Οι μοτοσυκλέτες που σχεδιάσθηκαν και κατασκευάσθηκαν από τις δύο γερμανικές εταιρείες, ήταν η BMW R 75 και η Zundapp KS 750, οι οποίες ήταν αρκετά όμοιες από την στιγμή που έφεραν κινητήρα boxer των 750 κ. εκ. Η R 75 παρέπεμπε στην R 12 του 1935 η οποία ήταν η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής με κιβώτιο τεσσάρων ταχυτήτων και υδραυλικό τηλεσκοπικό πιρούνι (μεγάλη καινοτομία για εκείνη την εποχή). Εκτός του κινητήρα των 750 κ. εκ. ισχύος 26 ίππων, η R 75 και η ΚS 750 είχαν περίπου το ίδιο βάρος (κοντά στα 400 κιλά) και μπορούσαν να επιτύχουν μέγιστη ταχύτητα 90 με 95 χ.α.ω. Επίσης και οι δύο διέθεταν σύστημα μετάδοσης κίνησης και στον τροχό του side car (κατατάσσονταν ως τρίκυκλες) στο οποίο μπορούσε να μεταφερθεί πολυβόλο ή όλμος.
Στρατιωτικές μοτοσικλέτες στον Α΄ και Β΄ ΠΠ: 1919-1937 (Γ’ Μέρος)
Η σημαντικότερη διαφορά των δύο μοτοσυκλετών ήταν το κιβώτιο ταχυτήτων και το πλαίσιο. Η R 75 διέθετε κιβώτιο επτά σχέσεων και επιπλέον την όπισθεν με χωριστά γρανάζια και λεβιέ με «μπίλια» όπως έχουν τα αυτοκίνητα και σωληνωτό πλαίσιο, ενώ η KS 750 είχε πλαίσιο από λαμαρίνα και κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων με επιπλέον την όπισθεν.
Οι εν λόγω μοτοσυκλέτες είχαν δοθεί για χρήση από τα αερομεταφερόμενα τμήματα αλλά όχι στους αλεξιπτωτιστές. Φυσικά πλαισιωνόταν από τις πολιτικού τύπου μεσαίου κυβισμού της DKW που έχουν προαναφερθεί καθώς και μονοκύλινδρες τετράχρονες όπως η BMW 250 και μια αντίστοιχη της NSU.
Η R75 γνωστή και ως «σκυλί του πολέμου», ευτυχώς για τις συμμαχικές δυνάμεις, κυκλοφόρησε λιγότερα από 16.500 κομμάτια. Ανάμεσα στις πολεμικές αποστολές που έπαιρναν μέρος οι μηχανές με καλάθια R75 ήταν η μεταφορά αξιωματικών στα πεδία της μάχης, η παράδοση πολεμοφοδίων και γευμάτων, αλλά και οι συχνές περιπολίες. Το ανθεκτικό μοντέλο της BMW ήταν σχεδιασμένο να καταστρέψει ακόμη και άρματα μάχης. Οι οδηγοί των μηχανών που έπαιρναν μέρος σε επιχειρήσεις, οι οποίες έμοιαζαν με αποστολές αυτοκτονίας ονομαζόταν «kradfahrer», που σήμαινε κάτι περισσότερο από απλοί μοτοσικλετιστές. Ουσιαστικά εξερευνούσαν τα πεδία μάχης χωρίς στρατιωτικό εξοπλισμό για μείωση του βάρους, με αποτέλεσμα να γίνονται εύκολος στόχος των αντίπαλων δυνάμεων και κυρίως των ελεύθερων σκοπευτών. Οι «kradfahrer», κοσμούσαν και πολλές «κάρτες θανάτου», όπως ονόμαζαν τα γράμματα οι Γερμανοί που έστελναν στις οικογένειες των πεσόντων.
