφθηκαν από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Η γενική ονομασία τους όμως ως «Ευαγγέλια» οφείλεται στο ότι το περιεχόμενό τους είναι απολύτως συνυφασμένο με πρόσωπα ή συμβάντα που περιλαμβάνονται στην Κ.Δ.
Ο όρος «Απόκρυφα» δε χρησιμοποιήθηκε το ίδιο από τους αιρετικούς και τους Αγίους Πατέρες. Για τους πρώτους είχε θετική έννοια: είναι βιβλία όπου το βάθος των νοημάτων τους δε μπορούσε να καταστεί αντιληπτό στους κοινούς αναγνώστες. Έτσι, μπορούσαν να αλλοιώσουν την ερμηνεία φράσεων ή παραγράφων κατά το δοκούν. Για τους δευτέρους η έννοια ήταν αρνητική: είναι συγγράμματα αμφιβόλου αξίας ή προελεύσεως. Είτε δηλαδή οι συγγραφείς τους είναι άγνωστοι, είτε τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται δε μπορούν να διασταυρωθούν και επαληθευτούν από σωζόμενα γραπτά κείμενα, όπως Επιστολές, Πράξεις, Ευαγγέλια, Διάλογοι κλπ. Στην εκκλησιαστική και θεολογική γλώσσα, η δεύτερη έννοια (δηλαδή η αρνητική) είναι αυτή που καθιερώθηκε σήμερα.
Για ποιούς λόγους γράφτηκαν: ο πρώτος ήταν η επιθυμία διαφόρων συγγραφέων να ικανοποιήσουν την όποια αναγνωστική περιέργεια ως προς τα «κενά» της Κ.Δ. Μερικά χωρία, όπως του Ιω. 20:30 όπου ο Ευαγγελιστής κάνει μνεία περί πολλών ακόμη θαυμάτων του Ιησού που δεν κατέγραψε, αποτέλεσαν ένα από τα βασικά ερείσματα της συγγραφής τέτοιων διηγήσεων. Κάποια Απόκρυφα περιγράφουν την παιδική ηλικία της Παναγίας και του Ιησού, την κάθοδό Του στον Άδη και όσα έλαβαν χώρα εκεί, τις περιοδείες των Αποστόλων κλπ. Άλλα εξ αυτών εστιάζουν σε δευτερεύοντα ανώνυμα πρόσωπα της Κ.Δ., όπως ο Ρωμαίος εκατόνταρχος της Σταυρώσεως που στα Απόκρυφα αναφέρεται ως Λογγίνος, οι τρεις μάγοι που ονομάζονται Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, οι δύο συσταυρωθέντες ληστές Γέστας και Δυσμάς κλπ. Να διευκρινίσουμε βεβαίως εδώ ότι αυτά τα «κενά» των Ευαγγελίων εκπηγάζουν από το σωτηριολογικό ύφος της συγγραφής τους. Οι Ευαγγελιστές δηλαδή δε στόχευαν σε μια ιστορική παρουσίαση του Ιησού μέσω λεπτομερούς χρονολογικής καταγραφής όλων των εκφάνσεων της ζωής Του, αλλά στον τρόπο απαλλαγής του ανθρωπίνου γένους από την αμαρτία και της λυτρώσεώς του δια της σταυρικής θυσίας του Θεανθρώπου. Εξ ου και η έννοια του Ευαγγελίου (ευ+αγγέλλω), της καλής δηλαδή ειδήσεως της Αναστάσεως του Ιησού και απελευθερώσεως του ανθρώπου από το βάρος της δουλείας. Συνεπώς, όσα ιστορικά στοιχεία δε σχετίζονταν άμεσα με το χαρμόσυνο άγγελμα, οι Ευαγγελιστές τα άφηναν εκτός κειμένου. Αυτά όμως τα παραλειπόμενα στοιχεία ήταν που κέντριζαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των ανωνύμων συγγραφέων των Αποκρύφων.
