Ολοκληρώνουμε εδώ το αφιέρωμα στη δράση των A-7D Corsair της Αμερικανικής Αεροπορίας στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Θυμίζουμε ότι στο πρώτο μέρος εξετάστηκε η περίοδος εισόδου του αεροσκάφους στη μεγάλη αυτή σύγκρουση, όπως και ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός του, που το καθιστούσε πρωτοποριακό για τις επιχειρήσεις που κλήθηκε να μετέχει.
Πράσινοι κουρσάροι στους ουρανούς της ΝΑ Ασίας: Το Vought Α-7D της USAF στη μάχη, μέρος α΄
Ενώ στο δεύτερο μέρος παρουσιάστηκαν οι πολλοί ρόλοι που το A-7D ανέλαβε σε Βιετνάμ, Καμπότζη και Λάος, πάντα με εντυπωσιακές επιδόσεις.
Πράσινοι κουρσάροι στους ουρανούς της ΝΑ Ασίας: Το Vought Α-7D της USAF στη μάχη, μέρος β΄
Ποια ήταν όμως τα επιχειρησιακά οπλικά φορτία του κατά την περίοδο δράσεως του στη ΝΑ Ασία; Αυτά, όπως πιστοποιούνται από την έρευνα μεγάλου πλήθους φωτογραφικών τεκμηρίων, κατά κανόνα με δύο υποπτερύγιες δεξαμενές καυσίμου στους έσω φορείς (εκ των τριών σε κάθε ημιπτέρυγα), ήταν -ενδεικτικά- τα εξής:
Α. 4 βόμβες Mk. 84 των 2000 λιβρών. Οι μεγαλύτερες από την χαμηλής οπισθέλκουσας, γενικής χρήσης σειρά αεροπορικών βομβών των ΗΠΑ χρησιμοποιήθηκαν κατά “σκληρών” στόχων (οχυρώσεων κ.λπ.). Ελλείψει ειδικών όπλων διάτρησης διαδρόμων αποπροσγείωσης (όπως Matra Durandal, που αποκτήθηκαν πολύ αργότερα από την USAF για τα F-111E στην Αγγλία), η βόμβα χρησιμοποιήθηκε και από τα F-111A και κατά αεροδρομίων του Β. Βιετνάμ, με εν μέρει τραγικά αποτελέσματα (ένα από τα πανάκριβα αεροσκάφη απωλέσθη από την έκρηξη των ιδίων των βομβών του, λόγω άφεσης από το τυπικά εξαιρετικά χαμηλό ύψος πτήσεως του τύπου). Στη δεκαετία του ’80 έλαβαν σκευή επιβράδυνσης ballute (balloon parachute) για ασφαλή άφεση από χαμηλό ύψος. Συνήθως εκτόπιζαν τις δεξαμενές στο A-7D και αναρτώντο στους έσω και μέσους φορείς.
Β. 8 ή 10 βόμβες Mk. 82 των 500 λιβρών, 8 λοξά σε δύο εξαπλούς φορείς MER – ήτοι 4 αντί 6 στον καθένα – στους μέσους φορείς (για μέγιστο διαχωρισμό κατά την άφεση από τις δεξαμενές) και από μία στους άπω φορείς. Εναλλακτικά ισάριθμες Mk. 82 Snakeye με πτυσσόμενη ουραία σκευή επιβράδυνσης για βομβαρδισμό από εξαιρετικά χαμηλό ύψος.
Γ. 4 απορριπτόμενοι περιλήπτες SUU-30 υποπυρομαχικών σε δύο τριπλούς φορείς TER στους μέσους φορείς ή 8 όμοιοι σε δύο MER στους ίδιους, πάντα “λοξά” για μέγιστη απόσταση από τις εξωτερικές δεξαμενές κατά τον αποχωρισμό. Κατά την εξαιρετικά περίπλοκη ονοματολογία των όπλων διασποράς της USAF ο CBU-24 (γνωστός και από τη χρήση του με την ΠΑ) περιλήπτης παίρνει τα ονόματα α) όταν περιέχει 665 βομβίδια BLU-26 ή BLU-36 (“μπαλάκια του τέννις”, χρησιμοποιήθηκαν ιδίως από τα F-105 για καταστολή αεράμυνας), β) CBU-58/B με 650 θραυσματογόνα βομβίδια BLU-63 (στάνταρντ φορτίο του A-7D στη ΝΑ Ασία), γ) CBU-71 με 670 θραυσματογόνα βομβίδια BLU-86 (επίσης τυπικό φορτίο των A-7D & F-111A στη ΝΑ Ασία). Υπάρχουν αναρίθμητες περαιτέρω εκδόσεις του όπλου.
