«Την τρίτη ημέρα που ήμουν στο Ρεφιντίμ δόθηκε συναγερμός από την αίθουσα επιχειρήσεων της βάσης ότι επίκειται επίθεση από αιγυπτιακά αεροσκάφη και άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες. Έστειλα όλους να βρουν καταφύγιο όπου μπορούσαν, στην περίπτωσή μας στα κοντινά ορύγματα. Ένα μεγάλο μεταγωγικό γεμάτο στρατιώτες είχε μόλις αρχίσει να τροχοδρομεί, εύκολο θύμα για πολυβολισμό. Έτρεξα πίσω του με το μηχανάκι και χρησιμοποίησα τα κλασικά σήματα πιλότου προς πιλότο –κουνώντας πρώτα τα ailerons για να έχω την προσοχή του και μετά με χειρονομίες του έδειξα ότι δεχόμαστε επίθεση και θα έπρεπε να εκκενώσει αμέσως το αεροπλάνο, πράγμα που έκανε. Αργότερα έμαθα ότι ο Πύργος Ελέγχου δεν είχε ενημερώσει τον πιλότο για τον συναγερμό!”
Οι βόμβες των Αιγυπτίων έπεφταν παντού αλλά χωρίς να προξενούν μεγάλες ζημιές. Η αίθουσα επιχειρήσεων της Αεροπορίας δέχθηκε ένα κοντινό πλήγμα, για δεύτερη φορά σε αυτόν τον πόλεμο. Η πρώτη ήταν πριν την άφιξή μου, με αποτέλεσμα δύο νεκρούς και μερικούς τραυματίες. Αυτή την φορά οι Επιχειρήσεις είχαν μόνο μερικούς τραυματίες, χάρη στο γεγονός ότι τα κτήρια είχαν ενισχυθεί. Όπως έμαθα μετά, δύο μαχητικά μας εμφανίστηκαν (καθυστερημένα) ρίχνοντας ένα αιγυπτιακό αεροπλάνο και καταδιώκοντας τα άλλα.
Μια από τις κύριες λειτουργίες του κέντρου ήταν ο συντονισμός της απομάκρυνσης των τραυματιών. Ο Ανθυπολοχαγός που έστειλε το κοντινό μας νοσοκομείο εκστρατείας για να συντονίσει τις διακομιδές αξίζει ιδιαίτερη μνεία. Εργαζόταν όλο το εικοσιτετράωρο επί μια εβδομάδα, σχεδόν χωρίς καθόλου ύπνο. Στο τέλος ήταν τόσο εξουθενωμένος που θόλωσε και διαπληκτιζόταν με τους πάντες. Του είπα να ξεκουραστεί αλλά αρνήθηκε λέγοντας ‘είμαι μια χαρά’. Έτσι τον διέταξα να γυρίσει στο νοσοκομείο και ζήτησα αντικαταστάτη.
Επέστρεψε μια ώρα αργότερα συνοδευόμενος από έναν ταγματάρχη του Υγειονομικού το οποίο γνώριζα προσωπικώς από την πολιτική μου ζωή. Απαίτησε να μάθει γιατί έδιωξα έναν από τους ανθρώπους του. Εξεπλάγην όταν αντί να διαμαρτυρηθώ του είπα πως εάν μπορούσα, όταν τελείωνε ο πόλεμος θα πρότεινα το συγκεκριμένο άτομο για εύφημο μνεία. Εν τω μεταξύ, είπα, πάρτε τον για 24 ώρες, κάντε του μια ένεση για να κοιμηθεί, στείλτε προσωρινό αντικαταστάτη και μετά φέρτε τον πάλι. Όταν γύρισε συνέχισε να δουλεύει μέρα και νύχτα ως το τέλος του πολέμου…
Περίπου δύο εβδομάδες αφότου πήγα στο Ρεφιντίμ, ο πόλεμος στο Σουέζ πήρε άλλη τροπή με τις ισραηλινές δυνάμεις να έχουν πλέον την πρωτοβουλία. Ο Στρατός εφάρμοσε ένα σχέδιο το οποίο πριν εθεωρείτο λίαν παρακινδυνευμένο: κάτω από τα σφοδρά πυρά του αιγυπτιακού Πυροβολικού και υφιστάμενη μεγάλες απώλειες, στις 15 Οκτωβρίου μια μικρή δύναμη έστησε στην Διώρυγα μια πλωτή γέφυρα η οποία περίμενε από την αρχή του πολέμου. Αυτό επέτρεψε σε μια μικρή δύναμη τεθωρακισμένων να περάσει απέναντι και να επιτεθεί καταστρέφοντας τις βάσεις αντιαεροπορικών πυραύλων των Αιγυπτίων στην δυτική όχθη.
