Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης θα «δέσει» στα πλαίσια του εορτασμού για την 84η ΔΕΘ, το θρυλικό πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού «ΒΕΛΟΣ». Σύμφωνα με την ηλεκτρονική έκδοση της Εφημερίδας Έθνος, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος άναψε το «πράσινο φως», προκειμένου το ιστορικό πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού να βρίσκεται στο λιμάνι, τις ημέρες που διαρκεί η Έκθεση, έτσι ώστε οι πολίτες να μπορούν να το επισκεφθούν.
Σε γενικά πλαίσια, η πρόσφατη ιστορία και τα «παραπολιτικά», αναφορικά με την τύχη του πλοίου, είναι γνωστά στους περισσότερους: Στις 26 Φεβρουαρίου 1991 το πλοίο παροπλίσθηκε αφού είχε διανύσει συνολικά 362,662 ναυτικά μίλια. Το 1994 με απόφαση του ΥΕΘΑ/ΓΕΒ χαρακτηρίστηκε ως «Μουσείο Αντιδικτατορικού Αγώνα και παρέμεινε στο Κ.Ε. Πόρος.
Από τις 6 Ιουνίου 2002 βρισκόταν στο χώρο του «Άλσους Ναυτικής Παράδοσης» στον Φλοίσβο του Π. Φαλήρου ως επισκέψιμο μουσείο. Ωστόσο, από το 2017, είχε μεταβεί για επισκευές στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Αν και οι επισκευές έχουν ολοκληρωθεί εδώ και πολύ καιρό, το ΒΕΛΟΣ δεν επέστρεψε ποτέ στην προηγούμενη θέση του. Το παρόν άρθρο ωστόσο ασχολείται με το ίδιο το πλοίο και την ιστορία του.
Η ιστορία του πλοίου
Το αντιτορπιλικό ΒΕΛΟΣ D-16 (πρώην USS CHARRETTE DD 581), ναυπηγήθηκε στην Βοστόνη των ΗΠΑ, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και καθελκύστηκε στις 3 Ιουνίου του 1942. Σχεδιάστηκε ως αντιτορπιλικό (destroyer) τύπου Fletcher του Αμερικανικού Ναυτικού, που έλαβε το όνομα του από τον Αμερικάνο ανθυποπλοίαρχο George Charrette (1867-1938), στον οποίο είχε απονεμηθεί το Μετάλλιο Τιμής για ηρωισμό κατά τη διάρκεια του ισπανικού-αμερικανικού πολέμου.
Χαρακτηριστικά
Το Βέλος στις εποχές της μαχητικής του δράσης, διέθετε πλήρωμα 273 ατόμων. Έχει εκτόπισμα 2100 τόνων, Μήκος 114,6 μέτρα, 12,5 μέτρα πλάτος ενώ το βύθισμά του φθάνει τα 5 μέτρα.
Η μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει το πλοίο είναι 35 κόμβοι. Ήταν οπλισμένο με 4 πυροβόλα των 130mm, 4 των 40mm, 4 των 20mmμ, έναν τετραπλό τορπιλοσωλήνα για στόχους επιφανείας, 2 τριπλούς τορπιλοσωλήνες ανθυποβρυχιακών τορπιλών, και 2 εκτοξευτές HEDGEHOG κατά υποβρυχίων.
