Μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια το Μπαχρέιν αποφάσισε να διορίσει ξανά πρεσβευτή στη Δαμασκό, ανοίγοντας το δρόμο για την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων των δύο χωρών.
Ο διορισμός του Ουάχιντ Μουμπάρακ Σάγιαρ, εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα διπλωματικής επαναπροσέγγισης αρκετών αραβικών χωρών με την κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.
Τα περισσότερα αραβικά κράτη του Κόλπου είχαν είτε υποβαθμίσει, ή κλείσει τις διπλωματικές αποστολές τους στη Δαμασκό αφού οι δυνάμεις της συριακής κυβέρνησης έκαναν χρήση βίας εναντίον διαδηλωτών που ζητούσαν τον εκδημοκρατισμό της χώρας το 2011, λίγο πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος στη χώρα.
Τον περασμένο μήνα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), που άνοιξαν ξανά τη διπλωματική τους αποστολή στη συριακή πρωτεύουσα το 2018, έστειλαν τον υπουργό Εξωτερικών τους στη Δαμασκό για να συναντήσει τον πρόεδρο Άσαντ. Τα ΗΑΕ εξάλλου τάχθηκαν υπέρ της επανεισδοχής της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο.
Το Αμπού Ντάμπι άρχισε να συζητάει ξανά με τη Δαμασκό μετά τις αποφασιστικές νίκες του συριακού στρατού, που δρα με την υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και σιιτικών παραστρατιωτικών οργανώσεων, ιδίως της Χεζμπολάχ του Λιβάνου. Σκοπός των ΗΑΕ είναι να αυξήσουν την αραβική επιρροή στη Συρία, μειώνοντας αυτήν της Τουρκίας, βασικής προστάτιδας δύναμης των ισχυρότερων παρατάξεων των ανταρτών αλλά και της Τεχεράνης, στυλοβάτη του καθεστώτος του Άσαντ.
Τα Εμιράτα ήταν ένα από τα κράτη της περιοχής που υποστήριξαν τους αντάρτες, αν και ο ρόλος της δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο αυτός της Σαουδικής Αραβίας ή του Κατάρ, που δεν έχουν αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις τους με τη συριακή κυβέρνηση.
Το Ομάν ήταν το πρώτο κράτος του Κόλπου που τοποθέτησε ξανά – το 2020 – πρεσβευτή στη Συρία.