Μέχρι την εμφάνιση του Τζένγκις Χαν, οι Μογγόλοι ήταν μια νομαδική φυλή που ζούσε στις στέπες της βορειοανατολικής Ασίας αλλά, με το θάνατό του, άφησε πίσω τη μεγαλύτερη σε έκταση αυτοκρατορία στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στην περίοδο της απολύτου ακμής της φαινόταν ότι κανείς δεν ήταν σε θέση να σταματήσει τις ορδές των εξαιρετικά ικανών και ευέλικτων Μογγόλων ιπποτοξοτών.
Στα μέσα του 13ου αιώνα, κινήθηκαν με επεκτατικές βλέψεις προς τη Μέση Ανατολή συντρίβοντας όποιον στεκόταν εμπόδιο στο διάβα τους, καταλαμβάνοντας τη μία μετά την άλλη τις μεγάλες πόλεις, και εξαφανίζοντας ακόμη και βασίλεια. Υπό την εξαιρετική αρχηγία του Χουλάγκου Χαν – εγγονού του Τζένγκις Χαν – οι Μογγόλοι διέλυσαν το 1256 τους Ασσασίνους, ενώ δύο χρόνια αργότερα ισοπέδωσαν τη Βαγδάτη, βάζοντας την ταφόπλακα στο παλαιό και μακραίωνο χαλιφάτο των Αββασιδών. Το 1260 έπεσε το Χαλέπι και αμέσως μετά ήρθε η σειρά της δυναστείας των Αγιουβιδών με την κατάληψη της Δαμασκού.
Μετά από αυτά τα νικηφόρα αποτελέσματα, ο Χουλάγκου Χαν στράφηκε νοτίως, κατευθυνόμενος προς την Αίγυπτο, που τότε διοικείτο από το Μαμελούκο σουλτάνο Σαΐφ αντ-Ντιν Κουτούζ, τον θριαμβευτή εναντίον των ευρωπαίων πολεμιστών της Έβδομης Σταυροφορίας. Είναι δε αξιοσημείωτο πως ο Κουτούζ είχε σκλαβωθεί παλαιότερα από αυτούς που απειλούσαν τώρα τη χώρα του (είχε γεννηθεί στην Κεντρική Ασία, όταν τελούσε υπό δυναστεία των Χβαραζμίων, η οποία έπεσε στα χέρια των Μογγόλων το 1231).
Ο Κουτούζ υπήρξε ένας από τους αιχμαλώτους που πωλήθηκαν κατά χιλιάδες σε σκλαβοπάζαρα της Κεντρικής Ασίας και Μέσης Ανατολής. Ο ίδιος αγοράστηκε από τον σουλτάνο του Καΐρου Αϋμπάκ και έγινε Μαμελούκος (οι Μαμελούκοι, που εκπαιδεύονταν ως επίλεκτοι μαχητές, φημίζονταν για την απαράμιλλη ανδρεία τους. Με την πάροδο των αιώνων η πολιτική τους επιρροή και η ισχύς τους άρχισαν να καθίστανται επικίνδυνες, ώσπου τελικά κατέλαβαν την εξουσία στην Αίγυπτο).
Ο Χουλάγκου Χαν έστειλε πρέσβεις στο Κάϊρο για να ζητήσουν την υποταγή του αλλά εκείνος αρνήθηκε, βασιζόμενος στη συνδρομή των Μαμελούκων του Μπαϊμπάρς που είχε πολεμήσει στο πλευρό του εναντίον των σταυροφόρων και είχε καταφθάσει από τη Δαμασκό, πριν την πτώση της από τους Μογγόλους. Τρέφοντας τη βεβαιότητα πως σε περίπτωση που προχωρούσε εναντίον του ο Χουλάγκου Χαν, θα πλήρωνε μεγάλο τίμημα, ο Κουτούζ αποκεφάλισε τους πρέσβεις και παλούκωσε τα κεφάλια τους σε μια από τις πύλες εισόδου στο Κάϊρο. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί πριν ο Χουλάγκου Χαν επιτεθεί στη Βαγδάτη, αλλά τότε οι Άραβες ήταν αυτοί που πλήρωσαν το τίμημα.