Ο δεύτερος λόγος παραγωγής τέτοιων γραφών έχει να κάνει με τη διατύπωση και διάδοση αιρετικών ιδεών, και δη της διδασκαλίας των Γνωστικιστών (ο γνωστικισμός απεδέχετο μεν τον Ιησού αλλά με ιδιότητες διαφορετικές απ’ ότι ο Χριστιανισμός) προς αύξηση των ακολούθων τους. Πληθώρα αναφορών σε αιρετικούς που βασίζονταν κατά κόρον σε απόκρυφα κείμενα γίνεται από εκκλησιαστικούς συγγραφείς όπως ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Επιφάνιος, ο ιστορικός Ευσέβιος κλπ. τα οποία χαρακτήριζαν ως αντιλεγόμενα ή νόθα, αφού δεν είχαν να προσφέρουν κάτι έγκριτον και επωφελές. Τα απόκρυφα Ευαγγέλια αντιμετωπίστηκαν ποικίλως κατά το παρελθόν. Άλλοτε καταδικάστηκαν (κυρίως από τη Δυτική Εκκλησία), ενώ άλλοτε ενέπνευσαν έργα τέχνης, όπως επί παραδείγματι τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη (τζαμί σήμερα), τα οποία αντλούν από το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου με σκηνές από την παιδική ηλικία της Θεομήτορος.
Η απόκρυφη φιλολογία αποτελεί αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης σήμερα, επανεξετάζοντας τον αιρετικό ή μη χαρακτήρα μερικών κειμένων λόγω της πολυπλοκότητας της ιστορίας τους. Κάποια αποδίδονται σε μαθητές του Ιησού από το στενότερο ή ευρύτερο κύκλο του. Το γεγονός του ότι γράφτηκαν τον 2ο αι. μ.Χ. ή αργότερα δεν αναιρεί αυτομάτως την ταυτότητα του συγγραφέως, όποτε αυτή εμπεριέχεται. Τα ερωτήματα που πάντοτε πλανώνται αφορούν τα εξής: α. κατά πόσον αυτή είναι και η σωστή, β. αν το διασωθέν χειρόγραφο είναι το πρωτότυπο, και γ. αν όχι, πότε μπορεί το πρωτότυπο να είχε γραφτεί. Αν υπάρχουν περισσότερα του ενός αντίγραφα, τότε ακολουθείται η κριτική μέθοδος για τη στεμματική ταξινόμησή τους από το παλαιότερο έως το πιο πρόσφατο. Υψίστου σημασίας είναι και το αν οι αντιγραφείς κατέγραψαν το κείμενό τους ως είχε ή προέβησαν είτε σε συντμήσεις είτε σε παραλείψεις που ενδεχομένως ακολουθήθηκαν και από κατοπινούς, οπότε χάθηκαν πρωτότυπα κομμάτια του. Επίσης δεν ήταν ασυνήθεις οι στοχευμένες παρεμβολές με τη μορφή αλλοιώσεων αιρετικών χειρογράφων από Ορθοδόξους αντιγραφείς ή Ορθοδόξων χειρογράφων τα οποία υπέστησαν αλλαγές από αιρετικό χέρι. Υφίστανται δε και περιπτώσεις όπου η λατινική ή κοπτική μετάφραση ενός ελληνικού πρωτοτύπου να είναι εκτενέστερη.
Καταλήγοντας, να αναφέρουμε πως ο όρος «Απόκρυφα Ευαγγέλια» που έχει επικρατήσει στις ημέρες μας να ονομάζονται είναι επί της ουσίας άκαιρος, αφού δεν προσθέτουν απολύτως κανένα καινούριο στοιχείο στη χριστιανική αποκάλυψη, ενώ ο όρος «Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» θα ήταν οπωσδήποτε πιο συναφής για έναν ακριβέστερο ονομαστικό προσδιορισμό της κατηγορίας των συγγραμμάτων που μας απασχόλησε στο παρόν άρθρο.