Οι εκλογές στην ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης έχουν αποκτήσει τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερη βαρύτητα, η οποία ξεφεύγει από τα στενά όρια της ίδιας της Γερμανίας. Οι αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται στο Βερολίνο επηρεάζουν ενεργά την ΕΕ και φυσικά την Ελλάδα, τόσο σε τομείς όπως η οικονομία και το μεταναστευτικό αλλά και ευρύτερα, στο γεωπολιτικό παιχνίδι και δη στις σχέσεις της Ευρώπης με την Τουρκία.
Ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας θα κληθεί να διαχειριστεί κρίσιμα ζητήματα σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον. Η αντιπαλότητα των ΗΠΑ με τη Ρωσία και ο οικονομικός “πόλεμος” της Ουάσινγκτον με το Πεκίνο είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα τα οποία θα βρεθούν ψηλά στην ατζέντα του επόμενου επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης.
Τα δύο όμως πιο “καυτά” ζητήματα στην μετά Μέρκελ εποχή – τα οποία αφορούν ιδιαίτερα και την Ελλάδα – είναι η δημοσιονομική στρατηγική η οποία θα διαμορφωθεί στην ΕΕ αλλά και η σχέση της Γερμανίας (και της Ευρώπης) με την Τουρκία. Στη διαμόρφωση της γερμανικής πολιτικής στα δύο αυτά θέματα, καταλυτικό ρόλο θα παίξει η σύνθεση της νέας κυβέρνησης.
Ο νικητής των εκλογών, ο σοσιαλδημοκράτης, Όλαφ Σολτς του SPD, είναι ο νυν υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του, συναινώντας σε μία πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική στη Γερμανία και την ΕΕ, κυρίως λόγω της πανδημίας. Σε σχέση με την Τουρκία, έχει κρατήσει μια σχετικά ουδέτερη στάση, συνυπολογίζοντας την ισχυρή παρουσία των τριών εκατομμυρίων Τούρκων στη χώρα. Και τις ψήφους τους…
Παρόλα αυτά, το SPD ήταν αυτό το οποίο είχε προωθήσει ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και από τον ίδιο το Σολτς αναμένεται να ασκήσει πιέσεις στην Άγκυρα να δείξει ένα περισσότερο φιλοευρωπαϊκό πρόσωπο στο άμεσο μέλλον.
Οι “Πράσινοι” από την άλλη πλευρά, έχουν ταχθεί επανειλημμένως κατά της πολιτικής Ερντογάν, καλώντας την γερμανική κυβέρνηση να λάβει πιο σκληρά μέτρα για την ανάσχεση της επιθετικότητας της σε Αιγαίο και Κύπρο. Ξεκάθαρη είναι η θέση τους και στο θέμα των εξοπλισμών, αφού έχουν ζητήσει την ακύρωση της προμήθειάς τους στην Τουρκία. Αλλά και στο Μεταναστευτικό, οι “Πράσινοι” έχουν εκφράσει την άποψή τους να τερματιστεί η συμφωνία με την Άγκυρα για το μεταναστευτικό, την οποία ο Ερντογάν επιδιώκει αντιθέτως να επεκτείνει και να ενισχύσει.
Σχετικά με τα δημοσιονομικά, έχουν στηλιτεύσει την πολιτική της λιτότητας και είδαν θετικά την (έστω προσωρινή) χαλάρωση των ευρωπαϊκών κανόνων σε αυτό το θέμα.
Τρίτος πιθανός εταίρος μιας κυβέρνησης με καγκελάριο τον Όλαφ Σολτς είναι οι Φιλελεύθεροι του FDP, οι οποίοι έχουν εκφράσει σε όλους τους τόνους ότι η Γερμανία και κατ’επέκταση και η Ευρώπη, πρέπει να επανέλθει σε έναν πιο “ενάρετο” οικονομικά δρόμο, με περιορισμό των ελειμμάτων σε πρώτο πλάνο και πιστή τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Σε σχέση με την Τουρκία, οι Φιλελεύθεροι είναι αρνητικοί στην ένταξη της στην ΕΕ ενώ έχουν χαρακτηρίσει σε ανακοινώσεις τους ως “αυταρχικό” τον τρόπο με τον οποίο ο πρόεδρος της Τουρκίας διοικεί τη χώρα. Στόχος τους είναι να διαμορφωθεί μία συνεργασία σε νέες βάσεις με την Άγκυρα και προσβλέπουν στο διάδοχο του Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία ως συνομιλητή τους γι αυτή την προσπάθεια.
Αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι αποτελεί κοινό παρονομαστή στις διακηρύξεις όλων των κομμάτων στη Γερμανία η κριτική κατά της πολιτικής Ερντογάν στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου.
Το δεύτερο σενάριο
Παρά το γεγονός ότι ο συνασπισμός της συντηρητικής παράταξης CDU/CSU του διαδόχου της Μέρκελ, Άρμιν Λάσετ, ήρθε δεύτερος στις εκλογές, δεν αποκλείεται να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ίδιους εταίρους, δηλαδή τους “Πράσινους” και τους Φιλελεύθερους. Σε αυτήν την περίπτωση, το πιθανότερο είναι να έχουμε τη συνέχιση της πολιτικής της Μέρκελ, η οποία παρά τις αρκετές κρίσεις τις οποίες εκλήθη να αντιμετωπίσει με την Τουρκία, θεώρησε τον Ερντογάν κρίσιμο “παίχτη” για την ανάσχεση των προσφυγικών ροών από τη Συρία. Με αποτέλεσμα να στηρίξει την Τουρκία με επιπλέον πόρους και πολιτική ανοχή όποτε την χρειάστηκε.
Αυτό φάνηκε στην ιδιαίτερα ευνοϊκή στάση απέναντι στην Τουρκία σε προηγούμενες Συνόδους Κορυφής, όπου στην ουσία μπλόκαρε τις προσπάθειες άλλων χωρών της ΕΕ για πιο αυστηρές κυρώσεις στην Άγκυρα για τις προκλήσεις έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το CDU/CSU θεωρεί στρατηγικής σημασίας τη θέση της Τουρκίας στην Ευρώπη και προωθεί την ισχυρή συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Εξίσου ξεκάθαρη είναι όμως και η άποψη των δύο συνεργαζόμενων κομμάτων, ότι με τα στελέχη τους στην εξουσία, η Τουρκία δεν θα γίνει ποτέ μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.