Το Messerschmitt Me 410 «Hornisse» ήταν ένα δικινητήριο βαρύ μαχητικό (Zerstörer) του οποίου η ιστορία ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του 1940 και προέκυψε από το αποτυχημένο Me 210 που σκόπευε να καταστεί ο διάδοχος του Bf 110. Για το συγκεκριμένο, παρά τις προσπάθειες βελτιώσεώς του στην Ουγγαρία με την έκδοση Me 210C, τα προβλήματα ασταθείας και δυσκολίας χειρισμού ποτέ δεν ξεπεράστηκαν ουσιωδώς (για το αεροσκάφος έχουμε ήδη μιλήσει σε παλαιότερο άρθρο.
Messerschmitt Me 210: η παταγώδης αποτυχία της γερμανικής βιομηχανίας
Η αντικατάστασή του λοιπόν από το Me 410 επήλθε κάτι ως φυσικό επακόλουθο. Το αναβαθμισμένο μαχητικό απεδείχθη πιο αξιόπιστο από τον προκάτοχό του, εκτελώντας με αρκετή επιτυχία τα καθήκοντά του για όσο διάστημα συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Οι πρόδρομοι του Me 410
Όταν το Υπουργείο Αεροπορίας του Ράϊχ αποφάσισε, στις 14 Απριλίου του 1942, να αναστείλει την παραγωγή του Me 210, το πρωτότυπο Me 210V-17 αποτέλεσε τον πρόδρομο του Me 410. Στο ενδιάμεσο δημιουργήθηκε το Me 310 το οποίο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την απέλπιδα προσπάθεια της εταιρείας να περισώσει κάτι από την αποτυχία του project της. Το συγκεκριμένο διέθετε συμπιεζόμενο κόκπιτ για την εκτέλεση ρόλων μαχητικού και βομβαρδιστικού μεγάλου ύψους και τροφοδοτείτο με δύο Daimler-Benz DB 603Α. Έφερε δύο πυροβόλα MG 151 των 20 χιλ. και δύο τηλεχειριζόμενα πολυβόλα MG 17 των 13 χιλ. Πέταξε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1943, αλλά μέχρι το τέλος του έτους το πρόγραμμα ακυρώθηκε, αφού κρίθηκε πως η συνολική του απόδοση δεν άλλαξε από αυτήν του προκατόχου του, Me 210. Οι όποιες βελτιώσεις υπήρξαν πράγματι ανεπαίσθητες.
Το γραφείο σχεδιασμού της Messerschmitt αξιοποίησε καταλλήλως τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των Me 210 και Me 310 για να δημιουργήσει το νέο πρωτότυπο του Me 410 που επέλυσε προγενέστερα προβλήματα σταθερότητας και χειρισμού. Λόγω αυτού, η πρόοδος υπήρξε γρήγορη και οι πρώτες παραδόσεις ξεκίνησαν τον Ιανουάριο κιόλας του 1943.
Οι διάφορες εκδόσεις
Το Me 410Α-1 κατασκευάστηκε ως ευέλικτο βομβαρδιστικό με σκοπό να συμπληρώσει ή να αντικαταστήσει, ει δυνατόν, τα Dornier Do 217 και Junkers Ju 88. Η αμέσως επόμενη έκδοση, το A-2, σχεδιάστηκε ως Zerstörer. Διέθετε τον ίδιον οπλισμό και αφαιρέθηκαν μόνο τα χαρακτηριστικά καθέτου εφορμήσεως. Τον Απρίλιο του 1944 ήλθε το Me 410B τροφοδοτούμενο με κινητήρες DB 603G και υπερσυμπιεστή που αύξανε την ισχύ τους στους 1.900 ίππους. Οι διαφορετικοί τύποι καθιστούσαν σαφές που ο καθένας επρόκειτο να επιτελέσει διαφορετικό ρόλο.