Πιστό αντίγραφο της R 75 ήταν η ρωσική M 72. Αξίζει να αναφερθεί ότι με το ξέσπασμα του Β΄ ΠΠ η βιομηχανία μοτοσυκλέτας στη Σοβιετική Ένωση ήταν ανύπαρκτη. Το 1941 το μέχρι τότε εργοστάσιο παραγωγής μπύρας στο Irbit της Σιβηρίας, μετατράπηκε σε εργοστάσιο κατασκευής μοτοσυκλετών για να καλυφθούν οι ανάγκες του Κόκκινου Στρατού σε μεταφορά προσωπικού και υλικών. Ο κινητήρας της M 72 ήταν αντιγραφή του R 75 και οι λόγοι που επιλέγει η γερμανική μοτοσυκλέτα ήταν αφενός η αξιοπιστία της και αφετέρου η πίεση χρόνου για άμεση παραγωγή. Ειδικότερα για την ανάπτυξη της M 72 χρησιμοποιήθηκαν αρχικά δύο γερμανικές μηχανές που είχαν αγοραστεί από τη Σουηδία. Την R 75 αντέγραψε και η γαλλική Gnome & Rhome καθώς και η FN η οποία μάλιστα την εξέλιξε τοποθετώντας κινητήρα 1000 κ. εκ., θωρακισμένο side car για την μεταφορά πολυβόλου βαρέως τύπου και μετάδοση της κίνησης με άξονα στους δύο κινητήριους τροχούς.
Το πλέον πρωτότυπο όχημα της γερμανικής βιομηχανίας την συγκεκριμένη περίοδο ήταν το SdKfz 2 Kleines Kettenkraftrad HK 10 της NSU, γνωστό κυρίως ως Kettenkraftrad. Το οποίο ήταν ουσιαστικά συνδυασμός μοτοσυκλέτας και ερπυστριοφόρου οχήματος, βάρους 1230 κιλών. Ήταν εφοδιασμένο με υδρόψυκτο κινητήρα 1500 κ. εκ. ισχύος 36 ίππων και στο ανοικτό ερπιστριοφόρο αμάξωμα επέβαιναν τρεις άνδρες . Συνολικά κατασκευάσθηκαν 8.500 μονάδες και για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στην μάχη της Κρήτης. Τα Kettenkraftrad απεδείχθησαν ιδιαίτερα χρήσιμα και στο ρωσικό μέτωπο για την ανέλκυση φορτηγών και πυροβόλων που κολλούσαν στην λάσπη.
Καθώς εμπλέχθηκαν και οι ΗΠΑ στην δίνη του Β’ ΠΠ, προέκυψαν και οι ανάλογες «μηχανοκίνητες» ανάγκες για τον εφοδιασμού του αμερικανικού στρατού αλλά και των συμμαχικών δυνάμεων. Η Harley-Davidson, λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, προμήθευε ήδη το στρατό με τις στρατιωτικών προδιαγραφών WL των 740 κ. εκ. της οποίες μετονόμασε σε WLA (το A σήμαινε Army). Η WLA διέθετε άκαμπτο πλαίσιο, κινητήρα 750 κ. εκ. ισχύος 23 ίππων, ενώ το συνολικό της βάρος έφθανε τα 260 κιλά. Πάνω από 90.000 στρατιωτικές μοτοσυκλέτες, οι περισσότερες WLA και οι πανομοιότυπες WLC (C: Canadian, έκδοση για τον Καναδικό Στρατό) κατασκευάσθηκαν μέχρι τα τέλη του πολέμου ενώ μεγάλος αριθμός δόθηκε στους συμμάχους.
Αρκεί να αναφερθεί ότι μέσω του προγράμματος Δανεισμού και Εκμισθώσεως, στη Σοβιετική Ένωση δόθηκαν περίπου 30.000 μοτοσυκλέτες. Εκτός της WLA σε μικρούς αριθμούς κατασκευάσθηκε η έκδοση ELA εφοδιασμένη με κινητήρα των 1000 κ. εκ. και η UA με κινητήρα 1212 κ. εκ. ισχύος 33 ίππων. Η παραγωγή της WLA τερματίστηκε με τη λήξη του πολέμου, αλλά ξεκίνησε εκ νέου την περίοδο 1950 – 52 για να καλυφθούν οι επιχειρησιακές ανάγκες στον πόλεμο της Κορέας.
