To «μεγάλο O» όπως το αποκαλούσαν, το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS Oriscany (CV 34) έχει μια παράξενη ιστορία: ως ένα σκάφος που παραλίγο να μην ολοκληρώσει ποτέ τη ναυπήγηση του, για να φθάσει να πολεμήσει σε Κορέα και Βιετνάμ και τελικά να καταλήξει ως τεχνητός ύφαλος ανοιχτά στον κόλπο του Μεξικού!
Το Oriscany ανήκε στην κλάση Essex, τη μεγαλύτερη αμερικανικών αεροπλανοφόρων και το κεντρικό στήριγμα της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο μέτωπο του Ειρηνικού, καθώς τα πιο ονομαστά από αυτά πολέμησαν σε κάθε «γωνιά» του αχανούς ωκεανού, όπως το Yorktown, to Hornet, το Intrepid και το Lexington. Το 30.000 τόνων Oriskany παραγγέλθηκε το 1942, αλλά όταν καθελκύστηκε το 1945 ο πόλεμος είχε μόλις τελειώσει. Έτσι η ολοκλήρωση του πάγωσε για κάποια χρόνια και τελικά το 1947 ανακατασκευάστηκε (πριν καν δηλαδή παραδοθεί ξαναχτίστηκε σχεδόν το μισό) για να μπει τελικά σε υπηρεσία το 1950. Όσο για το όνομα του, αυτό προέρχεται από την ομώνυμη μάχη του 1777 κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης.
Η αρχική του ανάπτυξη έγινε στη Μεσόγειο περνώντας μάλιστα και από τον Πειραιά, αλλά το 1952 έφθασε στην Κορέα όπου ήδη μαινόταν η πρώτη μεγάλη «μεταπολεμική» σύρραξη. Εκεί υπηρέτησε για ένα χρόνο με τα ελικοφόρα μαχητικά του F4U Corsair να δίνουν μια δεύτερη μάχη μετά τις συγκρούσεις με τους Ιάπωνες, βομβαρδίζοντας τις βορειοκορεατικές και κινεζικές θέσεις.
Το σκάφος θα ταυτιστεί με το Ασιατικό θέατρο επιχειρήσεων με σύντομα διαστήματα συντήρησης και μετασκευών. Η πιο μεγάλη έγινε το 1956 όπου άλλαξε τελείως μορφή (για δεύτερη φορά μετά την αρχική μετασκευή του 1947) και του προστέθηκε το γνωστό σύγχρονο διαγώνιο κατάστρωμα απογειώσεων, μεγαλύτεροι ανελκυστήρες αεροσκαφών για να εξυπηρετεί πλέον και αεριωθούμενα, νέοι καταπέλτες ενώ όλο το κατάστρωμα έγινε μεταλλικό για μεγαλύτερη αντοχή.
Το 1959 θα επιστρέψει στον Ειρηνικό με διαδοχικές αποστολές με έδρα του είτε το Σαν Ντιέγκο είτε την Ιαπωνία, μέχρι το 1965 οπότε και θα ξεκινήσει η εμπλοκή του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Εκεί πέτυχε και ένα εντυπωσιακό ρεκόρ με 12.000 εξόδους αεροσκαφών από τον Μάρτιο έως το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, σε συνεχείς βομβαρδισμούς των βορειοβιετναμικών δυνάμεων. Το 1966 θα συμβεί στο σκάφος το μεγαλύτερο ατύχημα στην ιστορία του, καθώς μια φωτιά που ξεκίνησε από την ανάφλεξη μιας φωτοβολίδας μαγνησίου θα κατακάψει 5 καταστρώματα με συνολικά 44 μέλη του πληρώματος νεκρά και δεκάδες τραυματίες.
Θα επιστρέψει λαβωμένο στο Σαν Ντιέγκο για επισκευές αλλά το 1967 το ξαναβρίσκει στα ανοιχτά του Βιετνάμ, ενώ από αυτό θα απονηωθεί στις 26 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς ο τότε πιλότος John McCain (αργότερα ένας από τους πιο γνωστούς πολιτικούς των ΗΠΑ που διεκδίκησε και την προεδρία της χώρας), για να καταρριφθεί και να μείνει αιχμάλωτος στο Βιετνάμ έως το 1973.
Οι αεροπορικές μοίρες του Oriscany θα πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος στο Βιετνάμ με δεκάδες νεκρούς πιλότους ενώ οι πολεμικές του αποστολές στο Βιετνάμ θα κρατήσουν έως το 1973, σε μια από τις πιο μεγάλες θητείες σε μέτωπο που έχει ποτέ καταγράψει αμερικανικό αεροπλανοφόρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σκάφος έφθαναν συνεχώς νέα μοντέλα αεριωθουμένων από τα A4 Skyhawk μέχρι τα F-8 Crusader και τα A-7 Corsair, με νέους πιλότους και πληρώματα για να υπηρετήσουν τον αδηφάγο πόλεμο του Βιετνάμ, με δεκάδες χιλιάδες αποστολές και με επίσης δεκάδες χιλιάδες τόνους βομβών σε ρίψεις στο ενεργητικό του.
Η υπογραφή της ανακωχής ουσιαστικά σήμανε και το τέλος του Oriscany. Θα υπηρετήσει, πάντα στο Ειρηνικό, μερικά χρόνια ακόμη, αλλά το 1976 θα αποσυρθεί καθώς ήταν ήδη πολύ ταλαιπωρημένο, συμβατικής πρόωσης και όχι πυρηνικής, και μετρίων πλέον αεροπορικών επιδόσεων καθώς λόγω προδιαγραφών δεν μπορούσε να φιλοξενήσει τα νέα μαχητικά του ναυτικού.
Το τέλος του σκάφους όμως δεν είχε έρθει ακόμη. Για πολλά χρόνια παρέμεινε σε αποθήκευση ενώ στη δεκαετία του ‘80 η κυβέρνηση Ρήγκαν μελέτησε την ανακατασκευή του και την επιστροφή του σε υπηρεσία, κάτι που τελικά δεν έγινε λόγω υπέρογκου κόστους. Το 2004 όμως αποφασίστηκε το υπερήφανο σκαρί να έχει μια παράξενη κατάληξη. Να βυθιστεί στα ανοιχτά της Πενσακόλα, μιας παραλιακής πόλεως στη νότιοδυτική Φλόριντα, στον Κόλπο του Μεξικού ώστε να γίνει ο μεγαλύτερος μέχρι σήμερα τεχνητός ύφαλος για την ανάπτυξη της υποθαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας.
Πράγματι μετά από εξαντλητικές εργασίες που καθάρισαν το σκάφος από κάθε τι τοξικό, όπως χρώματα με μόλυβδο, αμίαντο, λάδια, καύσιμα, κ.λπ. ρυμουλκήθηκε 25 μίλια στα ανοιχτά και στις 17 Μαΐου του 2006 βυθίστηκε με στρατηγικά τοποθετημένα εκρηκτικά σε πολλά σημεία του.
Το πλοίο κάθισε στο βυθό σε βάθος 41 μέτρων ενώ η γέφυρα του βρίσκεται μόλις 21 μέτρα από την επιφάνεια. Έτσι σήμερα, γεμάτο από θαλάσσια ζωή, μετά από πάνω από μια δεκαετία στον πόλεμο, συνεχίζει την «καριέρα» του, αυτή τη φορά ειρηνικά, αποτελώντας από τα πιο γνωστά σημεία επίσκεψης ερασιτεχνών δυτών.