Νέες ιδέες μετατροπών προτάθηκαν μεν, αλλά δεν έφτασαν ως τη μαζική παραγωγή. Μεταξύ αυτών ήταν το Me 410C με πλήρως επανασχεδιασμένες πτέρυγες και ρύγχος, καθώς και κινητήρες DB 603ZJ ή BMW 801 TJ. Ακολούθησε το Me 410D, το οποίο είχε πολλές ομοιότητες με το προηγούμενο, αλλά κάποια μέρη του ήταν κατασκευασμένα από ξύλο για εξοικονόμηση υλικών, που γίνονταν όλο και πιο δυσεύρετα όσο ο πόλεμος έφτανε στην κατάληξή του. Τέλος, κατασκευάσθηκε το Me 410H που προήρχετο από την έκδοση Β, αλλά θα χρησιμοποιείτο για πτήσεις μεγάλου υψομέτρου. Το Me 410 παρήχθη συνολικά σε 1.160 μονάδες.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Ήταν εξ ολοκλήρου μεταλλικό χαμηλοπτέρυγο, στηριζόμενο σε συμβατικό σύστημα προσγείωσης. Τα ατρακτίδια των κινητήρων με τους περιστρεφόμενους κώνους των τρίφυλλων ελίκων εξείχαν πέραν του ρύγχους της ατράκτου. Το πιλοτήριο, τοποθετημένο αρκετά μπροστά, καθιστούσε εξαίρετη την ορατότητα των δύο μελών του πληρώματος. Οι εμφανισιακές διαφορές από το Me 210 ήταν μια μικρή επιμήκυνση της ατράκτου στο οπίσθιο τμήμα. Το μήκος του ήταν 12,48 μέτρα, το ύψος 4,28, ενώ το άνοιγμα πτερύγων έφτανε τα 16,35 μέτρα.
Ο επιθετικός οπλισμός του Me 410Α αποτελείτο από δύο πολυβόλα Rheinmetall MG 17 των 7,92 χιλ. και δύο πυροβόλα Mauser MG 151 των 20 χιλ. Και τα τέσσερα ήταν τοποθετημένα στο ρύγχος. Για την άμυνά του διέθετε δύο τηλεχειριζόμενα Rheinmetall MG 131 των 13 χιλ. Αυτή η διάταξη των όπλων προέρχετο από το Me 210. Το συγκεκριμένο είχε επίσης δυνατότητα μεταφοράς βομβών βάρους 500 κιλών σε εσωτερική καταπακτή κάτω από το εμπρόσθιο τμήμα της ατράκτου.
Ο τύπος του βομβαρδιστικού Me 410Α-1 διέφερε από αυτόν του μαχητικού στην εγκατάσταση ενός διοπτήρος και στη δυνατότητα τοποθέτησης αγκίστρων για τέσσερις βόμβες, βάρους 50 κιλών εκάστη. Άλλες παραλλαγές προέβλεπαν εξοπλισμό με πυροβόλα Rheinmetall BK 5 των 50 χιλ. ή BK 3,7 των 37 χιλ. ή οκτώ πυροβόλων των 20 χιλ. ή και εκτοξευτού ρουκετών Nebelwerfer.
Επιχειρησιακή δράση
Ο συνολικός αριθμός κατασκευής τους επέτρεψε την παρουσία τους σε πολλά μέτωπα: στη Μάγχη, στο Ανατολικό, στη Νορβηγία, στην Τυνησία, στην Ιταλία, και στα Βαλκάνια. Η πρώτη Μοίρα που εφοδιάστηκε με Me 410 ήταν η V./KG 2 στις αρχές του 1943 με έδρα το Lechfeld (κοντά στο Augsburg), όπου ξεκίνησε να αντικαθιστά τα παρωχημένα Dornier Do 217E. H πρώτη ήττα του καταγράφηκε τη νύχτα της 13ης-14ης Ιουλίου του 1943, όταν καταρρίφθηκε από ένα de Havilland «Mosquito». Αργότερα τον Μάιο, κάποια εστάλησαν στην Τύνιδα. Στην Ιταλία, Me 410Α-1 εφοδίασαν μονάδες που διέθεταν Ju 88 και ήταν σταθμευμένες στη Σαρδηνία. Υπάρχουν αναφορές για χρήση τους το 1944 σε Ουγγαρία, Γαλλία, Πολωνία και Λετονία.
Κυριάρχησε προς το τέλος του πολέμου, επιχειρώντας ως Zerstörer εναντίον εχθρικών βομβαρδιστικών, πριν αντικατασταθεί από τα Messerschmitt Me 262. Ήταν όμως λιγότερο αποτελεσματικό σε αερομαχίες εναντίον μαχητικών (κυρίως των Supermarine Spitfires και P-51 Mustangs). Λόγω αυξανομένων απωλειών, το Me 410 πέρασε σταδιακά σε ρόλους προσβολής πλοίων, αναγνώρισης και νυχτερινών αποστολών. Με αυτόν τον τελευταίο ρόλο ολοκληρώθηκε και η δράση του πριν την οριστική λήξη των εχθροπραξιών.