Το μεγάλο μειονέκτημα της παρατεταμένης περιόδου κατασκευής του ιαπωνικού βαρέως μαχητικού Kawasaki Ki-45 «Toryu» ήταν πως όταν αυτό τελικώς ξεκίνησε δράση, απεδείχθη αξιόπιστο και αποδοτικό, αλλά φάνηκε ότι δεν θα έκανε εκκωφαντική διαφορά στους αιθέρες του Ειρηνικού. Κατά τη διάρκεια της τριετούς εξέλιξής του, το βλέμμα των επιτελών ήταν ταυτοχρόνως στραμμένο και στο Mitsubishi Ki-46 «Dinah» που φτιαχνόταν εν παραλλήλω. Παραμένει άγνωστο το επίπεδο συνεργασίας των δύο βασικών σχεδιαστών Tomio Kubo της Mitsubishi και Takeo Doi της Kawasaki. Πιστεύεται όμως πως πρέπει να υπήρξε μεταξύ τους κάποια ανταλλαγή εμπειριών. Το κάθε αεροσκάφος είχε μεν τις ιδιαιτερότητες που το καθιστούσαν ξεχωριστό, αλλά η περαιτέρω ανάπτυξή τους παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία.
Ιστορία
Η ιστορία του Κi-96 τώρα είναι στενά συνδεδεμένη με αυτήν του Ki-45 αφού κατ’ουσίαν το πρώτο αποτέλεσε μια αληθινά βελτιωμένη έκδοση του δευτέρου. Η τοποθέτηση του νέου κινητήρος Ha-112-II στο αναγνωριστικό Mitsubishi Ki-46-III του επέτρεψε να παραμείνει τεχνολογικώς σύγχρονο και αποτελεσματικό έως το τέλος του πολέμου. Δυστυχώς όμως το αεροσκάφος της Kawasaki δεν είχε την ίδια εξέλιξη. Η απόκλιση από τον πρωταρχικό σχεδιασμό του Ki-45-II περιελάμβανε μόνο την αντικατάσταση των κινητήρων για να διατηρήσει την ιδιότητά του ως μαχητικού, ενώ ο οπλισμός του παρέμεινε αμετάβλητος.
Το δεύτερο εξάμηνο του 1942, το τεχνικό τμήμα του Αρχηγείου Αεροπορίας Στρατού, Kōkū Hombu, ζήτησε ένα μαχητικό συνοδείας με μεγαλύτερη εμβέλεια, αυξημένη ταχύτητα και δυνατότερο οπλισμό. Έτσι, το Ki-45-II εφοδιάστηκε με νέο πυροβόλο Ηo-203 των 37 χιλ. Επειδή αυτό αρχικώς προεξείχε αρκετά, το ρύγχος επιμηκύνθηκε και μάλιστα διατήρησε τη συγκεκριμένη τροποποίηση και στον τύπο Ki-45 Kai. Ταυτοχρόνως ενισχύθηκε και ο υπόλοιπος οπλισμός του. Λόγω των ισχυροτέρων κινητήρων, κρίθηκε απαραίτητος ο επανασχεδιασμός της ουράς, μεγαλώνοντας επίσης και την άτρακτο και αυξάνοντας το άνοιγμα πτερύγων.
Ως αποτέλεσμα, το Ki-45 κατέστην πρακτικώς ένα καινούριο αεροπλάνο. Το πρόβλημα ήταν πως τα νέα όπλα και ο επανασχεδιασμός πρόσθεσαν επιπλέον βάρος στο αρχικό «Toryu», οπότε οι νέοι κινητήρες επέφεραν κάποια αύξηση της ταχύτητας, αλλά λίαν περιορισμένη.
Με την αξιολόγηση του Ki-45-II, το Kōkū Hombu απεφάνθη πως η ελαφρώς βελτιωμένη ταχύτητα δεν μπορούσε να καλύψει τις απαιτήσεις που χρειαζόταν ως αναχαιτιστής. Τη δεδομένη όμως στιγμή, δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Το Mitsubishi Ki-83 θα μπορούσε θεωρητικά να επιτελέσει τον αιτούντα ρόλο του βαρέως μαχητικού, αλλά οι διαδικασίες κατασκευής του είχαν μείνει στάσιμες. Οπότε η όλη προσοχή επικεντρώθηκε στο Ki-45-II. Για την αύξηση της ταχύτητός του, προτάθηκε η πλήρης αφαίρεση του οπισθίου πολυβόλου, το οποίο είχε περισσότερο ψυχολογική επίδραση, αφού δεν παρείχε ουσιαστική προστασία.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Ο σχεδιασμός της μονοθέσιας έκδοσης του διθέσιου Ki-45-II εγκρίθηκε από το Kōkū Hombu και το νέο project, που έλαβε την ονομασία Ki-96, ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1942. Κάτω από την πίεση του χρόνου, οι απαραίτητες τροποποιήσεις έγιναν απευθείας απάνω στο Ki-45-II. Το πρώτο πρωτότυπο ήταν έτοιμο τον Σεπτέμβριο του 1943, ενώ ακολούθησαν δύο ακόμη με καινούριο κόκπιτ μονής καλύπτρας. Ο κώνος του ρύγχους μίκρυνε, ενώ η άτρακτος στένεψε προς τα πίσω, καταλήγοντας σε μονό κάθετο ουραίο. Το σύστημα προσγείωσης ήταν όλο ανασυρόμενο, συμπεριλαμβανομένου και του ουραίου τροχού.