Δ. 4 μη απορριπτόμενοι διανομείς υποπυρομαχικών διασποράς SUU-7C/A, με σωλήνες οπίσθιας διασποράς των υποπυρομαχικών, στους μέσους και άπω φορείς απευθείας, ή ανά δύο σε τριπλούς TER λοξά στους άπω, όπως στη φωτογραφία κάτω. Το όπλο, πρώτο του είδους στην USAF, μοιάζει με επιμηκυμένο κάλαθο ρουκετών που “κοιτά” προς τα πίσω, και πράγματι απαρτίζεται από 19 σωλήνες διαμέτρου 2,75 ιντσών, όπως ένα ρουκετοβόλο. Με το τυπικό φορτίο 509 θραυσματογόνων βομβιδίων κατά προσωπικού BLU-4/B, το όπλο έπαιρνε το όνομα CBU-1/A, αλλά υπήρχαν τουλάχιστον άλλα 10 είδη υποπυρομαχικών, που αντίστοιχα άλλαζαν το όνομα του όπλου. Τα υποπυρομαχικά ήταν, κατά περίπτωση, κατά προσωπικού, κατά ελαφρών στόχων (με διασπορά χαλυβδίνων σφαιριδίων), καπνογόνα, δακρυγόνα κ.λπ., σε ασύλληπτη ποικιλία και κλιμακούμενη φονικότητα. Η εξαιρετική επικινδυνότητα του φορτίου και ο τρόπος απόρριψης, με τα φονικά όργανα να ελευθερώνονται στον αέρα εν μέσω της τυρβώδους ροής από την άτρακτο, τις πτέρυγες και τα φορτία του αεροσκάφους, εξηγεί γιατί οι διανομείς αναρτώντο όσο πιο έξω γινόταν.
Ε. 4 μη απορριπτόμενοι διανομείς υποπυρομαχικών SUU-12/A, ονομαζόμενοι CBU-38 στη διαμόρφωση που χρησιμοποιήθηκε με το A-7D στο Βιετνάμ, με 40 σωλήνες κάθετης αφέσεως, στους μέσους και άπω φορείς απευθείας (στη φωτό συνδυάζονται με καλάθους LAU-61 των 19 ρουκετών των 2,75 ιντσών, οι τελευταίοι με αεροδυναμικό κάλυμμα περιορισμού της οπισθέλκουσας, που συνηθιζόταν σε τακτικά μαχητικά αλλά όχι σε ελικόπτερα).
ΣΤ. 6 εμπρηστικές βόμβες BLU-27 ονομαστικής κλάσεως 750 λιβρών (στη ζυγαριά ήταν 873 λίβρες), με περιεχόμενο 380 λίτρα Napalm-B (ήτοι αεροπορικού καυσίμου JP-4 με δύο παράγοντες αύξησης του ιξώδους) και με ασυνήθιστο για όπλο του είδους ουραίο πτέρωμα. Το θηριώδες μέγεθός τους καθιστούσε αναγκαίο το συνδυασμό απευθείας ανάρτησης από μιας στους άπω φορείς και από δύο σε ΜΕR υπό τους μέσους φορείς αντιδιαμετρικά μπρος-πίσω για μέγιστο αεροδυναμικό αποχωρισμό κατά την άφεση.
Ζ. 6 καλάθους ρουκετών LAU-61, των 19 ρουκετών των 2,75 ιντσών έκαστος, από έναν απευθείας στους μέσους φορείς και ανά δύο σε TER στους άπω. Οι ρουκέτες αυτού του διαμετρήματος δεν είχαν την ταχύτητα των σημερινών Hydra ή πολύ περισσότερο των καναδικών CRV.7, και η διασπορά τους ήταν τεράστια, ιδίως με άνεμο. Οι ναυτικές Zuni των 5 ιντσών, από τετραπλό κάλαθο LAU-10, με ασύγκριτα μεγαλύτερη ταχύτητα, ευθυβολία και γόμωση, δεν χρησιμοποιούντο από την USAF, παρά μόνο από το Ναυτικό και το Σώμα Πεζοναυτών.
Η. Ατρακτίδια ηλεκτρονικών αντιμέτρων (παρεμβολών) AN/ALQ-87 στους άπω φορείς, σωρευτικώς με το λοιπό οπλισμό αλλά όχι μονίμως όπως στα Phantom & F-111A (προφανώς μόνο σε αποστολές στο Β. Βιετνάμ, και όχι στο Λάος, στην Καμπότζη ή στο Ν. Βιετνάμ).