Το παράδοξο είναι πως ο Χουλάγκου Χαν δεν έμεινε για να συγκρουστεί με τον Κουτούζ, αλλά αποχώρησε με το μεγαλύτερο μέρος της δυνάμεώς του, αφήνοντας πίσω όχι περισσότερους από 10-20.000 άνδρες υπό τη διοίκηση ενός εκ των υπολοχαγών του, ονόματι Κιτμπούγκα. Ο λόγος, που δεν αποσαφηνίζεται στις πηγές, είχε προφανώς να κάνει με την αδυναμία ανευρέσεως αρκετής τροφής για τα άλογα και τους περίπου 10.000 άνδρες του στην άνυδρη περιοχή.
Ο πολεμοχαρής Κουτούζ δεν αρκέστηκε στην αποχώρηση του αντιπάλου του, αλλά αποφάσισε με τον Μπαϊμπάρς να κινηθεί πρώτος για να χτυπήσει τους εναπομείναντες του Κιτμπούγκα, αντί να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους. Έτσι κινήθηκε εναντίον τους με μια δύναμη περίπου 20.000 έφιππων και πεζικάριων. Εν τω μεταξύ, είχε στείλει απεσταλμένους του στο χριστιανικό κρατίδιο της Ιερουσαλήμ για να πάρει την άδεια των Φράγκων ώστε να περάσει από τα εδάφη της επικυριαρχίας τους. Οι τελευταίοι δέχτηκαν, αντιλαμβανόμενοι πως οι Μογγόλοι αποτελούσαν απειλή σοβαρότερη από τους Αιγυπτίους. Όταν ο Κουτούζ πληροφορήθηκε πως ο Κιτμπούγκα είχε διασχίσει τον Ιορδάνη ποταμό, κατευθύνθηκε με τους Μαμελούκους του στην κοιλάδα του Μεγίντο (Jezreel) για τη μεγάλη σύγκρουση.
Σχεδιάζοντας προσεκτικά τη στρατηγική τους, ο σουλτάνος και ο Μπαϊμπάρς έκρυψαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους στα ορεινά δάση της περιοχής που γνώριζαν καλά, ενώ το υπόλοιπο συμμετείχε σε επιθέσεις και εικονικές υποχωρήσεις ώστε να αποτραβήξει τους Μογγόλους στα σημεία της παγίδας. Με τις μάχες να συνεχίζονται ακατάπαυστα για πολλές ώρες κατά το πρωινό της 3ης Σεπτεμβρίου του 1260, ο Κιτμπούκα παρασύρθηκε τελικώς και πλησίασε τα κρυμμένα στρατεύματα των Μαμελούκων που ξεπρόβαλαν από τα δέντρα για την κυκλωτική κίνηση. Παρά τον αιφνιδιασμό τους, οι Μογγόλοι αντιστάθηκαν με απύθμενο σθένος και δεν απείχαν πολύ από το να τρέψουν σε άτακτη φυγή την αριστερή πτέρυγα των επιτιθεμένων, η οποία ενισχύθηκε από τον ίδιο τον Κουτούζ με τους επιλέκτους ιππείς της φρουράς του.
Οι Μογγόλοι μπόρεσαν να αναδιοργανωθούν και να αντεπιτεθούν, αλλά δεν κατόρθωσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο της μάχης. Το αποτέλεσμα ήταν να σφαγιασθούν μαζί με τον αρχηγό τους. Αν και οι Μαμελούκοι είχαν υποστεί βαρύτατες απώλειες, τελικά επικράτησαν και πέτυχαν το έως τότε ακατόρθωτο: να βάλουν τέλος στη φήμη των Μογγόλων ως ανίκητων σε ανοιχτή μάχη.
Αν και ο Χουλάγκου Χαν ορκίστηκε εκδίκηση για το θάνατο του Κιτμπούκα με ολοσχερή λεηλασία του Καΐρου, δεν κατάφερε ποτέ να εκπληρώσει το πλάνο του. Πέθανε πέντε χρόνια αργότερα σε μία από τις συγκρούσεις του με άλλες μογγολικές ομάδες που οδήγησαν στην εξασθένιση και το τέλος της μεγάλης αυτοκρατορίας την οποία ξεκίνησε ο παππούς του, ο Τζένγκις Χαν.