Αν και ακούμε συνεχώς για τον πακτωλό οπλικών συστημάτων που στέλνονται στην Ουκρανία από τις χώρες της Δύσης, δεν μαθαίνουμε τόσο πολύ για τις υπαρκτές ανησυχίες που υπάρχουν για την τύχη τους. Με κυριότερη το ότι μπορεί αρκετά από αυτά να πέσουν στα χέρια λαθρεμπόρων όπλων και να γεμίσουν όχι το μέτωπο, αλλά τις παγκόσμιες “αγορές”.
Όπως είχε καταγράψει ο Guardian τον Ιούνιο, ο επικεφαλής της Interpol, Jürgen Stock, είχε επισημάνει πως με την λήξη του πολέμου, αναμένεται πλημμυρίδα όπλων στις διεθνείς αγορές, όπως έχει γίνει επανειλημμένα και σε άλλες συγκρούσεις. Ενώ ζήτησε από τις χώρες αποστολής, να συνεργαστούν με την Interpol για την παρακολούθηση της πορείας των όπλων και τη συστηματική καταγραφή τους.
Ανάλογους προβληματισμούς καταγράφουν και οι Financial Times σε χθεσινό τους άρθρο, δίνοντας την εικόνα του πως λειτουργεί σήμερα η αποστολή όπλων: Αυτά φθάνουν στην νότια Πολωνία από όλες τις χώρες, μετά μεταφέρονται στα σύνορα με την Ουκρανία και από εκεί φορτώνονται σε κάθε λογής μέσα (μέχρι και ιδιωτικά αυτοκίνητα) για να φθάσουν στα ουκρανικά δίκτυα διανομής τους. Στο σημείο αυτό παύει κάθε γνώση των δυτικών χωρών για την τελική μοίρα των συστημάτων τους. Ενώ ήδη η Europol έχει καταγράψει αύξηση της εμφάνισης όπλων και εκρηκτικών σε δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος, παρά τις ουκρανικές διαβεβαιώσεις πως προσπαθούν να ελέγξουν την ροή των όπλων.
Μια παρεμφερής ανησυχία είναι βέβαια και η διαρροή τεχνογνωσίας. Στην Ουκρανία φθάνουν κυρίως συμβατικής τεχνολογίας όπλα (πυροβόλα, πυρομαχικά, παλαιά άρματα μάχης κ.λπ.) αλλά πλέον έχουν εμφανιστεί και συστήματα πρώτης γραμμής. Όπως τα ρουκετοβόλα Himars, τα αυτοκινούμενα CAESAR, και τα PzH-2000, τα περιφερόμενα πυρομαχικά Switchblade, οι αντιαρματικοί Javelin, εξελιγμένοι ασύρματοι, συσκευές νυχτερινής όρασης, κατευθυνόμενα βλήματα, UAVs και πολλά ακόμα. Ότι από αυτά πέφτει στα χέρια των Ρώσων τους προσφέρει πολύτιμη τεχνογνωσία και σε τομείς που υστερούν σημαντικά. Άρα σε βάθος χρόνου η Δύση πρέπει να αναμένει πως θα δει τέτοιες τεχνολογίες να αντιγράφονται και να βελτιώνουν τη ρωσική/κινεζική πολεμική μηχανή.
Για να είμαστε βέβαια ρεαλιστές, «μεταπώληση» όπλων και διαρροή τεχνογνωσίας, γίνεται σε κάθε πολεμική σύγκρουση καθώς είναι απολύτως αδύνατο, ακόμη και στο πιο οργανωμένο κράτος να ελεγχθεί η τύχη κάθε όπλου. Πόσο μάλλον αν είναι ένα «μικρό» σύστημα, όπως π.χ. ένα φορητό αντιαρματικό, ένας ασύρματος, μια συσκευή δορυφορικής επικοινωνίας, ένα τουφέκι ελεύθερου σκοπευτή, ένα κατευθυνόμενο βλήμα. Ενώ πολλά χάνονται στις μάχες, βρίσκονται από τον αντίπαλο σχετικά ακέραια, αεροσκάφη καταρρίπτονται κ.ο.κ.
Το ζήτημα είναι ο όγκος που μπορεί να καταλήξει σε παράνομα κυκλώματα και βέβαια τι είδους είναι αυτά. Π.χ. έχει σοβαρή διαφορά το να πάρει κάποια τυφέκια μια «Μαφία», από το να πάρει έναν αντιαεροπορικό πύραυλο μια τρομοκρατική οργάνωση. Θυμίζουμε εδώ πως όταν οι ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980 έστελναν αφειδώς φορητούς αντιαεροπορικούς πυραύλους Stinger στους Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν, ώστε να πολεμήσουν τους Σοβιετικούς που είχαν εισβάλλει στη χώρα τους, βρέθηκαν δεκαετίες αργότερα να αναζητούν αυτούς τους Stinger σε όλο τον κόσμο καθώς κάποιοι είχαν περάσει στα χέρια τζιχαντιστών αλλά και Ιρανών!
Μάλιστα όταν έληξε ο πόλεμος στο Αφγανιστάν και αποχώρησαν οι Ρώσοι το 1989, αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν «ξεχυθεί» στη χώρα ώστε να αγοράσουν ότι Stinger είχαν απομείνει σε αφγανικά χέρια, προσφέροντας έως και 100.000 δολάρια τον ένα, ποσό μυθικό για την πάμφτωχη αυτή χώρα. Σε κάποιες περιπτώσεις τα κατάφεραν, αλλά αρκετοί παραμένουν ακόμη και σήμερα «άγνωστης διαδρομής»…