Τις μεσημεριανές ώρες της 10ης Απριλίου 1941, μετά από πολλές συγκρούσεις αλλά αναγνωρίζοντας την συντριπτική υπεροχή των Γερμανικών τμημάτων στην κοιλάδα του Αξιού, το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) συνθηκολογεί και οι Γερμανικές μονάδες αρμάτων εισέρχονται στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Η γερμανική επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδος συγκέντρωσε μια ισχυρή δύναμη 337.000 ανδρών, 875 τεθωρακισμένων και 990 αεροσκαφών. Επιπλέον, άλλους 300.000 άνδρες και άνω των 600 αεροσκαφών συνεισέφερε η Ιταλία ενώ στις επιχειρήσεις συμμετείχαν και ουγγρικές μονάδες. Χώρος εφόρμησης ήταν η νότια Αυστρία, πλέον τμήμα του γερμανικού Ράιχ, η Ουγγαρία καθώς και η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Οι δύο τελευταίες δεν συμμετείχαν με δυνάμεις παρέχοντας διευκολύνσεις μέσα από οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, που οι Γερμανοί ανέφεραν ότι τους προκάλεσε περισσότερα προβλήματα από ότι πλεονεκτήματα λόγω της παλαιότητάς του.
Απέναντί τους τάσσονταν ο Γιουγκοσλαβικός στρατός, όπου μετά την επιστράτευση διέθετε 700.000 άνδρες αλλά στην ουσία μόλις 400.000 ήταν ενεργοί και αυτοί με παλιό και ξεπερασμένο οπλισμό. Επίσης είχαν και 110 περίπου άρματα μάχης και 500 αεροσκάφη από τα οποία 200 περίπου ήταν αξιόμαχα. Ο ελληνικός στρατός στη Μακεδονία και στη Θράκη, είχε περίπου 62 με 70 χιλιάδες άνδρες ακόμα, οι περισσότεροι επίστρατοι μεγαλύτερης ηλικίας. Υπήρχαν τρεις μεραρχίες που επάνδρωναν τις φρουρές των “Οχυρών Μεταξά” και η νεοσυγκροτηθείσα 19η Μηχανοκίνητη Μεραρχία που χρησιμοποιούσε ελαφρά τεθωρακισμένα, ιταλικά λάφυρα από το αλβανικό μέτωπο, ως κινητή εφεδρεία στην περιοχή της Δοϊράνης καθώς και δύο ανεξάρτητες μονάδες, οι ταξιαρχίες Νέστου και Έβρου.
Η συνέχεια στο Military History