Τερατώδη φορτία που έχουν θεαθεί στις πτητικές δοκιμές του τύπου όπως 28 βόμβες Mk. 81 των 250 λιβρών ή 14 Μ117 των 750 λιβρών ή 4 M118 των 3.000 λιβρών ή 6 Mk. 84 των 2.000 λιβρών, ή 12 Mk. 82 + 8 SUU-30H/B δεν χρησιμοποιήθηκαν επιχειρησιακά, καθώς επιβαρύνουν πολύ τις επιδόσεις του α/φ και τη δυνατότητα ελιγμών. Επίσης δεν χρησιμοποιήθηκαν α) ο AGM-65A Maverick, που μόλις είχε αρχίσει να παράγεται και επρόκειτο να γίνει στάνταρντ όπλο του τύπου στην USAF, β) ο γνωστός από την ΠΑ διανομέας υποπυρομαχικών Mk. 20 Rockeye, που είναι όπλο του Ναυτικού και όχι της Αεροπορίας των ΗΠΑ, λόγω αποκλινουσών προδιαγραφών διαχείρισης τέτοιων όπλων στο άκρως επικίνδυνο περιβάλλον του αεροπλανοφόρου (ακόμη και οι κοινές βόμβες του Ναυτικού έχουν πυρίμαχο περίβλημα, ξεχωρίζουν δε από τις δύο – αντί μίας – κίτρινες ταινίες στο ρύγχος), γ) ΑΙΜ-9 στους ειδικούς φορείς της ατράκτου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων με AIM-9E & AIM-9J, νεότατες τότε εκδόσεις της USAF και πολύ κατώτερες των AIM-9D & AIM-9G/H του Ναυτικού, δ) κανένα κατευθυνόμενο όπλο από τη γκάμα της Αεροπορίας (GBU-10 Paveway, GBU-8B/B HoBoS, AGM-12 Bullpup) ή του Ναυτικού (AGM-45 Shrike, AGM-62 Walleye).
Όταν η νέα γενιά προηγμένων αεροσκαφών κρούσεως της USAF (F-111A, A-7D) κατέφθασε στην Ταϊλάνδη το 1972, σε μια εποχή κατά την οποία η χρήση κατευθυνομένων βομβών Paveway & HoBoS είχε βρει διάδοση στις πτέρυγες που επιχειρούσαν με τον κυρίαρχο τύπο αεροσκάφους της σύρραξης (Phantom), οι χειριστές των τελευταίων εξεπλήττοντο βλέποντας τα τελευταία αποκτήματα της υπηρεσίας να μη φορτώνονται παρά με «σίδερο» παλιάς κοπής. Και ρωτούσαν περιπαικτικά “Don’t you have smart weapons?”. –“No, we actually have smart airplanes!” απαντούσαν με αυτοπεποίθηση «μυρμηκοφάγοι» και «κουρσάροι». Σύντομα απέδειξαν αμφότεροι ότι δεν ήταν κομπορρήμονες, αλλά άψογοι επαγγελματίες μιας νέας εποχής της αεροπορίας.
Καμπότζη και αυλαία
Ήδη μετά την 29/12/1972 οι αμερικανικές επιχειρήσεις πάνω από το Β. Βιετνάμ κόπασαν, με την αυτονόητη εξαίρεση των αναγνωριστικών πτήσεων και της συνοδείας αυτών από μαχητικά, και στις 27/1/1073 τέθηκε σε ισχύ η Συμφωνία των Παρισίων, η οποία εξασφάλισε στους επικεφαλής διαπραγματευτές των δύο μερών, Dr. Henry Kissinger και Le Duc Tho, το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Οι αμερικανικές πτήσεις πάνω από το Βορρά σταμάτησαν και εγκαινιάσθηκε η επιχείρηση επαναπατρισμού των Αμερικανών αιχμαλώτων πολέμου με πτήσεις των C-141A από το Gia Lam International του Ανόι (επιχείρηση “Homecoming”). Ακολούθως ξεκίνησε η αποναρκοθέτηση των βορειοβιετναμικών λιμένων, ακτών και πλωτών ποταμών (επιχείρηση “Endsweep”) από τη μοίρα ελικοπτέρων ΗΜ-12 του Ναυτικού των ΗΠΑ με τα Sikorsky RH-53A και τα συρόμενα hydrofoil ναρκαλιείας EDO Mk. 105 (έφεραν τις νάρκες στην επιφάνεια, και οι πυροβολητές του ελικοπτέρου προκαλούσαν την έκρηξή τους με τα πολυβόλα των 12,7 mm).
