WESTLAND P.9 WHIRLWIND – P.14 WELKIN
ΤΑ ΔΙΚΙΝΗΤΗΡΙΑ ΜΑΧΗΤΙΚΑ ΤΟΥ Τ. PETER
Ο σχεδιαστής του Canberra, Teddy Peter, προτού πάει στην English Electric εργαζόταν στη Westland. Εκεί δημιούργησε το μικρό αλλά θαυματουργό Lysander (βλ. τ. 41) και μια άγνωστη οικογένεια μονοθέσιων-δικινητήριων καταδιωκτικών (αναλόγων του αμερικανικού Ρ-38), το Whirlwind (1938) και το στρατοσφαιρικό Welkin (1942). Αυτή παρήχθη συνολικά σε 218 αεροσκάφη (116 Whirlwind και 102 Welkin, εκ των οποίων τα 32 παρέμειναν χωρίς κινητήρες) και χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα στο Β’ Π.Π., παραμένοντας στη σκιά των Mosquito και Beaufighter.
Tου Βασίλη Σιταρά
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η RAF αποφάσισε ότι χρειαζόταν τρεις διαφορετικούς τύπους μονοπλάνων μαχητικών: ένα μονοθέσιο-μονοκινητήριο με οκτώ πολυβόλα Browning των 7,7 χιλιοστών (προδιαγραφή F.5/34, από την οποία ξεπήδησαν το Hurricane και το Spitfire), ένα διθέσιο-μονοκινητήριο με τέσσερα από τα παραπάνω πολυβόλα (προδιαγραφή F.9/35, που οδήγησε στο Defiant) και, τέλος, ένα μονοθέσιο-δικινητήριο με τέσσερα πυροβόλα Hispano των 20 χιλιοστών (προδιαγραφή F.37/35, που δημιούργησε το υπό εξέταση Whirlwind).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα σχέδια της RAF δεν υπήρχε ένας πολυθέσιος-δικινητήριος «καταστροφέας» πολλαπλού ρόλου, αντίστοιχος του γερμανικού Bf110 και του γαλλικού Potez 630 (αυτός ήρθε πολύ αργότερα με τα Beaufighter και Mosquito F.B., τα οποία όμως δεν αποτελούσαν πρωτότυπες σχεδιάσεις, αλλά ήταν τροποποιημένα βομβαρδιστικά).
Ειδικότερα, η απαίτηση F.37/35 μιλούσε για έναν «εξολοθρευτή βομβαρδιστικών» με τον παραπάνω ισχυρότατο οπλισμό και με μέγιστη ταχύτητα 515 χ.α.ώ. στις 15.000 πόδια.
Η σχεδιαστική ομάδα της Westland με επικεφαλής τον νεαρό αλλά πολλά υποσχόμενο Teddy Peter (που είχε ήδη δημιουργήσει το Lysander) κέρδισε το διαγωνισμό με το σχέδιο P.9 Whirlwind, ένα σχετικά ελαφρύ (κενό βάρος 3.770 κιλά, πλήρες 5.170 κιλά) αεροπλάνο με μήκος 9,98 μέτρα και εκπέτασμα πτερύγων 13,72 μέτρα.
Η μείωση του βάρους κατέστη δυνατή χάρη στην εκτεταμένη χρήση ελαφρών κραμάτων μαγνησίου, ενός υλικού που τότε δε συνηθιζόταν στην αεροναυτική. Οι κινητήρες του Ρ.9 περιέργως δεν ήταν οι θαυμάσιοι RR Merlin των 1.030 ίππων έκαστος, αλλά οι επίσης υγρόψυκτοι-δωδεκακύλινδροι RR Peregrine των 885 ίππων. Πάντως, η θαυμάσια αεροδυναμική του Ρ.9 (π.χ., άτρακτος εξαιρετικά λεπτής διατομής και εισαγωγές αέρα των ψυγείων τοποθετημένες στο χείλος προσβολής των ημιπτερύγων, για πρώτη φορά στον κόσμο), του έδινε ταχύτητα 580 χ.α.ώ. στις 15.000 πόδια, δηλαδή 65 χ.α.ώ. μεγαλύτερη από εκείνη των προδιαγραφών και 20 χ.α.ώ. μεγαλύτερη από εκείνη του Spitfire I! Αξιοσημείωτη ήταν η φουσκωτή καλύπτρα ορατότητας 360 μοιρών, μια πολυτέλεια που τότε δεν είχαν ούτε τα μονοκινητήρια μαχητικά.
Τα τέσσερα πυροβόλα είχαν συνολική ισχύ πυρός 270 βολές ανά λεπτό, που την εποχή εκείνη ήταν σαφώς η μεγαλύτερη στον κόσμο. Ο εξωτερικός οπλισμός ήταν δύο βόμβες των 227 κιλών. Τέλος, η οροφή του Whirlwind ήταν 30.300 πόδια, ο χρόνος ανόδου στις 15.000 πόδια 5 λεπτά και 45 δεύτερα και η εμβέλεια 1.300 χιλιόμετρα.
Με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, το πρώτο από τα δύο αεροσκάφη δοκιμών απογειώθηκε στο Yeovil από το Harald Penrose στις 11/10/1938 και αποδείχθηκε τόσο καλό, που τον Ιανουάριο του 1939 παραγγέλθηκαν 200 αρχικές μονάδες, παρά την απόλυτη προτεραιότητα που είχε δοθεί τότε στα μονοκινητήρια καταδιωκτικά. Ένα 100% ανταγωνιστικό πρωτότυπο της Gloster, το F.9/37, εφοδιασμένο με δύο αστεροειδείς κινητήρες των 1.000 ίππων, απογειώθηκε στις 3/4/1939 και παρά το ότι αποδείχθηκε εξίσου ταχύ (580 χ.α.ώ.), παρέμεινε σε πειραματικό στάδιο.
