Η είδηση ότι το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ενέκρινε ένα πακέτο αξίας 259 εκατ. δολαρίων για αναβάθμιση ηλεκτρονικών των τουρκικών F-16, στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε ως συνήθως. Είχαμε και τα δύο άκρα, από τη μια τη δραματουργία ότι «μας πρόδωσαν πάλι οι σκοτεινοί σύμμαχοι» και πως «μας ξεγέλασαν και τα δίνουν όλα στην Τουρκία» και από την άλλη την απαξίωση πως «ότι και να πάρουν οι Τούρκοι εμείς διαθέτουμε συντριπτικό πλεονέκτημα στον αέρα, θα τους τσακίσουμε».
Να δούμε το θέμα όμως σε μεγαλύτερη ανάλυση: Αρχικά, η Τουρκία και συγκεκριμένα μια «οικονομική οντότητα» της, όπως και κάποια πρόσωπα, παραμένουν υπό τις κυρώσεις της αμερικανικής νομοθεσίας CAATSA, καθώς έχουν κριθεί ότι συνεργάστηκαν με τη Ρωσία σε αγορές πολεμικού υλικού (τους πυραύλους S-400), οπότε με αυτό τον τρόπο έχουν «διακινδυνεύσει την ασφάλεια της αμερικανικής στρατιωτικής τεχνολογίας και του αμερικανικού προσωπικού». Οι κυρώσεις αφορούν την SSB, δηλαδή τη Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκικής Προεδρίας, τον κρατικό οργανισμό που είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη και τον συντονισμό της τοπικής αμυντικής βιομηχανίας αλλά δρα και ως κύριο σημείο επαφής και διαπραγματεύσεων με ξένες αμυντικές εταιρίες για εισαγωγές όπλων.
Πέρα από την SSB ως οργανισμό, οι κυρώσεις στόχευσαν και 4 στελέχη της, τον πρόεδρο της Ismail Demir, τον αντιπρόεδρο Faruk Yigit, τον Serhat Gencoglu (επικεφαλής του τομέα Αεράμυνας και Διαστήματος) και τον Mustafa Alper Deniz (επικεφαλής προγράμματος Τοπικής Αεράμυνας).
Οι κυρώσεις λοιπόν αφορούν ένα καίριο «συστατικό» και συντονιστικό όργανο της Τουρκικής Αμυντικής Βιομηχανίας, αλλά όχι ολοκληρωτικά την Τουρκία και όχι ολοκληρωτικά τις Ένοπλες Δυνάμεις της. Μάλιστα αυτό αναφέρεται σαφώς στην ανακοίνωση των κυρώσεων από αμερικανικής πλευράς, καθώς εξηγείται πως «δεν στοχεύουν να υπονομεύσουν τις στρατιωτικές δυνατότητες και την πολεμική ετοιμότητα της Τουρκίας».
Με βάση τα παραπάνω να πούμε το εξής: Οι κυρώσεις CAATSA δεν απαγορεύουν ευθέως π.χ. την πώληση ανταλλακτικών για τα αμερικανικής κατασκευής οπλικά συστήματα που υπάρχουν στην Τουρκία, όπως για τα αεροσκάφη F-16 της Αεροπορίας της, ούτε μπλοκάρουν κάποιο «πακέτο» αναβάθμισης λογισμικού τους όπως αυτό που εγκρίθηκε. Καθώς τέτοιες προμήθειες και αγορές γίνονται απευθείας από το τουρκικό υπουργείο Άμυνας, ή περιλαμβάνονται σε προηγούμενες συμβάσεις υποστήριξης. Και η υποστήριξη αυτών των μαχητικών (μιας και μιλάμε για F-16) θεωρείται ως συντήρηση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Οι κυρώσεις CAATSA όμως επηρεάζουν μεγάλες πωλήσεις όπως π.χ. αγορά νέων μαχητικών F-16 καθώς σε αυτές μετέχει η SSB ως συντονιστικό όργανο και θα εμπλακεί η τουρκική αμυντική βιομηχανία ως τοπικός υποκατασκευαστής-συναρμολογητής κ.ο.κ.
Σε κάθε περίπτωση -για να είμαστε και ρεαλιστές- η εφαρμογή των κυρώσεων γίνεται από πλευράς ΗΠΑ υπό την «διακριτική ευελιξία» της κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον. Άρα, ναι, υπάρχει και διέξοδος για να πωληθεί στην Τουρκία «βαρύ και νέο» υλικό. Το ζήτημα είναι πως εφόσον ισχύουν οι κυρώσεις, η εκάστοτε αμερικανική κυβέρνηση δύσκολα θα τις υπερβεί, καθώς αυτό θα δημιουργήσει προηγούμενο, αλλά και γιατί θα αντιμετωπίσει την αντίδραση ισχυρών κύκλων του Κογκρέσου. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή πρέπει να βρεθεί μια εύσχημη δικαιολογία και κάποιες τουρκικές παραχωρήσεις για να την στηρίξουν.
