H τεχνολογία stealth ήταν από τη δεκαετία του ’80 στους στόχους των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων και η ενσωμάτωσή τους σε πολεμικά αεροσκάφη είχε ξεκινήσει ήδη από την προηγούμενη δεκαετία. Έτσι υπό καθεστώς απόλυτης μυστικότητας είχε ετοιμαστεί το F-117, ενώ αντίστοιχα εξελισσόταν και το Β-2.
Αντίστοιχα, το πρόγραμμα του Αμερικανικού Ναυτικού για την ανάπτυξη ενός προηγμένου τακτικού αεροσκάφους (Advanced Tactical Aircraft, ATA) ξεκίνησε το 1983, με στόχο την αντικατάσταση του παλαίμαχου βομβαρδιστικού A-6 Intruder από ένα σύγχρονο αεροσκάφος κρούσης μέχρι το 1994. Μια από τις πιο “ειδικές” πτυχές αυτού του προγράμματος, όπως ήταν αναμενόμενο, αφορούσε την ενσωμάτωση τεχνολογίας stealth, που είχε ήδη επιτυχώς εφαρμοστεί στο F-117 της USAF.
Το 1984, συμβόλαια για την εξέλιξη του σχεδιασμού κέρδισαν δύο συνεργασίες εταιρειών, μια με τις McDonnell Douglas και General Dynamics και μια με τις Northrop, Grumman, Vought. Μετά από αρκετές φάσεις ανάπτυξης και αξιολόγησης, η ομάδα McDonnell Douglas/General Dynamics ανακηρύχθηκε ως νικήτρια στις 13 Ιανουαρίου 1988, με το σχέδιο της που ονομάστηκε A-12 Avenger II, προς τιμή του θρυλικού Grumman TBF Avenger του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η σχεδίαση του A-12 ήταν εξαιρετικά καινοτόμα, με σχήμα ιπτάμενης πτέρυγας σε σχεδόν τέλειο ισοσκελές τρίγωνο, με πλήρη απουσία ουραίου, ενώ το αεροσκάφος θα ήταν διθέσιο με πιλοτήριο σε διάταξη tandem. Το ιδιαίτερο αυτό σχήμα σε συνδυασμό με υλικά που απορροφούσαν την ακτινοβολία των ραντάρ, προσέφερε χαρακτηριστικά stealth πολύ εξελιγμένα, που θεωρητικά θα μπορούσαν να συγκριθούν με τα μεταγενέστερα F-22 και F-35. Οπότε, προβλεπόταν πως θα έδινε μεγάλο πλεονέκτημα σε αποστολές αναγνώρισης και κρούσης για το Αμερικανικό Ναυτικό. Το μήκος του αεροσκάφους θα ήταν 11,5 μέτρα, το εκπέτασμα 21,4, το μέγιστο βάρος απογείωσης θα έφθανε τους 36 τόνους, ενώ η μεγίστη ταχύτητα θα ήταν 930 χιλιόμετρα την ώρα, οπότε θα επιχειρούσε υποηχητικά.
Το αεροσκάφος θα έφερε δύο κινητήρες turbofan General Electric F412-D5F2, ο καθένας με ώση περίπου 13.000 λιβρών (58 kN). Η ικανότητα του να μεταφέρει όπλα βάρους 2,3 τόνων εντός εσωτερικού διαμερίσματος ήταν επίσης μια καινοτομία για την εποχή. Φορτίο θα ήταν δύο πυραύλοι AIM-120 AMRAAM για αερομαχίες και δύο AGM-88 HARM εναντίον εχθρικών ραντάρ. Ο οπλισμός θα συμπληρωνόταν από μια σειρά από όπλα ακριβείας ή ακόμα και πυρηνικά όπλα.
Ωστόσο, το πρόγραμμα αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα, με καθυστερήσεις οι οποίες οδήγησαν και σε αυξήσεις κόστους. Κάποιες απαιτήσεις για αλλαγές στο σχεδιασμό οδήγησαν σε αύξηση του βάρους κατά 30% πάνω από τις προδιαγραφές, κάτι που δυσχέραινε σοβαρά την χρήση του από αεροπλανοφόρα. Επίσης, η σχεδίαση του ραντάρ που θα έφερε το αεροσκάφος, συνέβαλε στην αύξηση του ήδη τεράστιου κόστους. Με εκτιμήσεις να αναφέρουν ότι το A-12 θα απορροφούσε έως και το 70% του προϋπολογισμού του Αμερικανικού Ναυτικού για νέα αεροσκάφη, καθώς θα εξοπλίζονταν 14 αεροπλανοφόρα με Μοίρες βομβαρδισμού, από 20 αεροσκάφη η καθεμία.
Η κρίσιμη αναθεώρηση του σχεδιασμού ολοκληρώθηκε επιτυχώς τον Οκτώβριο του 1990, αλλά η πρώτη πτήση αναβλήθηκε για τις αρχές του 1992. Ωστόσο, μελέτη του προγράμματος που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο του 1990 αποκάλυψε τα σοβαρά προβλήματα, οπότε ο τότε Υπουργός Άμυνας, Dick Cheney, ζήτησε από το Ναυτικό να δικαιολογήσει την συνέχιση του. Τελικά στις 7 Ιανουαρίου 1991, το A-12 ακυρώθηκε, καθώς είχαν παραβιαστεί όροι του συμβολαίου εξέλιξης του.
Η απόφαση ήταν σοβαρό πλήγμα για τις McDonnell Douglas και General Dynamics, καθώς κλήθηκαν να επιστρέψουν στο κράτος τα περισσότερα από τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια που είχαν δαπανηθεί για την ανάπτυξη του A-12. Η ακύρωση οδήγησε σε μια μακρά δικαστική διαμάχη μεταξύ των εταιρειών και της κυβέρνησης, που μετά από πολλές περιπέτειες -φθάνοντας μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ- κατέληξε το 2014. Οπότε η Boeing (που είχε απορροφήσει την McDonnell Douglas) και η General Dynamics, συμφώνησαν να καταβάλουν από 200 εκατομμύρια δολάρια η καθεμία στο Αμερικανικό Ναυτικό, ώστε να κλείσει η υπόθεση.
Μετά την ακύρωση του, το Ναυτικό επέλεξε το F/A-18 Hornet, το οποίο δεν είχε τις stealth δυνατότητες του A-12 αλλά ήταν μια πιο πρακτική και οικονομική λύση για την γρήγορη αντικατάσταση των A-6 Intruder και F-14 Tomcat.
Η ακύρωση του προγράμματος A-12 θεωρείται ως ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην συγχώνευση της McDonnell Douglas με την Boeing το 1997. Επίσης, ήταν μάλλον ο λόγος που η Lockheed Martin αγόρασε την δραστηριότητα κατασκευής μαχητικών αεροσκαφών της General Dynamics το 1993.
Σήμερα, ένα στατικό μοντέλο του A-12 Avenger II εκτίθεται στο μουσείο Frontiers of Flight στο Ντάλας, με το όλο πρόγραμμα να παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα στην αμερικανική ιστορία εξοπλιστικών προμηθειών.