Στον Φαίδωνα Γ. Καραϊωσηφίδη
Πρώτη δημοσίευση: «ΠΤΗΣΗ», τεύχος 36, Μάιος 2023
Το τέλος της τετραετίας της τρέχουσας κυβέρνησης -και λίγες μέρες πριν τις εθνικές εκλογές- είναι ένας κατάλληλος χρόνος για απολογισμό έργου. Για τον λόγο αυτό ζητήσαμε να μας μιλήσει ο κ. Θάνος Ντόκος, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Πρωθυπουργού, ο οποίος παρακολούθησε από κοντά τα περισσότερα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας αλλά και άλλες σχετικές εξελίξεις.
«ΠΤΗΣΗ»: Το πρόγραμμα προμήθειας των φρεγατών FDI, πλέον Κλάσης ΚΙΜΩΝ, για το Πολεμικό Ναυτικό μαζί με αυτό των 24 Rafale για την Πολεμική Αεροπορία ξεχωρίζουν ανάμεσα στις προσπάθειες ενίσχυσης της αποτρεπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Θα μπορούσατε να μας πείτε για τη διαχείριση και τις εξελίξεις στο πρώτο, που έχει πολύ μεγαλύτερο ορίζοντα υλοποίησης;
ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ: Το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης εξελίσσεται ικανοποιητικά. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί -με υπαιτιότητα της γαλλικής πλευράς- η σύμβαση με τη Διεύθυνση Εξοπλισμών της Γαλλίας (DGA), που θα παρέχει πρόσθετα εχέγγυα στην πιστοποίηση ποιότητας του προγράμματος. Η ενεργοποίηση της εν λόγω σύμβασης το ταχύτερο δυνατόν κρίνεται ως σημαντική και απαραίτητη. Επιπλέον, στο πλαίσιο ασφάλειας εφοδιασμού υπήρξε μια προφορική δέσμευση από πλευράς γαλλικών εταιρειών για εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή της τάξεως του 15% του συνολικού προγράμματος, τόσο μέσω άμεσης εμπλοκής ελληνικών εταιρειών στο πρόγραμμα FDI όσο και μέσω συμμετοχής στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα των γαλλικών εταιρειών.
Αναμένουμε από τις εμπλεκόμενες γαλλικές εταιρείες (Naval Group, Thales, MBDA) μεγαλύτερη προσπάθεια στην ικανοποίηση αυτής της δέσμευσης. Επίσης, δεδομένου ότι είναι ένα νέο πρόγραμμα, είναι λογικό και αναμενόμενο όσο εξελίσσεται, να εμφανίζονται οι λεγόμενες «παιδικές ασθένειες». Αυτές για να θεραπευθούν, θα απαιτήσουν κάποιες μικρές αλλαγές (Engineering Change Proposals) σε διάφορα συστήματα των πλοίων. Η γαλλική πλευρά θα πρέπει να εκτιμήσει το ρίσκο που ανέλαβε η Ελλάδα επιλέγοντας πλοία που δεν έχουν ταξιδέψει να είναι ευέλικτη με την υλοποίηση των μικροαλλαγών αυτών και να μην τις αντιμετωπίζει ως πηγή πρόσθετου κέρδους.
«ΠΤΗΣΗ»: Μια από τις σημαντικότερες προσπάθειες στην ενίσχυση της ελληνικής Άμυνας ήταν η δέσμη που αφορούσε στα προγράμματα σύναψης «εν συνεχεία υποστήριξης» – FOS (Follow On Support) τόσο στις νέες συμβάσεις όσο όμως -και το κυριότερο- για υφιστάμενα οπλικά συστήματα. Πώς μπορεί αυτό το πλαίσιο να γίνει πλέον θεσμός;
Το άρθρο 149 του ν. 4782/2021 δίνει πλήρη ευελιξία στη χώρα, επιτρέποντας την επιβολή ειδικών όρων, άρα και FOS, για την εκτέλεση της όποιας σύμβασης για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων της χώρας. Κατά συνέπεια, νομικό πλαίσιο για να επιδιώξουμε βέλτιστα αποτελέσματα στον τομέα του FOS υφίσταται και είναι γενικά επαρκές. Περαιτέρω νομοθέτηση μόνο δυσκαμψίες θα δημιουργήσει.
