Μετά από πολιορκία 21 ετών και με αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες να τη σπάσει, ο Φρανσίσκο Μοροζίνι παραδίδει τον Χάνδακα (Ηράκλειο), στον Μεγάλο Βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού. Είναι μια εξέχουσα και κομβική στιγμή στην πορεία του Ε΄ Ενετοτουρκικού πολέμου. Παρόλη την απώλεια και της τελευταίας πόλης στην Κρήτη, οι Ενετοί διατήρησαν εκεί τα οχυρωμένα νησιά Σπιναλόγκα, Σούδα και Γραμβούσα, που ήλεγχαν αντίστοιχους όρμους, επιτρέποντας τον ασφαλή ανεφοδιασμό των πλοίων τους.
Ο συγκεκριμένος Ενετοτουρκικός πόλεμος είχε ξεκινήσει ουσιαστικά 25 χρόνια νωρίτερα, όταν το Σεπτέμβριο του 1644 πλοία των ιπποτών της Μάλτας επιτέθηκαν και λεηλάτησαν μια τουρκική νηοπομπή κοντά στη Ρόδο. Τα τουρκικά πλοία που μετέφεραν θησαυρούς, αξιωματούχους και προσκυνητές με προορισμό το Κάιρο και τελικά τη Μέκκα, λεηλατήθηκαν και πολλοί σφαγιάστηκαν ενώ οι άλλοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Τα πλοία και το φορτίο τους αφέθηκαν για ένα διάστημα στα νότια παράλια της Κρήτης για προστασία, γεγονός που οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν ως πρόφαση. Το επόμενο έτος (1645) μια ισχυρή τουρκική δύναμη αποβιβάστηκε στην Ενετική Κρήτη και γρήγορα κυριάρχησε, αφήνοντας λίγες εστίες αντίστασης, όπως την οχυρωμένη πόλη του Χάνδακα (Candia) και άλλα φρούρια.
Η πολιορκία του Χάνδακα αποδείχθηκε ιδιαίτερα απαιτητικό έργο αλλά το πείσμα των Οθωμανών ήταν μεγάλο, κάνοντας τη την στη δεύτερη πιο μακρά της ιστορίας (τα πρωτεία κατέχουν οι διαδοχικές πολιορκίες της Θέουτα που κράτησαν συνολικά 33 χρόνια).
Η συνέχεια στο Military History