Αντίστοιχα, η δράση έπαυσε και στο Ν. Βιετνάμ με την αναδίπλωση των στρατευμάτων του Βορρά και την απόσυρση των ανταρτών Βιετκόνγκ (που είναι αμφίβολο αν διατηρούντο μετά το Τετ και το 1968 ως αυτοτελής δύναμη, ή ήταν απλώς δυνάμεις του Βορρά με άλλο καπέλο, για να συντηρούν στη διεθνή κοινή γνώμη την εντύπωση μιας αυτόφωτης δήθεν εξέγερσης εντός του Νότου…) στα κρησφύγετά τους. Βάσει των Συμφωνιών των Παρισίων το Β. Βιετνάμ δεν υποχρεώθηκε να παραδόσει όσα εδάφη του Ν. Βιετνάμ διατηρούσε ακόμη υπό την κατοχή του μετά την “Πασχαλινή Εισβολή” του 1972, γι΄αυτό και το Ν. Βιετνάμ ήταν αντίθετο στις συμφωνίες αυτές. Αλλά πλέον οι ΗΠΑ δεν του έδιναν σημασία, το παιχνίδι είχε ανοίξει, και συνομιλητές ήταν μόνο “ενήλικες”…
Ως προς το Λάος, οι Αμερικανοί ανέλαβαν την υποχρέωση ολοσχερούς απόσυρσης και παύσης των βομβαρδισμών, ενώ το Β. Βιετνάμ δεν ανέλαβε αντίστοιχα την υποχρέωση να τερματίσει την παρουσία δικών του δυνάμεων στην τύποις ουδέτερη χώρα, της οποίας έτσι η μοίρα σφραγίσθηκε οριστικά. Μόνο οι Χμονγκ κατόρθωσαν να διατηρήσουν τα ορεινά τους καταφύγια ως το 1975, όταν πλέον έπεσαν τα προσχήματα, ο Μονάρχης υποχρεώθηκε σε παραίτηση και η χώρα κηρύχθηκε λαϊκή δημοκρατία. Ο Στρατηγός Vang Pao κλήθηκε στο γραφείο του Πρωθυπουργού, Πρίγκηπος Souvanna Phouma, όπου ένας Στρατηγός του ζήτησε να δηλώσει υποταγή στους κομμουνιστές. Ο Vang Pao τον ράπισε, του ξήλωσε τις επωμίδες, τις πέταξε στο γραφείο του Πρωθυπουργού και έφυγε. Η εφημερίδα του Κόμματος προανήγγειλε την επομένη τη γενοκτονία των Χμονγκ. Με τρία μόνο αεροπλάνα, ο Vang Pao κατόρθωσε σε αλλεπάλληλα δρομολόγια από το Long Thieng να μεταφέρει 52.000 περίπου ομοεθνείς του Χμονγκ στην Ταϊλάνδη, ώστε τουλάχιστον όσοι είχαν πολεμήσει κατά των κομμουνιστών και οι οικογένειες τους να γλυτώσουν από τα φρικτά αντίποινα. Ο ίδιος επιβιβάστηκε τελευταίος.
Η δράση της USAF εντοπίσθηκε πλέον στην Καμπότζη, όπου οι δυνάμεις των Ερυθρών Χμερ πίεζαν αφόρητα την κεντρική εξουσία, της οποίας η βιωσιμότητα ήταν πλέον αμφίβολη: To 1973 οι Κομμουνιστές (Ερυθροί Χμερ) ήλεγχαν ήδη 60% της επικράτειας της χώρας και 25% του πληθυσμού της, ενώ η κυβέρνηση του Lon Nol ήλεγχε βασικά μόνο τις μεγαλουπόλεις και ορισμένες οδούς επικοινωνίας. Εφοδιαζόταν δε προεχόντως από νηοπομπές ποταμοπλοίων από το Ν. Βιετνάμ που ανέπλεαν τους ποταμούς Mekong και Bassac προς την Καμπότζη, εν μέσω θανάσιμου κινδύνου ενεδρών από τις πυκνά δασωμένες όχθες.
