Σαν σήμερα δυο και πλέον δεκαετίες πριν, τον Ιανουάριο του 1989, συνέβη το δυστύχημα της «Πτήσης 92» της British Midland, στο Kegworth της Αγγλίας.
Το βράδυ τις 8ης Ιανουαρίου 1989, ενώ η Βρετανία προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί τρεις εβδομάδες νωρίτερα στο Lockerbie, έλαβε χώρα άλλη μια αεροπορική τραγωδία, ένα περιστατικό από εκείνα που δε θα έπρεπε να ποτέ να συμβούν.
Ένα καινούργιο Boeing 737-400 (“G-OBME”) της British Midland, που είχε απογειωθεί από το αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου και εκτελούσε πτήση προς το Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας, λίγα λεπτά μετά την αναχώρησή του αντιμετώπισε δυσλειτουργία στον ένα κινητήρα του, ένα συμβάν «ρουτίνας», που το ανάγκασε να κατευθυνθεί για προσγείωση στο κοντινότερο αεροδρόμιο, αυτό στα East Midlands στην Κεντρική Αγγλία.
Δυστυχώς η διαχείριση του περιστατικού εκείνο το βράδυ ήταν κάθε άλλο από μια συνήθης αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης. Το πλήρωμα διαβάζοντας λάθος τον πίνακα των οργάνων έσβησε τον δεξί (Νο 2) κινητήρα που απέδιδε κανονικά ισχύ, αφήνοντας σε «λειτουργία» τον προβληματικό αριστερό. Στη λάθος αρχική διαχείριση, σύμφωνα με το πόρισμα, συνέβαλε καίρια ότι η εκπαίδευση του πληρώματος στον τύπο είχε γίνει σε άλλο μοντέλο (-300) της δεύτερης γενιάς των 737. [Τα 737-300/400 είχαν κοινό type rating]. Σύμφωνα με το πόρισμα ο κυβερνήτης του μοιραίου 737-400 ήταν πεπεισμένος ότι ο δεξιός κινητήρας ήταν προβληματικός και αγνόησε τις ενδείξεις των οργάνων, επειδή υπήρχε μυρωδιά καπνού στην καμπίνα. Σε όλα τα προηγούμενα μοντέλα του 737 το σύστημα κλιματισμού «οδηγείτο» από απαγωγή αέρα (bleed air) από τον δεξιό κινητήρα και έτσι συμπέρανε -λόγω εμπειρίας- το… «αυτονόητο», αν και τραγικά λανθασμένο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στο 737-400 όμως, το οποίο πετούσε για λίγες εβδομάδες, η Boeing είχε αλλάξει τη διαμόρφωση αυτή και ο κλιματισμός «οδηγείτο» και από τους δυο κινητήρες.
Το πλήρωμα θαλάμου και οι επιβάτες άκουσαν την ανακοίνωση του πιλότου ότι «τέθηκε εκτός λειτουργίας ο δεξιός κινητήρας» αλλά δεν αντέδρασαν, ενώ έβλεπαν φλόγες να βγαίνουν από τον αριστερό κινητήρα. Ο τελευταίος, στην εξέλιξη του συμβάντος, σταμάτησε εντελώς να παράγει ώση ενώ το 737 προσέγγιζε για προσγείωση και το αεροσκάφος… ανεμοπορώντας συνετρίβη ελάχιστα πριν το κατώφλι του διαδρόμου παρά την προσπάθεια των χειριστών να εκκινήσουν τον, θεωρητικά, κατεστραμμένο δεξιό κινητήρα. Ο απολογισμός ήταν ιδιαίτερα βαρύς καθώς 39 επιβάτες έχασαν τη ζωή τους μέσα στα συντρίμμια του επιβατικού και 8 αργότερα, ενώ από τους υπόλοιπους 79, οι 74 τραυματίστηκαν σοβαρά.
Το περιστατικό, ανεξάρτητα από τον υψηλό φόρο αίματος, «προσέφερε» αρκετά διδάγματα που ωφέλησαν τους επιβάτες τα επόμενα χρόνια, όπως είναι πάντα ο στόχος της διερεύνησης αεροπορικών περιστατικών, δηλαδή να μη ξανασυμβούν.
Η σημαντικότερη τροποποίηση στις διαδικασίες είναι η δυνατότητα που έχει το πλήρωμα θαλάμου επιβατών να καλεί το πιλοτήριο εάν υπάρχει κάτι που δε φαίνεται φυσιολογικό ή σύμφωνο με τις ανακοινώσεις των πιλότων, θέτοντας κάποιες από τις βάσεις της διαχείρισης δυναμικού πληρώματος που έχει βοηθήσει στην ασφάλεια των πτήσεων.
Η δεύτερη βελτίωση που ενσωματώθηκε στις διαδικασίες είναι η υιοθέτηση του κανόνα στην πιστοποίηση των επιβατικών αεροσκαφών ότι όλοι οι επιβάτες θα πρέπει να έχουν βγει από την καμπίνα σε 90 δευτερόλεπτα, ακόμη και εάν μόνο οι μισές εξόδους ανάγκης είναι εν χρήση (λόγω αποκλεισμού, δομικής καταστροφής, φωτιάς από τη συγκεκριμένη πλευρά του αεροπλάνου κ.ά). Ο κανόνας των 90 δευτερολέπτων ισχύει ανεξάρτητα από το μέγεθος των αεροσκαφών, αφού αυτά σχεδιάζονται με αρκετές εξόδους ανάγκης ώστε να εξυπηρετείται η επιταγή αυτή ασφάλειας πτήσεων (σε εξελικτικά μοντέλα επιβατικών, όπως τα 737 και Α320, στα οποία η άτρακτος επιμηκύνεται ώστε να αυξηθεί η χωρητικότητα, η ανασχεδίαση περιλαμβάνει πολλές φορές και την προσθήκη επιπλέον εξόδων κινδύνου γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο).
Η τρίτη αλλαγή αφορούσε στους επιβάτες και πιο συγκεκριμένα στη στάση προστασίας που πρέπει να λαμβάνουν σε περίπτωση αναγκαστικής προσγείωσης. Στο περιστατικό υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός τραυματισμών που οφείλονταν στον τρόπο που οι επιβάτες προετοιμάστηκαν για την αναγκαστική προσγείωση. Λίγα χρόνια μετά η ανάλυση των τραυματισμών οδήγησε στην υιοθέτηση ασφαλέστερης θέσης προστασίας.
Αν και το περιστατικό δεν έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη της πολιτικής αεροπορίας όπως η σύγκρουση των 747 στην Τενερίφη ή το περιστατικό με το DC-10 στις ΗΠΑ λίγους μήνες αργότερα, τα διδάγματα είχαν σαφώς μεγαλύτερες επιπτώσεις στην ασφάλεια των πτήσεων.
Με τη συνεργασία του Τάσσου Αναστασιάδη