Το πρόβλημα είναι ότι μια αποτελεσματική FOS χρειάζεται χρόνο και χρήμα. Χρόνο γιατί απαιτείται σε βάθος διερεύνηση και διαπραγμάτευση, διότι συνήθως οι εταιρείες δεν είναι πρόθυμες να απεμπολήσουν μια σημαντική πηγή μελλοντικών κερδών και χρήμα, αφού μια καλή συμφωνία FOS θα αυξήσει το κόστος προμήθειας μέχρι και 30%. Κατά συνέπεια, είναι απλά θέμα επιλογής. Προτιμάμε την πιο σύντομη ή την πιο ολοκληρωμένη από πλευράς FOS επιλογή; Θέλουμε να δεσμεύσουμε χρήματα σε FOS ή είναι προτιμότερο με το ίδιο budget να προμηθευτούμε μεγαλύτερη ποσότητα συστημάτων; Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι μια λύση είναι να επιλέγουμε με βάση το κόστος κύκλου ζωής (μια καλή FOS εγγυάται χαμηλό κόστος κύκλου ζωής) και όχι το κόστος πρόσκτησης.
Η καλύτερη λύση φαίνεται να είναι κατ’ αρχάς η αλλαγή νοοτροπίας μέσω εκπαίδευσης των στελεχών που ασχολούνται με εξοπλιστικά προγράμματα (bottom up approach), και αν αυτό δεν λειτουργήσει, πολιτική εντολή (top down approach) έτσι ώστε οι όποιες συμβάσεις να εκτελούνται με μέγιστη δυνατή FOS.
«ΠΤΗΣΗ»: Σε ένα σχεδόν αντίστοιχο ζήτημα πολλά γράφηκαν για το θέμα των SSI (Security of Supply and Information) στην υπό εξέλιξη προμήθεια των F-35. Ποια είναι τελικά η πραγματικότητα;
Τα SSI αφορούν τρεις θεματικές ενότητες: (1) απαραίτητες υποδομές που πρέπει να κατασκευαστούν για την επιχειρησιακή εκμετάλλευση και υποστήριξη των F-35, (2) αναβάθμιση της ΕΑΒ για να υποστηρίξει, στον βαθμό που είναι εφικτό, αυτό το υπερσύγχρονο μαχητικό αεροσκάφος και (3) εθνική βιομηχανική συμμετοχή.
Όσον αφορά στις υποδομές, οι υπηρεσίες της Πολεμικής Αεροπορίας μπορούν να αναλάβουν αυτό το έργο με χαμηλότερο κόστος, ο δε διατιθέμενος χρόνος υλοποίησης επιτρέπει να καλυφθούν και οι όποιες καθυστερήσεις τυχόν προκύψουν από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Η ΕΑΒ βρίσκεται σε φάση εξυγίανσης, ο δε μικρός αριθμός αεροσκαφών που αρχικά θα προμηθευτούμε καθιστά οικονομοτεχνικά ασύμφορες μεγάλες επενδύσεις αναφορικά με την υποστήριξη των F-35.
Τέλος, για την εξασφάλιση εθνικής βιομηχανικής συμμετοχής τα SSI δεν αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση. Όπως και με τα λοιπά εξοπλιστικά προγράμματα, μέσω απευθείας διαπραγματεύσεων με την κατασκευάστρια εταιρεία θα επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η κυβερνητική βούληση να βρεθεί η βέλτιστη λύση για την εμπλοκή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και ήδη το υπουργείο Εθνικής Άμυνας βρίσκεται στο στάδιο της έναρξης των σχετικών συνομιλιών με την κατασκευάστρια εταιρεία.