Δύο εκατομμύρια πρόσφυγες είχαν σωρευθεί στις μεγαλουπόλεις για να γλυτώσουν είτε από τους σαρωτικούς νυχτερινούς βομβαρδισμούς των Β-52 που κατάπιναν ολόκληρες περιοχές ή από την αυθαιρεσία των Κομμουνιστών στις περιοχές που εκείνοι ήλεγχαν.
Οι συγκεντρωμένες στην Ταϊλάνδη τακτικές αεροπορικές δυνάμεις της USAF, ελεύθερες από τις μέχρι τούδε βασικές αποστολές (βομβαρδισμοί στρατηγικών στόχων στο Β. Βιετνάμ, «πόλεμος των φορτηγών» στο «Μονοπάτι» στο Λάος και εγγύς υποστήριξη των Νοτίων στο Ν. Βιετνάμ), άρχισαν εντατικές επιχειρήσεις κατά των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη, με όλους τους διαθέσιμους τύπους, και με τα A-7D να διακρίνονται, αλλά και να υφίστανται δύο ακόμη απώλειες.
Οι επιχειρήσεις αυτές παρέτειναν τη ζωή της «Δημοκρατίας των Χμερ» (όπως ήταν το επίσημο όνομα του ασιατικού κράτους κατά τη περίοδο του Lon Nol) για δύο χρόνια, καθώς το Φεβρουάριο του 1973 η πρωτεύουσα πολιορκείτο από 25.000 άνδρες των Ερυθρών Χμερ και η πτώση της ήταν ζήτημα χρόνου. Οι στοχευμένοι βομβαρδισμοί των αμερικανικών τακτικών μοιρών έσπασαν τελικώς την πολιορκία, με τις απώλειες των Ερυθρών Χμερ από τη δράση της USAF να υπολογίζονται στον ασύλληπτο αριθμό των 16.000 ανδρών.
Όμως το τέλος πλησίαζε. Στο Αμερικανικό Κογκρέσο έβραζε η οργή για το γεγονός ότι, παρά τη λήξη του πολέμου του Βιετνάμ, οι επιχειρήσεις δέσμευαν πόρους. Ήταν μια εποχή κατά την οποία, αναμφίβολα, οι ένοπλες δυνάμεις και οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ είχαν από ετών ήδη (1969) εκτεθεί ανεπανόρθωτα λόγω παραπλάνησης των πολιτικών αρχών και της κοινής γνώμης (“The Pentagon Papers”), λόγω εγκλημάτων πολέμου (Σφαγή του My Lai) αλλά και λογής άλλων αυθαιρεσιών, οπότε κάθε αίτημα ή επιχείρημά τους αντιμετωπιζόταν με – εν μέρει εύλογη – καχυποψία από το Κογκρέσο.
Βεβαίως, η πολιτική δεν ήταν αμέτοχη στα παραπάνω νοσηρά φαινόμενα: Τυπικό παράδειγμα υπήρξε ο επί 30 έτη εξτρεμιστής ακροδεξιός βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος από τη Ν. Καρολίνα, L. Mendel Rivers, διάδοχος του θρυλικού Carl Vinson στη προεδρία της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ήταν ένθερμος θιασώτης της χρήσης πυρηνικών όπλων κατά της Β. Κορέας και του Β. Βιετνάμ, και φυσικά υπέρμαχος της διατήρησης των φυλετικών διακρίσεων εντός ΗΠΑ: Όχι μόνο συμμετείχε σε κάθε προσπάθεια συγκάλυψης της σφαγής του My Lai, αλλά και επιχείρησε σε δημόσια ακρόαση να κατατρομοκρατήσει με απειλές Στρατοδικείου και ύβρεις περί προδοσίας τον (μάρτυρα σε δίκη!) πολυπαρασημοφορημένο ανθυπασπιστή Hugh Thomson Jr. του Στρατού των ΗΠΑ: Ο τελευταίος με το ελικόπτερό του τερμάτισε τη σφαγή (απειλώντας να βάλει με τα Μ60D κατά των εγκληματιών πολέμου) και απομάκρυνε δι’ αέρος τα επιζήσαντα νήπια προς περίθαλψη, ενημερώνοντας τα προϊστάμενα κλιμάκια για τα γεγονότα και αφετηριάζοντας τη δικαστική τους διερεύνηση.