41 μέλη του Κογκρέσου προς Μπλίνκεν: Ξέχνα πώληση F-16 στην Τουρκία
Στο «πακέτο» λοιπόν των 259 εκατομμύριων –που δεν έχει σχέση με την μεγάλη απαίτηση της Τουρκίας για 40 καινούργια F-16 και την αναβάθμιση άλλων 80– έχουμε σήμερα το εξής ενδιαφέρον: Σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία για κάθε πώληση αμυντικού υλικού σε άλλη χώρα, την αρχική έγκριση δίνει το υπουργείο Εξωτερικών (αυτή είδαμε προχθές) το οποίο την ανακοινώνει στο Κογκρέσο. Εφόσον η χώρα-προορισμός είναι Νατοϊκή, το Κογκρέσο έχει 15 μέρες στη διάθεση του να εκφράσει αντιρρήσεις, αλλιώς θεωρείται ότι έχει πάρει την έγκριση του. Δεν απαιτείται δηλαδή «υπερψήφιση» της πώλησης από το Κογκρέσο, αρκεί η «αδράνεια» του.
Εδώ λοιπόν ο γερουσιαστής Φρανκ Παλόνε, δήλωσε σήμερα στο Twitter ότι είναι «πολύ απογοητευτικό πως οι ΗΠΑ προχωρούν με την πώληση εξαρτημάτων για τα F-16 της Τουρκίας παρά τις επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον Ερτογάν, τις αντιδημοκρατικές του πρακτικές και τις απειλές του κατά νατοϊκών συμμάχων. Θα συνεχίσω να εργάζομαι με συναδέλφους μου στο να μπλοκάρω αυτή την εσφαλμένη απόφαση».
Very disappointing that the U.S. is moving forward with the sale of components for F-16s to Turkey, despite Erdogan's repeated human rights abuse, anti-democratic practices & threats against NATO allies. I will continue to work with my colleagues to block this misguided decision. https://t.co/7d6mP1TL2u
— Rep. Frank Pallone (@FrankPallone) April 17, 2023
Να λοιπόν μια ευκαιρία για να δούμε αν θα υπάρξει αντίδραση από πλευράς εκείνης της γνωστής ομάδας αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών που εδώ και καιρό καταδικάζουν σε κάθε ευκαιρία την Τουρκική επιθετικότητα (και στηρίζουν την Ελλάδα). Καθώς αν ενεργοποιηθούν τώρα, θα είναι και ένα μεγάλο τεστ για την δυνατότητα τους να κινητοποιήσουν και το υπόλοιπο Κογκρέσο σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Ή μήπως όχι; Καθώς το πρακτορείο Reuters αναφέρει πως για την πώληση αυτή του πακέτου των 259 εκατ. δολαρίων έχουν «ήδη δώσει την ανεπίσημη έγκριση τους οι επικεφαλής των ανάλογων επιτροπών του Κογκρέσου». Πάντως ο γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ, επικεφαλής της κρίσιμης επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, δεν έχει μέχρι στιγμής σχολιάσει κάτι σχετικά (όπως συνήθως κάνει για κάθε τι που αφορά την Τουρκία), ενώ «σιγή» είχαμε και από τις αντίστοιχες ηγεσίες άλλων επιτροπών στο Κογκρέσο. Άλλωστε στις ΗΠΑ είθισται, στην δική τους πολιτική παράδοση, πριν γίνει η ανακοίνωση μιας πώλησης όπλων από το υπουργείο Εξωτερικών, να έχει προηγηθεί παρασκηνιακή συνεννόηση με τις «κεφαλές» του Κογκρέσου, ακριβώς για να μην δημιουργηθεί ένταση και αντιπαράθεση με την κυβέρνηση.
Είναι λοιπόν το πιο πιθανό η έγκριση αυτού του μικρού «πακέτου» να περάσει χωρίς ισχυρές αντιδράσεις. Και ίσως οι όποιες «αντιτουρκικές» συσπειρώσεις στο Κογκρέσο να μην θέλουν να ξοδέψουν το πολιτικό τους κεφάλαιο για να το μπλοκάρουν, περιμένοντας κάτι πολύ μεγαλύτερο -όπως την πώληση νέων F-16- για να κινητοποιηθούν, καθώς εκεί θα υπάρχει γενικότερο ενδιαφέρον και από πολλούς συναδέλφους τους.
Άλλωστε για τις ΗΠΑ μια εξαγωγή αμυντικών συστημάτων αξίας 250+ εκατομμυρίων δολαρίων είναι ένα μικρό ποσό και δεν απασχολεί ιδιαίτερα την πολιτική τους σκηνή, εκτός και αν συνοδεύεται από ισχυρούς συμβολισμούς, όπως αυτούς που αναφέρει ο Παλόνε, αν βρει βέβαια ακροατήριο. Η Άγκυρα όμως εδώ και μήνες δείχνει «καλό πρόσωπο», ή έστω «καλύτερο»: Έχει σταματήσει τις παραβιάσεις και παραβάσεις στο Αιγαίο, είχε τον πολύνεκρο σεισμό που προκάλεσε παγκόσμιο κύμα συμπάθειας, ενέκρινε την ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ και παζαρεύει εκείνον της Σουηδίας. Για την αμερικανική ματιά λοιπόν «κάτι γίνεται», οπότε μια μικρή «αμοιβή» είναι απαραίτητη.