«ΠΤΗΣΗ»: Αναφερθήκατε στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία, η οποία βρίσκεται σε εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή. Ποια είναι η επιδίωξη και οι στόχοι;
Για μια σειρά από λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, η ΕΑΒ αδυνατεί εδώ και πολλά χρόνια να διεκπεραιώσει εγκαίρως το ανατεθέν έργο. Οι σημαντικές χρονικές καθυστερήσεις δεν έχουν ευτυχώς επηρεάσει την ποιότητα των δραστηριοτήτων της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας, ενώ οι εξαιρετικά θετικές προοπτικές της εταιρείας, τόσο για την κάλυψη των αναγκών τής εθνικής άμυνας όσο και για τη μετεξέλιξη σε περιφερειακό κόμβο/hub για την υποστήριξη/συντήρηση αριθμού τύπων εναέριων μέσων που βρίσκονται σε υπηρεσία σε φιλικά κράτη στην ευρύτερη περιοχή, καθιστούν επιτακτική την ταχεία εξεύρεση λύσης στα προβλήματά της. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί η δυνατότητα της εταιρείας να εμπλακεί επιτυχώς στους τομείς των μη επανδρωμένων αεροχημάτων (UAV) και του Διαστήματος, ενώ έχει ήδη σημαντικές δραστηριότητες στον τομέα της εκπαίδευσης (με βασικό εταίρο τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα).
H Ελληνική Κυβέρνηση μέσω του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων επέλεξε τη διενέργεια διεθνούς διαγωνισμού για την εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή για την ΕΑΒ με την αποστολή πρόσκλησης για εκδήλωση ενδιαφέροντος σε συγκεκριμένες εταιρείες (λόγω και του αντικειμένου της ΕΑΒ). Βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων (δηλ. εμπειρία σε σχέση με τις κατηγορίες αεροσκαφών και ελικοπτέρων που χρησιμοποιούνται από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, κύκλο εργασιών μεγαλύτερο ή ίσο των USD 10 δις ετησίως, χώρα προέλευσης) στάλθηκε πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος μεταξύ 19.1.2023 και 24.1.2023 στις εταιρείες Boeing, Lockheed Martin, BAE Systems, Dassault Aviation, Leonardo Spa και Airbus. Οι εταιρείες που εκδήλωσαν τελικά ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη διαδικασία ήταν οι Airbus, Dassault Aviation και Lockheed Martin. Εκκρεμεί η επιλογή προτιμητέου επενδυτή.
«ΠΤΗΣΗ»: Μεγάλο μέρος των μελλοντικών εξοπλισμών, όπως το πρόγραμμα νέων κορβετών του ΠΝ αλλά και ο εκσυγχρονισμός των φρεγατών κλάσης ΜΕΚΟ200HN, σχετίζεται με τον ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο. Ποιες είναι οι δυνητικές εξελίξεις σε αυτόν αναφορικά με τη διάσταση της Άμυνας;
Πρόσφατα εξυγιάνθηκαν τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Ελευσίνας. Τι μέλλον έχουν όμως; Με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, λαμπρό. Πέραν των εργασιών συντήρησης των χιλιάδων ελληνικών και ελληνόκτητων εμπορικών πλοίων, θα πρέπει να αποτελέσουν τον κορμό ενός προγράμματος ναυπηγήσεων πολεμικών πλοίων, γύρω από τον οποίο θα δραστηριοποιηθούν δεκάδες άλλες υποκατασκευαστικές εταιρείες. Πρώτον, διότι τα φαντάσματα των κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων, της δαιμονοποιημένης επιχειρηματικότητας και της οικονομικής δυσπραγίας αποτελούν πλέον παρελθόν, και δεύτερον, διότι οι εξ ανατολών γείτονες μας εγγυώνται μια ισχυρή εσωτερική ζήτηση (το ΠΝ και το Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. διαθέτουν περισσότερα από 60 πλοία εκτοπίσματος 100-1000 τόνων και 40 πλοία άνω των 1000 τόνων), ενώ το παρελθόν έχει αποδείξει ότι και εμπειρία (ναυπήγηση φρεγατών ΜΕΚΟ, υποβρυχίων 214 κλπ.) και τεχνογνωσία υπάρχει, είτε αμιγώς εγχώρια (πχ. ηλεκτροοπτικά, πυροβόλα κλπ.) είτε ως προϊόν κοινοπραξίας (π.χ. πύραυλοι IRIS-T, ESSM κ.λπ.). Αυτό που απαιτείται, πέραν της ισχυρής πολιτικής βούλησης που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη όσον αφορά στη σημερινή κυβέρνηση, είναι μακροπρόθεσμος προγραμματισμός και οργάνωση.