Το Πλοίο στην Υπηρεσία του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού
Εισερχόμενο στη δράση κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, χρησιμοποιήθηκε στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού . Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Αμερικάνικου Ναυτικού κατά των Ιαπώνων στον Ειρηνικό Ωκεανό, κυρίως ως πλοίο υποστηρίξεως αεροπλανοφόρων, καθώς δε και ανθυποβρυχιακής και αντιαεροπορικής προστασίας νηοπομπών. Στο πλοίο απενεμήθησαν δεκατρία αστέρια μάχης και άλλα παράσημα, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το «Charrette» ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη στις 20 Σεπτεμβρίου 1943 για να συνοδεύσει τον αερομεταφορέα «Monterey» στην υπηρεσία του Ειρηνικού. Έλαβε μέρος στις ασκήσεις κατάρτισης μέχρι τις 10 Νοεμβρίου, για αεροπορικές επιδρομές σε ιαπωνικές βάσεις στα νησιά Μάρσαλ. Παρείχε προστασία στις ναυτικές επιθέσεις και στη στήριξη της θαλάσσιας ναυσιπλοΐας, ενώ παράλληλα συμμετείχε στις αποβάσεις του αμερικανικού στρατού σε νησιά της Παπούας – Νέας Γουινέας.
Η μεγάλη συνεισφορά του «Charrette» ήρθε στη μακρά επιχείρηση των Μαριαννών Νήσων και συγκεκριμένα στη μεγάλη αεροπορική μάχη στη Θάλασσα των Φιλιππίνων το 1944. Είχε ενεργό ρόλο στην επική μάχη για τον κόλπο «Λέυτε», που σήμανε και το τέλος του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Ναυτικού σαν μια αποτελεσματική πολεμική δύναμη, κατά την οποία καταστράφηκαν τέσσερα ιαπωνικά αεροπλανοφόρα και ένα αντιτορπιλικό στις 25 Οκτωβρίου του 1944, από τις επιθέσεις που εξαπέλυσαν τα αεροπλανοφόρα που συνόδευε.
Στις 25 Φεβρουαρίου του 1945 επέστρεψε στην Αμερική και στο «Puget Sound Navy Yard» για επισκευές. Μπήκε ξανά στην ενεργό στη δράση τον Ιούνιο, όπου συμμετείχε στις επιχειρήσεις στο Βόρνεο. Το Charrette ανέλαβε τον Σεπτέμβριο του 1945 να συνοδεύσει πλοία φορτωμένα με στρατεύματα, εξοπλισμό και προμήθειες σε λιμάνια της Κίνας με τελικό σταθμό το λιμάνι της Σαγκάης, όπου παρέμεινε ως το Δεκέμβρη του ίδιου έτους. Από τη Σαγκάη ξεκίνησε στις 12 Δεκεμβρίου για το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας και έφτασε στις 30 Δεκεμβρίου.
Ένταξη του πλοίου στο δυναμικό του Π.Ν.
Το 1958 αφού εκσυγχρονίστηκε στα ναυπηγεία «Λονγκ Μπιτς» της Καλιφόρνιας, παραχωρήθηκε στο τότε Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό μαζί με τρία ομοίου τύπου (Αντιτορπιλικά τύπου FLETCHER) το Α/Τ ΑΣΠΙΣ, Α/Τ ΣΦΕΝΔΟΝΗ και Α/Τ ΛΟΓΧΗ, στα πλαίσια αμοιβαίας βοήθειας ΗΠΑ – ΕΛΛΑΔΟΣ, στις αρχές του καλοκαιριού του 1959.
Στις 16 Ιουνίου 1959 υψώθηκε στο Α/Τ ΒΕΛΟΣ η Ελληνική Σημαία και με πρώτο Κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Γ. ΜΟΡΑΛΗ κατέπλευσε στην Ελλάδα. Από τότε – και αφού εντάχθηκε στο Αρχηγείο Στόλου – πήρε μέρος στις Εθνικές και διασυμμαχικές ασκήσεις, σε επίδειξη Σημαίας στο εσωτερικό και εξωτερικό, καθώς και στις επιχειρήσεις στη διάρκεια της Ελληνοτουρκικής κρίσης του 1964, 1967, 1974 και 1987.
