Μεγάλες εξελίξεις φέρνουν σε κάθε πεδίο μάχης τα μη επανδρωμένα οχήματα και πλέον γίνονται όχι απλώς αναπόσπαστα συνοδευτικά κάθε μονάδας μάχης, αλλά διεκδικούν και κυρίαρχο ρόλο. Κάτι τέτοιο ήδη δοκιμάζεται στον ανθυποβρυχιακό αγώνα, στην άσκηση Unmanned Integrated Battle Problem 21 (UxS IBP21), που ολοκληρώθηκε χθες (διήρκεσε από τις 19 έως τις 26 Απριλίου), από το Αμερικανικό Ναυτικό στον Ειρηνικό.
Εκεί δοκιμάστηκαν κυριολεκτικά τα πάντα. Αρχικά η ναυτική έκδοση των Reaper, η MQ-9 Sea Guardian, η οποία έριξε ηχοσημαντήρες για εντοπισμό υποβρυχίων, έκανε αναγνώριση πιθανών στόχων με τα ηλεκτροπτικά της και σκάναρε μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις με το ραντάρ της, σε διαρκή επικοινωνία με καταδρομικά. Επίσης σε ανάλογο ρόλο έδρασε το ΜQ-8 Fire Scout, ένα ελαφρύ μη επανδρωμένο ελικόπτερο της Northrop Grumman που ήδη υπηρετεί σε αρκετά σκάφη.
Σε σκάφη επιφανείας τεσταρίστηκαν δύο μη επανδρωμένα σκάφη trimaran εκτοπίσματος περίπου 150 τόνων, το Sea Hunter και το Sea Hawk, σε παρεμφερείς ρόλους εντοπισμού και δίωξης υποβρυχίων. Τα σκάφη είναι χωρίς πλήρωμα και λειτουργούν είτε με τηλεχειρισμό είτε αυτόνομα, ενώ το Sea Hunter είχε δείξει τις ικανότητες του το 2019 καταφέρνοντας να κάνει ένα ταξίδι 2.000 ναυτικών μιλίων από το Σαν Ντιέγκο στην δυτική Ακτή των ΗΠΑ έως το Περλ Χάρμπορ στη Χαβάη με επιστροφή.
Μαζί τους ήταν και ένα μικροσκοπικό ADARO για το οποίο δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά πιθανώς να δρα είτε ως κινητός ηχοσημαντήρας, είτε ως δόλωμα τορπιλών.
Άλλο ένα ήταν το MANTAS T38 Devil Ray, ένα ταχυκίνητο ελαφρύ σκάφος.
Στο χώρο των υποβρύχιων μη επανδρωμένων, δοκιμάστηκε το CΑRINA, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των υποθαλάσσιων glider. Σε μέγεθος τορπίλης αυτά τα σκάφη μπορεί να παραμείνουν μήνες στους ωκεανούς καθώς παρασύρονται από τα θαλάσσια ρεύματα (ή να κινηθούν με δικά τους μοτέρ, αλλά για μικρές αποστάσεις). Ο πιο συνηθισμένος ρόλος τους είναι να χαρτογραφούν τα θερμοκλινή των θαλασσών, δηλαδή εκείνες τις ζώνες κάτω από την επιφάνεια όπου η αλλαγή θερμοκρασίας μπορεί να δράσει ως ανακλαστικό των ηχητικών κυμάτων, επιτρέποντας σε ένα υποβρύχιο να «κρυφτεί» από τον διώκτη του.
Τα μη επανδρωμένα μέσα, δοκιμάστηκαν σε ποικιλία σεναρίων ενώ ρόλο διοίκησης και διαχείρισης της άσκησης είχε το καταδρομικό USS Michael Monsoor κλάσης Zumwalt. Στην άσκηση συμμετείχαν βέβαια αντιτορπιλικά, καταδρομικά, LCS, ελικόπτερα και υποβρύχια των δυνάμεων του Ειρηνικού με στόχο να διαπιστωθεί η δικτυοκεντρική και σε πραγματικό χρόνο συνεργατική δράση όλων αυτών των συστημάτων.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως αρκετά από αυτά, όπως το Sea Guardian και το Fire Scout είναι ήδη σε χρήση αρκετά χρόνια, ενώ άλλα είναι τελείως νέα και έχουν παρουσιαστεί πριν λίγους μήνες. Κάτι που δείχνει πόσο ραγδαία είναι η εξέλιξη των μη επανδρωμένων συστημάτων, που εμφανίζονται τόσο σε πολύ εξειδικευμένους ρόλους (π.χ. δόλωμα, αισθητήρας) όσο και πολυτάλαντες πλατφόρμες ικανές να φέρουν οπλισμό και ραντάρ και άλλα συστήματα ανίχνευσης. Με το μέλλον να δείχνει προς την κατεύθυνση όπου λίγα σχετικά επανδρωμένα σκάφη επιφανείας να είναι ικανά να επιτηρούν και να κυριαρχούν σε μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις ελέγχοντας σμήνη μη επανδρωμένων, στον αέρα, στην επιφάνεια και υποθαλάσσια, που θα πολλαπλασιάζουν τις ικανότητες τους.