Ο μακροπρόθεσμος προγραμματισμός θα θέσει ως υψηλή προτεραιότητα την υλοποίηση ενός μακροπρόθεσμου προγράμματος ναυπηγήσεων έναντι άλλων βραχυπρόθεσμων προσεγγίσεων και θα πείσει τους ιδιώτες να επενδύσουν σε βάθος χρόνου τόσο σε απαραίτητες υποδομές όσο και σε εξειδικευμένη εκπαίδευση προσωπικού. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις κύριες προτεραιότητες της κυβέρνησης περιλαμβάνονται η διερεύνηση της δυνατότητας ναυπήγησης «Εθνικού Πλοίου» (ξεκινώντας από περιπολικά ανοιχτής θαλάσσης και αντίστοιχα πλοία για το ΠΝ και το Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.), καθώς και μη-επανδρωμένων σκαφών επιφανείας και υποβρυχίων (USV/UUV).
Τέλος, το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο στον χώρο της αμυντικής βιομηχανίας (μια Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων στο ΥΠΕΘΑ, εποπτεία των αμυντικών βιομηχανιών από το ΥΠΟΙΚ, κατά περίπτωση εμπλοκή του ΥΠΑΝ κλπ.) δεν μπορεί να εξασφαλίσει την υλοποίηση ενός τόσο πολύπλοκου προγράμματος, όπως η συνολική αναδιάρθρωση και βιώσιμη λειτουργία τής ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Ένα σημαντικό βήμα θα ήταν η δημιουργία υφυπουργείου αμυντικής βιομηχανίας στο ΥΠΕΘΑ. Συμπληρωματικά, θα ήταν πολύ χρήσιμη μια ισχυρή δομή στην Προεδρία της Κυβέρνησης, θεσμικά κατοχυρωμένη και με συντονιστικό ρόλο.
«ΠΤΗΣΗ»: Αν και μιλήσαμε ήδη για κάποια κομμάτια της, ποια μπορεί και πρέπει να είναι η επόμενη μέρα για την ελληνική αμυντική βιομηχανία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα;
Τόσο η ελληνική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών όσο και η διεθνής πρακτική οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο εξυγίανσής τους, οι αμυντικές βιομηχανίες του δημοσίου θα πρέπει να αποκτήσουν ιδιωτικό management. Εφόσον αυτή η διαδικασία ολοκληρωθεί, θα έχει γίνει ένα μεγάλο βήμα προς τη δημιουργία ενός βιώσιμου σχήματος στην ελληνική αμυντική βιομηχανία, με μια μεγάλη εταιρεία σε κάθε τομέα (π.χ. η ΕΑΒ στην αεροδιαστημική, τα ΕΑΣ και η ΕΛΒΟ στα χερσαία συστήματα και τα δύο ναυπηγεία στα θαλάσσια συστήματα), γύρω από την οποία θα ενεργοποιούνται πολλές άλλες μικρότερες βιομηχανίες, δημιουργώντας έτσι ένα δραστήριο και ανταγωνιστικό «οικοσύστημα» στον χώρο της εθνικής άμυνας και ασφάλειας.
Η Εθνική Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική, που εκδόθηκε από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας το 2015, καλύπτει ικανοποιητικά τις δράσεις που πρέπει να αναληφθούν για την ανάπτυξη και διατήρηση ισχυρής Εγχώριας Αμυντικής Τεχνολογικής και Βιομηχανικής Βάσης. Από τότε όμως δεν έχει αναθεωρηθεί και σε υψηλό ποσοστό έχει παραμείνει ανενεργή. Θα πρέπει να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη με βάση το θεσμικό αυτό κείμενο, φροντίζοντας όμως σε ετήσια βάση να αξιολογούνται οι εξελίξεις στο πλαίσιο παρακολούθησης και αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου.
«ΠΤΗΣΗ»: Για να ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας, θα μπορούσατε να μας πείτε δυο λόγια για το πλαίσιο της «Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας»;
ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ: Η ετοιμασία μιας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας (ΣΤΕΑ), της πρώτης που εκπονήθηκε στη χώρα μας, προκύπτει από την ανάγκη υιοθέτησης μιας ολιστικής προσέγγισης (whole of government approach), της μελέτης «μεγα-τάσεων» (megatrends) και σημαντικών εξελίξεων στο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας με στόχο την έγκαιρη διάγνωση προκλήσεων και ευκαιριών και την αξιολόγηση απειλών, καθώς επίσης και ενός συνολικού, συνεκτικού και μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού, προγραμματισμού, συντονισμού και αξιολόγησης των κυβερνητικών πολιτικών.