Από ‘κεί και πέρα η Αεροπορία πήρε ξανά τον έλεγχο των ουρανών. Μια μεγαλύτερη χερσαία δύναμη επιτέθηκε και κατέλαβε ένα αεροδρόμιο στην «Αφρική», όπως έλεγαν οι στρατιώτες την δυτική όχθη, το οποίο ετοιμάστηκε για να δεχθεί μεταφορικά αεροπλάνα και να απομακρυνθούν οι τραυματίες. Η κύρια αιγυπτιακή δύναμη στην ανατολική πλευρά του Σουέζ περικυκλώθηκε και τέθηκε σε ισχύ κατάπαυση του πυρός. Τα θετικά αυτά γεγονότα ανακούφισαν την πίεση που δεχόταν το κέντρο μεταφορών του Ρεφιντίμ, ωστόσο, λίγο πριν την κατάπαυση του πυρός, η Αεροπορία είχε ένα τρομερό φιάσκο.
Δύο μεγάλα μεταφορικά Hercules προσγειώθηκαν με άνδρες της μονάδας κομάντο Sayeret Matkal, την αφρόκρεμα των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων. Αποβιβάστηκαν στο Ρεφιντίμ για περίπου μια ώρα πριν σταλούν στο μέτωπο. Ανάμεσά τους αναγνώρισα τον Ράμι, γιό του πολύ καλού μου φίλου Γουίλι Ρούμπιν. «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς πια. Είμαστε εμείς εδώ κι ο πόλεμος θα τελειώσει σύντομα» αστειεύτηκε. Ήμουν ο τελευταίος που είδε τον Ράμι-Αβραάμ Ρούμπιν ζωντανό.
Ο πόλεμος βύθισε στο πένθος κάπου 2.500 οικογένειες αλλά για μένα αυτή ήταν μια απώλεια που μου στοίχισε πολύ. Είναι πάντα οι μεμονωμένες, προσωπικές απώλειες αυτές που πονούν περισσότερο, όχι οι στατιστικές. Δύο ημέρες αφότου προσγειώθηκαν στο Ρεφιντίμ, έμαθα για την καταστροφή που τους βρήκε από έναν Λοχαγό καθ’ οδόν προς βορρά ο οποίος μετέφερε «υλικό πληροφοριών».
Ήταν ψηλός κι ευκίνητος, η προσωποποίηση αυτού που περίμενε κανείς από εκείνη την μονάδα με τους τύπους αλά Τζέϊμς Μποντ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο ‘Τζέϊμς Μποντ’ ήταν εξαντλημένος και είχε μια αύρα ήττας. Ήταν ακόμη καλυμμένος με σκόνη, το πρόσωπό του μαυρισμένο από την μάχη και φαινόταν να ήταν εν μέρει υπό την επήρεια σοκ. Αρνήθηκε το αυτοσχέδιο ντους μας όμως του έδωσα τo ράντζο μου να αναπαυτεί όσο περίμενε να βρεθεί θέση σε κάποιο αεροπλάνο που έφευγε.
Με φωνή που έτρεμε μου είπε πως μέσα σε λίγες ώρες έχασε πέντε αξιωματικούς και πολλούς άλλους στρατιώτες από την ‘Μονάδα’. Παραπονιόταν με πικρία ότι τους χρησιμοποίησαν σαν πεζικάριους σε μια απίθανη κατάσταση αντί σαν κομμάντο εκπαιδευμένους για ειδικές επιχειρήσεις πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Όπως έμαθα αργότερα, προς το τέλος των εχθροπραξιών οι IDF είχαν απέναντί τους την πόλη του Σουέζ. Στελέχη της ανώτερης Διοίκησης σκέφτηκαν ότι θα μπορούσε να καταληφθεί πριν αρχίσει η κατάπαυση του πυρός. Ήταν μια ηλίθια, ανερμάτιστη απόφαση.
Μεταξύ εκείνων και της πόλης βρισκόταν η οπισθοφυλακή του υποχωρούντος αιγυπτιακού Στρατού, υπερασπιζόμενη την πόλη τους με αποφασιστικότητα. Επιπροσθέτως, όπως κάθε Στρατηγός θα έπρεπε να ξέρει, δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από την μάχη από σπίτι σε σπίτι. Κάποιος αποφάσισε ότι η μόνη ξεκούραστη ισραηλινή δύναμη ικανή να εισέλθει στο Σουέζ ήταν η Sayeret.
Μέσα σε λίγες ώρες οι άνδρες της παγιδεύτηκαν, περικυκλωμένοι από τον αιγυπτιακό Στρατό και εκατοντάδες κατοίκους που έφεραν ελαφρά όπλα. Απαγκιστρώθηκαν μετά μεγάλης δυσκολίας και μόνο αφού αυτοί και άλλες μονάδες που είχαν σταλεί εκεί υπέστησαν τρομερές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Η επίθεση στο Σουέζ ματαιώθηκε.