Το χρονικό της «ανταρσίας» κατά της Χούντας
Στις 23 Μαΐου 1973 το Α/Τ ΒΕΛΟΣ με Κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Ν. Παππά, αποχώρησε της διασυμμαχικής ασκήσεως (ΝΑΤΟ) που συμμετείχε, λόγω συλλήψεων κάποιων αξιωματικών του Π.Ν. στην Ελλάδα από το καθεστώς, ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Έτσι έγινε γνωστό στη κοινή γνώμη η αντίθεση προς τη χούντα στα πλαίσια του αντιδικτατορικού κινήματος του Πολεμικού Ναυτικού.
Την 25η Μαΐου 1973 ο κυβερνήτης και οι αξιωματικοί είχαν μάθει μέσω ραδιοφώνου ότι ναυτικοί αξιωματικοί συνελήφθησαν και βασανίστηκαν στην Ελλάδα. Ο Παππάς ήξερε ότι οι συλληφθέντες αξιωματικοί αντιτάχθηκαν στη χούντα και αποφάσισε να δράσει μόνος του για να παρακινήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη. Συγκέντρωσε το πλήρωμα στην πρύμνη και ανακοίνωσε την απόφασή του, η οποία ελήφθη με ενθουσιασμό. Ο Παππάς γνωστοποίησε τις προθέσεις του στο διοικητή της Μοίρας και του Αρχηγείου του ΝΑΤΟ, αναφέροντας το προοίμιο της Βορειοατλαντικής Συνθήκης (ιδρυτική συνθήκη για το ΝΑΤΟ) που δηλώνει ότι «όλες οι κυβερνήσεις … είναι αποφασισμένες να διαφυλάξουν την ελευθερία, την κοινή κληρονομιά και τον πολιτισμό λαών, που βασίζονται στις αρχές της δημοκρατίας, της ατομικής ελευθερίας και του κράτους δικαίου». Το πλοίο κατέπλευσε έτσι στο λιμάνι του Φιουμιτσίνο της Ιταλίας.
Αγκυροβολόντας σε απόσταση 3,5 Ναυτικά μίλια από το Φιουμιτσίνο, τρεις αξιωματικοί (Κ. Γόρτζης, Κ. Ματαράγγας, Γ. Στράτος), αποβιβάστηκαν στην ξηρά και τηλεφώνησαν στους διεθνείς οργανισμούς τύπου για να τους ενημερώσουν για την κατάσταση στην Ελλάδα και την απόφαση τους, προκαλώντας το διεθνές ενδιαφέρον. Αρχικά, ολόκληρο το πλήρωμα επιθυμούσε να ακολουθήσει τον αρχηγό του (170 άτομα υπέγραψαν αίτημα), όμως εν τέλει αποφασίστηκε κάποιοι να παραμείνουν στο πλοίο λόγω του φόβου των αντιποίνων από το καθεστώς εναντίον των οικογενειών τους. Ο Κυβερνήτης, έξι (6) αξιωματικοί και εικοσιπέντε (25) υπαξιωματικοί ζήτησαν πολιτικό άσυλο και παρέμειναν στην Ιταλία ως πολίτικοι εξόριστοι. Οι υπόλοιποι άνδρες κλήθηκαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να ενημερώσουν τις οικογένειες και τους φίλους τους για το τι συνέβη. Το Βέλος επέστρεψε στην Ελλάδα ένα μήνα αργότερα με άλλο πλήρωμα. Μετά την πτώση της χούντας στις 24 Ιουλίου 1974, μερικοί από τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς του αρχικού πληρώματος επέστρεψαν στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού. Ο Διοικητής Παππάς έφθασε στο βαθμό του Αντιναυάρχου και υπηρέτησε ως Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Ναυτικού από το 1982 έως το 1986.
Πηγή: Αντιναύαρχος Γ. Παϊζής-Παραδείλης, (2002). Ελληνικά Πολεμικά Σκάφη 1829-2001 (3η έκδοση), Αθήνα.
Γιάννης Γκουμάκης
Πτυχιούχος Ιστορίας,
Μεταπτυχιακός Φοιτητής Πολιτικής Επικοινωνίας