Η ΣΤΕΑ θα έχει οκτώ βασικές και απολύτως διασυνδεδεμένες επιδιώξεις:
- Να ορίσει με σαφήνεια και ρεαλισμό τα εθνικά συμφέροντα, τις βασικές παραδοχές και στρατηγικές κατευθύνσεις,
- να σκιαγραφήσει τα χαρακτηριστικά, τις διαφαινόμενες κύριες παγκόσμιες και περιφερειακές τάσεις, καθώς και τις προκλήσεις ασφάλειας του 21ου αιώνα,
- να παρουσιάσει και να ιεραρχήσει τις απειλές, προκλήσεις και κινδύνους και να εντοπίσει τις ενδεχόμενες ευκαιρίες για την ελληνική εθνική ασφάλεια,
- να διατυπώσει συγκεκριμένους και ρεαλιστικούς στόχους -καθώς και δράσεις και έργα για κάθε στόχο- για την προστασία και προαγωγή των εθνικών συμφερόντων διά της βέλτιστης αξιοποίησης των συντελεστών εθνικής ισχύος και του αποτελεσματικού συντονισμού των εμπλεκόμενων φορέων,
- να αποτελέσει το βασικό θεσμικό υπόβαθρο για τη σύνταξη τομεακών θεσμικών κειμένων από τους αρμόδιους φορείς εθνικής ασφάλειας προς υλοποίηση της ΣΤΕΑ,
- να αποτυπώσει το ελληνικό σύστημα εθνικής ασφάλειας και παραγωγής στρατηγικής σκέψης και σχεδιασμού, καθώς και τις διαδικασίες εκπόνησης, ενημέρωσης και υλοποίησης της ΣΤΕΑ,
- να συνεισφέρει στην επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής συναίνεσης σχετικά με τις στρατηγικές κατευθύνσεις και τους στόχους της χώρας σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και (η) να παρουσιάσει εντός και εκτός συνόρων την υψηλή στρατηγική τής χώρας για την προστασία των εθνικών συμφερόντων.
Η υλοποίηση της ΣΤΕΑ, που αποτέλεσε προϊόν ενδελεχούς επεξεργασίας από την επιτελική ομάδα του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας σε στενή συνεργασία με το σύνολο των Υπουργείων και άλλων εμπλεκόμενων υπηρεσιών, θα εξασφαλίζεται μέσω «τομεακών» θεσμικών κειμένων (π.χ. Στρατηγικό Σχέδιο Υπουργείου Εξωτερικών, Πολιτική Εθνικής Άμυνας, Αντεγκληματική Πολιτική, Εθνική Στρατηγική Κυβερνοασφάλειας, Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα κλπ.), τα οποία θα συνδέονται με τη ΣΤΕΑ, καθώς από τούδε και στο εξής θα εκπηγάζουν από αυτή. Τα εν λόγω κείμενα θα λαμβάνουν υπόψη τις ανά τομέα προκλήσεις και απειλές, καθώς και τα διατιθέμενα μέσα και θα χαράζουν πολιτικές διαχείρισης και αντιμετώπισης. Η ετοιμασία των κειμένων αυτών και η υλοποίηση των στόχων και δράσεων αποτελούν αρμοδιότητα και ευθύνη των αρμόδιων υπουργείων και υπηρεσιών.
Ο Θάνος Ντόκος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Cambridge. Έχει διατελέσει ερευνητής στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη της Φρανκφούρτης και το Κέντρο για την Επιστήμη και τις Διεθνείς Σχέσεις του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Από τον Μάρτιο του 1996 έως τον Οκτώβριο του 1998 εργάστηκε ως επιστημονικός υπεύθυνος της Διεύθυνσης Στρατηγικών Μελετών στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας και στο διάστημα 1998-99 ως Σύμβουλος σε θέματα ΝΑΤΟ στο υπουργείο Εξωτερικών. Διετέλεσε γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Πειραιώς και Αθηνών, στη Σχολή Εθνικής Αμύνης, στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας και στη Διπλωματική Ακαδημία.