Ο πόλεμος τελείωσε στις 24 Οκτωβρίου με κατάπαυση του πυρός που ευτυχώς κανονίστηκε από τους Αμερικανούς. Οι IDF είχαν σταθεροποιηθεί στην δυτική όχθη της διώρυγας και το μεγαλύτερο μέρος της αιγυπτιακής Τρίτης Στρατιάς βρισκόταν περικυκλωμένο στην ανατολική. Εν τω μεταξύ οι τύχες που πολέμου είχαν αλλάξει και στον βορρά, όπου οι Σύριοι είχαν απωθηθεί σε απόσταση βολής πυροβολικού από την Δαμασκό, αν και οι χερσαίες και αεροπορικές μας δυνάμεις είχαν υποστεί βαρειές απώλειες.
Με την κατάπαυση του πυρός, η δραστηριότητα στο μεταφορικό κέντρο του Ρεφιντίμ έπαυσε να είναι πυρετώδης. Υπήρχαν ευτυχώς λίγοι τραυματίες που έχρηζαν αεροδιακομιδής. Επιπλέον τα βαρειά ελικόπτερα θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν το αεροδρόμιο δυτικά του Σουέζ, σε ισραηλινά πλέον χέρια. Ενισχύσεις και επείγοντα εφόδια έφθαναν ακόμη αεροπορικώς στο Ρεφιντίμ όμως η διαχείρισή τους ήταν πια ρουτίνα.
Πήγα στο αρχηγείο της βάσης για να αναφέρω την κατάσταση στο κέντρο αεροδιακομιδών. Εκτός του Διοικητή ήταν παρών και ο Υποδιοικητής καθώς και ο Μοίραρχος των ελικοπτέρων που στάθμευαν εκεί με τον οποίο είχα συνεργαστεί συχνά. Θα πρέπει να έδειχνα χάλια. Μου έριξαν μια ματιά και με ρώτησαν πόσο καιρό ήμουν χωρίς άδεια ή ξεκούραση. Κατόπιν με διέταξαν να φύγω για λίγες μέρες αφήνοντας το κέντρο στον ιεραρχικά αμέσως επόμενο. Αυτή την φορά συμμορφώθηκα ευχαρίστως.
Αφού τηλεφώνησα στο σπίτι, μπήκα σε ένα αεροπλάνο για το Lod –τώρα Ben-Gurion International. Δε θα το ξεχάσω ποτέ όταν είδα την Ρένα και τα παιδιά μας, την Τάλι και τον Ιράντ, συνοδευόμενους από το αγαπημένο μας μπάσταρδο Μίκι, να περιμένουν κοντά στον διάδρομο. Θυμάμαι ότι τις πρώτες μέρες στο Ρεφιντίμ δεν ήμουν σίγουρος ότι θα ξανασυναντιόμασταν. Ο Μίκι με είδε πρώτος και ξεφεύγοντας από τα παιδιά λίγο έλειψε να με ρίξει κάτω. Ακόμα κι ένας σκύλος μπορούσε να αισθανθεί την ένταση.
Δεν έχω σχεδόν καμία ανάμνηση των 48 ωρών που πέρασα στο σπίτι, κυρίως αναπλήρωνα ύπνο και μάθαινα νέα. Μου φάνηκε ότι βρέθηκα πολύ γρήγορα ξανά σε ένα αεροπλάνο για το Ρεφιντίμ. Η επιστροφή ωστόσο ήταν σαν αποκλιμάκωση. Ξαφνικά όλα ήταν ήσυχα. Καμμία ένταση. Καμμία αίσθηση ότι ήμασταν σε πόλεμο τον οποίο θα μπορούσαμε να χάσουμε –πράγμα που για το Ισραήλ θα ισοδυναμούσε με το τέλος του κόσμου μας.
Όπως δεν γνώριζα από πού κατάγονταν πολλοί από την ομάδα μου, έτσι τώρα ανακάλυπτα ότι μερικοί είχαν εξαφανιστεί το ίδιο ανώνυμα. Η Αεροπορία έστελνε μόνιμο προσωπικό να λειτουργήσει το κέντρο και η δουλειά μου εκεί είχε τελειώσει. Σχεδόν αμέσως παρουσιάστηκα στον Διοικητή της βάσης και αναχώρησα για το σπίτι. Για πρώτη φορά κατάλαβα τα εκπληκτικά λόγια του T.S. Eliot: «Έτσι τελειώνει ο κόσμος/Όχι με έναν κρότο αλλά με έναν λυγμό».