Οι παραδόσεις του Whirlwind άρχισαν τον Ιούλιο του 1940 σε δύο μόνο μοίρες της RAF (137 και 263), όμως ο τύπος δεν κατέστη επιχειρησιακός πριν από τον Ιανουάριο του 1941 και έτσι δεν πρόλαβε τη Mάχη της Αγγλίας. Η πρώτη κατάρριψη του Whirlwind ήταν ένα υδροπλάνο Arado Ar196 και σημειώθηκε στις 8/2/1941. Δυστυχώς, η παραγωγή των 200 μονάδων δεν υλοποιήθηκε ολόκληρη, αλλά σταμάτησε πρόωρα τον Ιανουάριο του 1942 μετά το 114ο σκάφος (εκτός από τα δύο πρωτότυπα).
Εν τω μεταξύ, ήδη από το τέλος του 1941 οι δύο μοίρες που χρησιμοποιούσαν το αεροπλάνο άλλαξαν ρόλο και από αναχαιτίσεως έγιναν δίωξης-βομβαρδισμού, πραγματοποιώντας αιφνιδιαστικές επιδρομές με βόμβες και βολές πυροβόλων (straffing) στην άλλη όχθη της Μάγχης. Όμως, το Δεκέμβριο του 1943 και πριν προλάβει να κλείσει τρία χρόνια υπηρεσίας, το Whirlwind αποσύρθηκε οριστικά, λόγω έλλειψης ανταλλακτικών και αναξιοπιστίας των κινητήρων Peregrine.
Πολύ νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1940, είχε κυκλοφορήσει η τολμηρή προδιαγραφή F.4/40, που στο τέλος του 1941 οριστικοποιήθηκε ως F.7/41. Αυτή ζητούσε ένα δικινητήριο μαχητικό στρατοσφαιρικού ύψους πτήσης (44.000 πόδια), ικανό να αναχαιτίζει τις ειδικές αναγνωριστικές και βομβαρδιστικές εκδόσεις του Ju86, που την εποχή εκείνη «αλώνιζαν» ανενόχλητες πάνω από την Αγγλία.
Φυσικά, ένα τέτοιο αεροπλάνο θα έπρεπε να διαθέτει συμπιεζόμενη καμπίνα, όπως και το Ju86P, και κινητήρες τους RR Merlin 61 των 1.600 ίππων, με υπερσυμπιεστή δύο βαθμίδων και δύο ταχυτήτων. Το φθινόπωρο του 1942, τρία ανταγωνιστικά πρωτότυπα ήταν έτοιμα για πτητικές δοκιμές: το De Havilland Mosquito Mk XV (μια έκδοση του θρυλικού «Κουνουπιού» με μεγαλύτερη πτέρυγα, συμπιεζόμενο κόκπιτ και οροφή 44.600 πόδια), το Vickers τύπος 432 (μια νέα σχεδίαση με οροφή 43.500 πόδια και προβλεπόμενη ταχύτητα 700 χ.α.ώ., η οποία όμως ουδέποτε επετεύχθη) και το Westland P.14 Welkin (μια παραλλαγή του Whirlwind με πτέρυγα εκπετάσματος 21,34 μέτρων, συμπιεζόμενο κόκπιτ και οροφή 44.000 πόδια).
Το τελευταίο απογειώθηκε από τον Penrose την 1/11/1942 και παρά την αύξηση του βάρους (που πλέον άγγιζε τους 9 τόνους) αποδείχθηκε ικανό για 623 χ.α.ώ., ενώ και τα πτητικά του χαρακτηριστικά κρίθηκαν ικανοποιητικά. Έτσι, επικράτησε στο διαγωνισμό και εντός του 1942 παραγγέλθηκαν 100 μονάδες. Τα πρώτα αεροσκάφη παραγωγής παραδόθηκαν το Σεπτέμβριο του 1943 στα κέντρα δοκιμών Boscombe Down και Farnborough. Στις αρχές του 1944, δύο μόνο μονάδες αξιολογήθηκαν σε επιχειρησιακές συνθήκες από την ειδική μονάδα επιχειρησιακών δοκιμών του Wittering.
Όμως, επειδή οι γερμανικές επιδρομές μεγάλου ύψους είχαν σταματήσει από το Σεπτέμβριο του 1942, το Welkin ουδέποτε κατέστη επιχειρησιακό. Μάλιστα, από τα 100 αεροπλάνα που παρήχθησαν (πλην των δύο πρωτοτύπων), τα τελευταία 32 έμειναν για πάντα χωρίς κινητήρες και διαλύθηκαν χωρίς να έχουν πετάξει ποτέ.
Η ιστορία του Welkin τελειώνει στις 23/10/1944, όταν πέταξε το ένα και μοναδικό (προερχόμενο από μετασκευή) Welkin NF Mk II. Αυτό ήταν ένα διθέσιο νυκτερινό μαχητικό εφοδιασμένο με εκατοστομετρικό ραντάρ εναέριας αναχαίτισης (AI radar). Με ταχύτητα μόλις 556 χ.α.ώ., υστερούσε κατά 100 χ.α.ώ. του Mosquito NF Mk 30, που είχε ήδη εισέλθει σε υπηρεσία, και φυσικά απορρίφθηκε.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Τεύχος 169 – Ιούνιος 1999