Μια κρίση εσωτερικής αξιοπιστίας του ΝΑΤΟ φαίνεται να ξεδιπλώνεται μέσα από το σκάνδαλο που συγκλονίζει τον Οργανισμό Υποστήριξης και Προμηθειών (NSPA), με έδρα το Καπέλεν του Λουξεμβούργου. Το ΝΑΤΟ, μέσω του συγκεκριμένου οργανισμού που διαχειρίζεται προμήθειες, συμβάσεις και τεχνική υποστήριξη για τα κράτη-μέλη του, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπο με αποκαλύψεις για διαφθορά, δωροδοκίες, ευνοιοκρατία και συστηματικό ξέπλυμα χρήματος.
Η υπόθεση ήρθε στο φως το Μάιο του 2025, όταν διεθνής συνεργασία ΜΜΕ –μεταξύ των οποίων τα Follow the Money (Ολλανδία), Le Soir και Knack (Βέλγιο), καθώς και η La Lettre (Γαλλία)– αποκάλυψε εκτεταμένο κύκλωμα στελεχών του οργανισμού και συνεργατών του, που εμπλέκονταν σε αθέμιτες πρακτικές. Οι δημοσιογράφοι παρουσίασαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία εμπιστευτικές πληροφορίες για διαγωνισμούς του ΝΑΤΟ μεταβιβάζονταν παρανόμως σε εταιρείες αμυντικού υλικού, σε αντάλλαγμα χρηματικών ανταμοιβών που κυμαίνονταν από εκατοντάδες χιλιάδες έως και εκατομμύρια ευρώ.
Πρώην υπάλληλοι του NSPA, που εμφανίζονταν πλέον ως «ανεξάρτητοι σύμβουλοι», λειτουργούσαν ως μεσάζοντες ανάμεσα σε εταιρείες και ενεργά στελέχη του οργανισμού. Με πρόσχημα τη εμπειρία τους και την πολυπλοκότητα των τεχνικών προτύπων –πάνω από χίλια– αξιοποιούσαν το σύστημα προς ίδιον όφελος, κατευθύνοντας συμβάσεις προς συγκεκριμένους αποδέκτες.
Οι αποκαλύψεις οδήγησαν σε συντονισμένη επιχείρηση της Eurojust και άλλων αρχών στις 12 και 13 Μαΐου 2025, με εφόδους σε Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ισπανία, Ολλανδία, Ιταλία και Ηνωμένες Πολιτείες. Οι έρευνες έφεραν στο φως μεγάλο όγκο εγγράφων, ηλεκτρονικών δεδομένων και οικονομικών συναλλαγών, που αποδεικνύουν την ύπαρξη οργανωμένου δικτύου διαφθοράς.
Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκονται ο Βέλγος Guy Moeraert, πρώην στρατιωτικός και υπάλληλος του NSPA, ο οποίος φέρεται να είχε αποκομίσει σχεδόν 1,9 εκατομμύρια ευρώ μέσω εικονικών εταιρειών. Επίσης, ο Scott Willason, πρώην επικεφαλής του τμήματος πυρομαχικών, κατηγορείται για συναλλαγές με τουρκική εταιρεία όπλων, ενώ ο Ismail Terlemez φέρεται να συμμετείχε σε παρασκηνιακές συνεννοήσεις με προμηθευτές και συμβούλους, διαμορφώνοντας τους διαγωνισμούς προς όφελος κάποιων εταιρειών.
Παρά τη σοβαρότητα των κατηγοριών, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών απέσυρε τον Ιούλιο του 2025 μέρος των διώξεων κατά πρώην υπαλλήλων του NSPA, γεγονός που προκάλεσε εύλογες υποψίες για πολιτική παρέμβαση. Το Luxembourg Times και το Follow the Money μετέδωσαν ότι η εξέλιξη αυτή αντιμετωπίστηκε με δυσαρέσκεια από τις ευρωπαϊκές εισαγγελικές αρχές, οι οποίες συνέχισαν τις έρευνες σε Λουξεμβούργο και Βέλγιο.