Το Ki-96 τροφοδοτείτο από δύο αερόψυκτους δεκατετρακύλινδρους αστεροειδείς Ha-112-ΙΙ, των 1.500 ίππων έκαστος, οι οποίοι αποτελούσαν την εξέλιξη των Ha-102, ισχύος 1.050 ίππων (οι ίδιοι υπήρχαν και στο Ki-45). Η μέγιστη ταχύτητα έφτανε τα 373 μίλια την ώρα με εμβέλεια 995 μιλίων και ανώτατο υψόμετρο τα 37.700 πόδια. Ο οπλισμός ήταν ένα πυροβόλο Ηo-203 των 37 χιλ. με δύο επιπλέον πυροβόλα Ηο-5 των 20 χιλ. Το αεροσκάφος ταξινομήθηκε στα βαρέα μαχητικά, της ιδίας κατηγορίας με το Messerchmitt Bf 110, στοχεύοντας ακριβώς στους ιδίους ρόλους από τους κατασκευαστές του. Το μήκος του ήταν 11,45 μέτρα, το ύψος 3,70, ενώ το άνοιγμα πτερύγων τα 15,57 μέτρα.
Δοκιμαστικές πτήσεις, αξιολόγηση και κατάληξη
Τα αποτελέσματα των δοκιμαστικών πτήσεων, που άρχισαν το Σεπτέμβριο του 1943, ήταν γενικώς ικανοποιητικά. Το Ki-96 έδειξε καλή πτητική ανταπόκριση στο χειρισμό, και έπιασε σε μεγάλο βαθμό τις αναμενόμενες επιδόσεις. Υπήρξε, μολαταύτα, σαφώς άτυχο. Οι αξιολογητές του Kōkū Hombu περίμεναν να ολοκληρωθεί ο κύκλος δοκιμών του άλλου μαχητικού, του Ki-83, μέχρι τις αρχές του 1944, για το οποίο πίστευαν, βασιζόμενοι στις υποσχέσεις των μηχανικών της Mitsubishi, πως θα παρουσίαζε χαρακτηριστικά πολύ ανώτερα από αυτά του Ki-96. Ανέμεναν πως το Ki-83 θα ήταν ικανό να αναλάβει ρόλους μαχητικού συνοδείας και αναχαιτιστικού μαζί, με αποτέλεσμα το όποιο ενδιαφέρον για το Ki-96 να φθείρεται σταδιακά. Η πραγματικότητα όμως δεν ταυτίστηκε με τις φιλοδοξίες τους, αφού το πρώτο πρωτότυπο Ki-83 πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση έναν χρόνο αργότερα του προγραμματισμένου, ενώ δεν πέρασε ποτέ σε μαζική παραγωγή.
Ωστόσο, η δουλειά του Takeo Doi επάνω στο Ki-96 δεν ήταν παντελώς μάταιη. Μπορεί το Kōkū Hombu να είχε διατάξει τη διακοπή του project του Ki-96, αλλά επιθυμούσε ταυτοχρόνως να έχει και μια δικλείδα ασφαλείας σε περίπτωση αποτυχίας του Ki-83. Τον Απρίλιο του 1943, εκδόθηκαν οι προδιαγραφές για ένα νέο δικινητήριο αναχαιτιστικό μεγάλου υψομέτρου. Έτσι το Ki-96 αποτέλεσε τη βάση κατασκευής του Ki-102 μέχρι τα τέλη του 1944.
Η τύχη των τριών πρωτοτύπων Ki-96 είναι άγνωστη. Στα ιαπωνικά αρχεία, η αναφορά τους εξαφανίζεται την άνοιξη του 1944. Το Ki-96 θα μπορούσε κάλλιστα να είχε υπάρξει ένα μεταβατικό μοντέλο βαρέως αναχαιτιστού, μεταξύ του παλαιού Ki-45 και του αναμενομένου Ki-83, για την επιτυχή αντιμετώπιση των B-29 «Superfortresses». Ανεξάρτητα από το πόσο κατώτερες του αναμενομένου ήταν οι επιδόσεις, η συνολική του απόδοση δεν έπαυε να είναι σημαντικά υψηλότερη από το προγενέστερο Ki-45. Έτσι, το τελευταίο παρέμεινε αναγκαστικά η αιχμή του δόρατος της αεράμυνας της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας κατά την τελευταία περίοδο του πολέμου.