Σε ότι αφορά την Indian παρήγαγε περίπου 33.000 στρατιωτικών προδιαγραφών οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν σε ΗΠΑ, Καναδά, Νέα Ζηλανδία, Μ. Βρετανία και Αυστραλία. Ειδικότερα κατασκεύασε τρία μοντέλα εφοδιασμένα με κινητήρες διάταξης κυλίνδρων σχήματος «V» και κιβώτιο τριών σχέσεων: την Indian 751Β των 500 κ. εκ., η οποία χρησιμοποιήθηκε και από την RAF, την Indian 640 με κινητήρα των 750 κ. εκ. και την Indian 340 με κινητήρα 1200 κ. εκ. η οποία χρησιμοποιούταν με side car. Επίσης σε πολύ μικρούς αριθμούς παρήχθη η και η Indian 841 με δικύλινδρο κινητήρα 750 κ. εκ. ισχύος 24 ίππων με κιβώτιο ταχυτήτων τεσσάρων σχέσεων.
Σε συνολικούς αριθμούς παραγωγής την πρωτοκαθεδρία είχε και πάλι η Βρετανία η οποία το 1939 διέθετε 21.000 μοτοσυκλέτες, ενώ στα τέλη του πολέμου από τις γραμμές παραγωγής της είχαν βγει 425.000 μονάδες εκ των οποίων πολλές αξιοποιήθηκαν από τους συμμαχικούς στρατούς. Αν και γενικά οι αγγλικές μοτοσυκλέτες έχουν αναφερθεί και πιο πάνω, ιδιαίτερης μνείας χρήζουν η Μatchless 41/G3L, η BSA 20 και η Triumph 3HW.
Η Μatchless 41/G3L μαζί με την BSA M20 θεωρούνται οι πλέον επιτυχημένες βρετανικές μοτοσυκλέτες. Η διαφορά της G3L σε σχέση με πολλές άλλες παρόμοιων χαρακτηριστικών μοτοσυκλετών μέσου κυβισμού της εποχής, ήταν το υδραυλικό τηλεσκοπικό πιρούνι που την προσέδιδε μεγάλη ευελιξία και ευκολία στην οδήγηση.
Ήταν εφοδιασμένη με κινητήρα 347 κ. εκ ισχύος 16 ίππων και συνολικά κατασκευάσθηκαν 80.000 μονάδες. Η BSA M 20, ήταν εφοδιασμένη με μονοκύλινδρο κινητήρα των 496 κ. εκ. ισχύος 14 ίππων με δυνατότητες ανάπτυξης ταχύτητας έως 100 χ.α.ω. Το μεγάλο προσόν της δεν ήταν οι επιδόσεις της αλλά η μεγάλη αξιοπιστία της και η δυνατότητα να μπορεί να κάψει ότι είδους καυσίμου ήταν διαθέσιμο στο χρήστη. Η Triumph 3HW ήταν εφοδιασμένη με μονοκύλινδρο κινητήρα 343 κ. εκ. ισχύος 20 ίππων με δυνατότητα επίτευξης μέγιστης ταχύτητας 121 χ.α.ω. Κατασκευάσθηκε συνολικά σε 40.000 μονάδες, συμπεριλαμβανομένου και μικρού αριθμού της έκδοσης 3TW που έφερε δικύλινδρο κινητήρα. Σημειώνεται ότι ο ίδιος κινητήρας χρησιμοποιούταν στις γεννήτριες που φώτιζαν τα αεροδρόμια της RAF.
Από τα προαναφερθέντα γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι την περίοδο του μεσοπολέμου υπήρξαν πολλές τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της σχεδίασης και κατασκευής δικύκλων, οι οποίες ενσωματώθηκαν στα δίκυκλα που έδρασαν στα πεδία των μαχών του Β΄ΠΠ. Φυσικά είναι αδύνατο να αναφερθούν στο πλαίσιο ενός άρθρου όλοι οι τύποι μοτοσυκλετών που χρησιμοποιήθηκαν, από την στιγμή που κατασκεύαζαν δίκυκλα όλα τα εργοστάσια των εμπλεκομένων πλευρών. Ωστόσο υπήρχαν κάποια μοντέλα (BMW R 75, Zundapp KS 750, Harley Davidson WLA, Μatchless 41/G3L, BSA 20 και Triumph 3HW) τα οποία έμειναν στην ιστορία, κυρίως για την αντοχή που επέδειξαν στις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες αξιοποιήθηκαν επιχειρησιακά, χωρίς συντήρηση, χωρίς ανταλλακτικά και σε πολλές περιπτώσεις με όχι και τόσο επιδέξιους αναβάτες.
Μικρές μοτοσυκλέτες για τους αλεξιπτωτιστές