Η διοίκηση του ΝΑΤΟ, μέσω της εκπροσώπου του, Allison Hart, δήλωσε ότι η Συμμαχία «δεν ανέχεται καμία μορφή διαφθοράς ή απάτης», ενώ ο Γενικός Γραμματέας Mark Rutte και η διευθύντρια του NSPA, Stacy Cummings, συγκρότησαν κοινή ομάδα εργασίας για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ωστόσο, δημοσιεύματα της La Lettre και άλλων ευρωπαϊκών μέσων κατηγορούν τη διοίκηση της NSPA για προσπάθειες περιορισμού των ελέγχων και για αποσιώπηση καταγγελιών από πληροφοριοδότες, γεγονός που προσδίδει στην υπόθεση ακόμη πιο ανησυχητικές διαστάσεις.
Η ελληνική παράμετρος
Παράλληλα, το σκάνδαλο αρχίζει να αποκτά ελληνική διάσταση. Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της σελίδας μας, στελέχη του NSPA φέρονται να έχουν προχωρήσει σε πρακτικές που στοχεύουν στην εκδίωξη ελληνικών εταιρειών από τα προγράμματα και τα συμβόλαια του οργανισμού, μεταφέροντας αντίστοιχα έργα σε ξένες, κυρίως βορειοευρωπαϊκές ή τουρκικές. Οι πρακτικές αυτές περιλαμβάνουν σκόπιμες καθυστερήσεις σε αξιολογήσεις ελληνικών φακέλων, αλλοίωση τεχνικών προδιαγραφών και χρήση προσχηματικών δικαιολογιών περί «ανεπαρκούς τεχνικής συμμόρφωσης».
Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι Τούρκοι υπάλληλοι του οργανισμού συμμετέχουν σε επιτροπές αξιολόγησης και ασκούν επιρροή σε βάρος ελληνικών συμφερόντων, σε περιπτώσεις που σχετίζονται με συμβάσεις καυσίμων, υλικοτεχνικής υποστήριξης και συντήρησης οπλικών συστημάτων. Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι ότι η ελληνική αμυντική βιομηχανία αντιμετωπίζει σκόπιμα εμπόδια, εντός ενός διεθνούς μηχανισμού στον οποίο η Ελλάδα συμμετέχει ως πλήρες μέλος και χρηματοδότης.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ευρύτερες ανησυχίες, καθώς ο NSPA είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση προμηθειών αξίας 9,5 δισεκατομμυρίων ευρώ και απασχολεί περισσότερους από 1.600 υπαλλήλους. Η αξιοπιστία του συστήματος βρίσκεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση, την ώρα που η Ευρώπη αντιμετωπίζει αυξανόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις και εξάρτηση από κοινές αλυσίδες εφοδιασμού.
Η κλίμακα του προβλήματος υπερβαίνει τη διοικητική σφαίρα. Η διαφάνεια στις αμυντικές προμήθειες συνδέεται πλέον με τη συνοχή της Συμμαχίας, τη διαχείριση των κονδυλίων και την ασφάλεια των κρατών-μελών. Αν το ΝΑΤΟ δεν μπορέσει να αποκαταστήσει τη λειτουργία του NSPA, κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπο με κρίση εμπιστοσύνης ανάλογη με εκείνη που προκάλεσαν στο παρελθόν μεγάλα σκάνδαλα αμυντικών προμηθειών στην Ευρώπη.
Για την Ελλάδα, το ζήτημα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Η χώρα μας με δικές της εταιρείες στον χώρο της άμυνας και συμμετοχή σε κοινά ευρωπαϊκά προγράμματα, φαίνεται να υφίσταται αθέμιτες πιέσεις εντός ενός θεσμού όπου υποτίθεται ότι όλοι οι εταίροι αντιμετωπίζονται ισότιμα. Οι προσπάθειες υπαλλήλων της NSPA να περιορίσουν τη συμμετοχή ελληνικών εταιρειών σε κρίσιμα έργα συνιστούν απειλή όχι μόνο για την ελληνική βιομηχανία, αλλά και για την ίδια την ιδέα της συλλογικής συμμαχικής αλληλεγγύης.









