Η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να συνεχίσει τη “σκληρή” εξωτερική πολιτική του προκατόχου του έναντι της Κίνας, αλλά με μία πιο ευέλικτη προσέγγιση, η οποία δεν θα θίγει τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που ενώνουν Ουάσινγκτον και Πεκίνο. Είναι όμως κάτι τέτοιο εφικτό όταν η αντιπαράθεση των δύο χωρών χτυπάει “κόκκινο” σε μια σειρά γεωπολιτικών ζητημάτων στον Ινδικό, στον Ειρηνικό και στην Ταϊβάν;
Οικονομολόγοι στις ΗΠΑ ξεκαθαρίζουν ότι πιθανή γενίκευση του εμπορικού πολέμου με την Κίνα θα ανακόψει το ρυθμό ανάπτυξης της χώρας. Οι συνέπειες προφανώς θα είναι παγκόσμιες, σε μία διεθνή οικονομία τόσο διασυνδεδεμένη με την παραγωγή των κινεζικών εργοστασίων που το κάθε εμπόδιο (βλέπε πχ. πανδημία) διαταράσσει την αλυσίδα τροφοδοσίας σε πλανητικό επίπεδο.
Αυτό το μήνυμα το έχει λάβει ο αμερικανός πρόεδρος. Γι αυτό μπορεί να θέτει “εμβληματικά” ζητήματα, όπως η προστασία της Ταϊβάν συνεχώς στο προσκήνιο ή να προχωράει σε σημαντικές αμυντικές συμφωνίες, όπως η AUKUS με Αυστραλία και Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά πυρήνας της στρατηγικής του δεν είναι η ρήξη αλλά η συνεργασία με το Πεκίνο.
Για να πετύχει όμως ένα συμβιβασμό με τον κινέζο πρόεδρο, με τον οποίο θα συνομιλήσει σύντομα μέσω τηλεδιάσκεψης εφ’όλης της ύλης, θα πρέπει να έχει πειστικές απαντήσεις για όλα τα ζητήματα που φέρουν σε σύγκρουση τις δύο πλευρές.
Τα σημεία τριβής ΗΠΑ – Κίνας
Οι ΗΠΑ καταρχήν ασκούν διαχρονικά κριτική στην Κίνα για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με έμφαση την καταπίεση των μουσουλμάνων Ουιγούρων στα δυτικά της Κίνας. Η πολιτική της Κίνας στο Χονγκ-Κονγκ μπαίνει επίσης συχνά – πυκνά στο στόχαστρο της αμερικανικής διπλωματίας. Επιπλέον, οι αυξανόμενες κινεζικές προκλήσεις προς την Ταϊβάν αποτελούν όπως ήδη αναφέραμε, κόκκινη γραμμή για την Ουάσινγκτον. Τέλος, σε ότι έχει να κάνει με το εμπόριο, οι ΗΠΑ θεωρούν ότι το Πεκίνο χρησιμοποιεί αθέμιτες οικονομικές πρακτικές.
Από την πλευρά του το Πεκίνο θεωρεί ότι το Χονγκ Κονγκ και η Ταϊβάν αποτελούν εσωτερικές υποθέσεις και αρνείται κάθε έξωθεν παρέμβαση από τις ΗΠΑ ή άλλες χώρες. Στις οικονομικές διαφορές, η Κίνα θέλει να δείξει την ισχύ της αλλά ξέρει ότι έχει ανάγκη τις ΗΠΑ και η αλληλεξάρτηση τους είναι ισχυρή. Συνεπώς, το κινεζικό καθεστώς θέλει να κάτσει στο τραπέζι του διαλόγου, ειδικά όταν απέναντι του κάθεται ένας έμπειρος πολιτικός, πλαισιωμένος με νηφάλια στελέχη, σε αντίθεση με τον προκάτοχο του…
Σκληρός ανταγωνισμός αλλά όχι πόλεμος με την Κίνα
Από το πνεύμα των δηλώσεων Μπάιντεν σε σχέση με την Κίνα, εξάγεται η εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να βρεθούν αντιμέτωπες στο πεδίο μαζί της, αλλά δείχνουν – και είναι – προετοιμασμένες να το κάνουν. Εκτίμησή μας είναι ότι ο αμερικανός πρόεδρος θα ασκήσει πιέσεις στον κινέζο ομόλογο του να μειώσει την ένταση σε Ταϊβάν και Ινδικό/Ειρηνικό ωκεανό, με αντιστάθμισμα την εκ νέου ομαλοποίηση των εμπορικών σχέσεων των δύο πλευρών.
Η πανδημία έχει χτυπήσει σκληρά την παγκόσμια οικονομία και ο πρόεδρος Μπάιντεν, ο οποίος σε αντίθεση με τις αρχικές του δηλώσεις, καλοβλέπει μια δεύτερη τετραετία στον Λευκό Οίκο, θέλει οπωσδήποτε να βελτιώσει οπωσδήποτε τους οικονομικούς δείκτες της χώρας του. Κατά συνέπεια, το βλέμμα του είναι στραμμένο στο εσωτερικό, στη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, η οποίοι έχουν βρεθεί σε δύσκολη θέση με το μεγάλο κύμα ανεργίας λόγω της Covid-19. Αλλά η επίτευξη αυτού του στόχου περνάει από το… εξωτερικό και τη βελτίωση της σχέσης του, καταρχήν με την Κίνα αλλά και με την Ευρώπη.
Είναι έτοιμος ο Τζο Μπάιντεν να κάνει υποχωρήσεις και συμβιβασμούς με την επόμενη μεγάλη υπερδύναμη και βασικό πλέον αντίπαλο του; Η απάντηση είναι “ναι”, αλλά δεν θέλει να να φανεί αδύναμος.
Το βέβαιο είναι ότι μπορεί πολλά από τα ζητήματα αναφέραμε παραπάνω να μπουν κάτω “από το χαλί” και η Ουάσινγκτον να ρίξει τους τόνους της κριτικής της, φθάνει να βρεθεί ένας τρόπος συνύπαρξης με το Πεκίνο που θα προσφέρει στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να αναπτυχθεί οικονομικά τις επόμενες δεκαετίες.
Διαφορετικά, η σύγκρουση θα είναι μετωπική με το Πεκίνο, με ανυπολόγιστες συνεπείς σε όλους τους τομείς. Και για όλους μας…