Είναι αφελείς οι Αμερικανοί; Έχουν πιστέψει πως η Τουρκία πράγματι άλλαξε συμπεριφορά; Σαφώς όχι. Αλλά είναι και πολύ πραγματιστές και βλέπουν την ανάγκη για βραχυπρόθεσμες τακτοποιήσεις και επιλύσεις που να εκτονώνουν τρέχοντα ζητήματα. Έτσι η ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, που θα αυξήσει την πίεση προς τη Ρωσία, για τις ΗΠΑ ήταν κάτι πολύ σημαντικό και εδώ εκτιμήθηκε η συναίνεση του Ερντογάν. Ενώ στο Αιγαίο οι Αμερικανοί έχουν παγιωμένη αντίληψη: οτιδήποτε εκτονώνει την ελληνοτουρκική ένταση (έστω για μικρό διάστημα) «καλό είναι» και δίνει ευκαιρία για «επανέναρξη κάποιων διμερών επαφών».
Στην κυνική Ουάσιγκτον βέβαια δεν έχουν αυταπάτες ότι τα ελληνοτουρκικά μπορεί ως δια μαγείας να λυθούν. Τα παρακολουθούν δεκαετίες, έχουν μετέχει σε αυτά, έχουν και σοβαρές ευθύνες για τις εξελίξεις τους. Οπότε η όποια μακροπρόθεσμη προοπτική έχει υποσκελιστεί από μια μικροδιαχείριση σε τοπικό επίπεδο. Και για αυτό βλέπουμε εμείς στην Ελλάδα -με δεδομένη την απογοήτευση- τις τυπικές και επαναλαμβανόμενες και βαρετές δηλώσεις από κάθε αμερικανική κυβέρνηση που καλούν μηχανικά Ελλάδα και Τουρκία να «τα βρουν, να μειώσουν την ένταση, να συζητήσουν». Εμείς αυτή την πολιτική την βλέπουμε ως δικαίωση της Τουρκίας, στις ΗΠΑ την καταγράφουν ως την απαραίτητη απόσταση που πρέπει να λάβουν από ένα πολύχρονο ζήτημα περιφερειακής αντιπαράθεσης εντός ΝΑΤΟ, που δύσκολα λύνεται και στο οποίο δεν θέλουν να εμπλακούν. Παρεκτός βέβαια και εμφανιστεί η φιλοδοξία κάποιου υπουργού Εξωτερικών που θέλει να “δοκιμάσει την τύχη του” σε διπλωματικές καντρίλιες.
Ενίοτε η μονοτονία αυτή «σπάει» καθώς η Τουρκία ξεπερνά τα όρια ανοχής -η εισβολή στη Συρία ήταν ένα, η αγορά των S-400 άλλο, η προσέγγιση με την Ρωσία ένα τρίτο- οπότε έχουμε και την αμερικανική… αφύπνιση. Και εδώ είδαμε τις σκληρές αντιδράσεις ισχυρών κύκλων στις ΗΠΑ των τελευταίων ετών, την καλλιέργεια κλίματος “αντιτουρκισμού” και μια γενικότερη καχυποψία για τις προθέσεις της χώρας αυτής, που κάποιοι τη χαρακτηρίζουν έως και χαμένο χαρτί για τη δυτική συμμαχία. Ζητήματα δηλαδή που η Άγκυρα θα τα βρει μπροστά της σε βάθος χρόνου, χωρίς όμως να τα έχει προκαλέσει η Αθήνα. Πάντως εμείς είμαστε προς το παρόν στην πλευρά που επωφελείται και είναι σε αρκετό βαθμό στο χέρι μας να αποσπάσουμε ότι περισσότερο μπορούμε ως αντίβαρο: σε παραχωρήσεις υλικών, σε δάνειοδοτήσεις, σε χρηματοδότηση, σε επενδύσεις, σε διπλωματική στήριξη, σε διεθνείς συμφωνίες. Χωρίς όμως να βαυκαλιζόμαστε πως ο “κόσμος περιστρέφεται γύρω μας” και πως “θα παραμείνουμε στεγνοί σε εποχές γεωοπολιτικής καταιγίδας”.
Θυμίζουμε πως στο παρακάτω άρθρο, του Αυγούστου του 2022, γράφαμε τα εξής:
“Άρα, σε σχετικά σύντομο χρόνο, λιγότερο από έτος, μπορεί να δούμε εξελίξεις που να φέρουν την Άγκυρα πίσω στο δυτικό προσκήνιο με παροχές από τις ΗΠΑ, οι οποίες να περιλαμβάνουν και σημαντικά οπλικά συστήματα.” Παραμένουμε σε αυτή την εκτίμηση και μετά τις τουρκικές εκλογές θα δούμε τι έχει αλλάξει.
Ανάλυση: Κογκρέσο εναντίον Τουρκίας, πίεση σε ένα σύμμαχο που κανείς δεν εμπιστεύεται