Όμως η εποχή της κυριαρχίας των πανίσχυρων, πρακτικώς ισοβίων βουλευτών και γερουσιαστών του βαθέως Νότου, που μπορούσαν να φοβίσουν ακόμη και Προέδρους με τα δίκτυα τους και τους δουλικής αφοσίωσης ψηφοφόρους μιας άλλης εποχής, έφθανε στο τέλος. Το αίτημα της διαφάνειας και της κατάλυσης ενός πραγματικού παρακράτους στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών είχε πλέον ωριμάσει στις ΗΠΑ. Και υλοποιήθηκε με δραματική συρρίκνωση των σχετικών εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας υπέρ της νομοθετικής. Κορύφωση αυτής της τάσεως υπήρξε η ψήφιση της περίφημης War Powers Resolution of 1973 (50 U.S.C. 1541–1548), με την οποία εμποδίστηκε δια παντός η Προεδρία των ΗΠΑ να εμπλέκει ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ σε ένοπλη σύρραξη χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου ή άλλη σχετική απόφαση του Κογκρέσου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και αυτών με ανώτατο όριο 60 ημερών (+30 ημερών για απεμπλοκή). Ψηφίστηκε διαπαραταξιακά και από τα δύο σώματα του Κογκρέσου με πλειοψηφία άνω των 2/3 την 7/11/1973, θέτοντας εκποδών το προεδρικό βέτο ενός Προέδρου (Νίξον) που είχε μόλις επανεκλεγεί με νίκη στις 48 από τις 50 Πολιτείες και είχε πετύχει την ειρήνη στο Βιετνάμ, την ύφεση με τη Μόσχα και την ιστορική προσέγγιση με την Κίνα. Δηλαδή τα τρία μεγαλύτερα ως τότε μεταπολεμικά διπλωματικά επιτεύγματα των ΗΠΑ!
Πέρα από αυτά τα εύλογα όμως, υπήρχε και μια εμπαθής όψη της νεότερης εποχής. Σε ένα κοινωνικό κλίμα που διαμορφωνόταν από μια μειοψηφική αλλά ηχηρή και με ισχυρό μηντιακό αποτύπωμα μερίδα πολιτών, και στο οποίο πρυτάνευε το βιτριολικό μίσος κατά των ενόπλων δυνάμεων και η εξιδανίκευση των κομμουνιστών (δημόσιοι εμπτυσμοί στρατιωτικών, “babykillers”, προπαγάνδα της Jane Fonda στο Β. Βιετνάμ υπέρ των κομμουνιστών και κατά των ΗΠΑ κλπ), η πίεση στις ένοπλες δυνάμεις και η αξίωση για άνευ όρων συρρίκνωση της διεθνούς στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ ήταν ένα καλό διαβατήριο δημοσιότητας για έναν πολιτικό. Ακόμη και με περιφρόνηση για τη μεγάλη εικόνα των διεθνών σχέσεων και της πολιτικής αξιοπιστίας των ΗΠΑ στο διεθνές σκηνικό…
Και πράγματι, τον Ιούνιο του 1973 τα δύο Σώματα του Κογκρέσου ψήφισαν τη διακομματική Τροπολογία των Γερουσιαστών Case (Ρεπουμπλικάνος του New Jersey) & Church (Δημοκρατικός του Idaho) με σαρωτική πλειοψηφία (325-86 στη Βουλή και 73-16 στη Γερουσία), καθιστώντας αδύνατο το προεδρικό βέτο του Νίξον: Διάθεση έστω ενός $ για στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στη ΝΑ Ασία ή παροχή στρατιωτικής ή οικονομικής βοηθείας στα κράτη της περιοχής απαγορευόταν απολύτως χωρίς προηγούμενη άδεια του Κογκρέσσου, ενώ στις 15/8/1973 το μεσημέρι έπρεπε να έχει λήξει κάθε δραστηριότητα των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ στη ΝΑ Ασία, άλλως καύσιμα και πυρομαχικά θα καταλογίζονταν ατομικά στους τοπικούς διοικητές. Μετά από 58.000 νεκρούς Αμερικανούς, δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινα ράκη και δαπάνες πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι ΗΠΑ παρέδιδαν και τυπικά τους συμμάχους τους στα νύχια του Κομμουνιστικού Κόσμου…
Η απάντηση του Νίξον στην Case-Church Amendment ήταν η εντατικοποίηση των βομβαρδισμών. Από 1/7/1973 ως 15/8/1973 η USAF έριψε 82.000 τόννους βομβών στην Καμπότζη. Την 15/8/1973 δεν υπήρξε μονάδα της USAF στην Ταϊλάνδη που να μην εξαπέλυσε το μέγιστο δυνατό αριθμό εξόδων στη γειτονική χώρα. F-111A, F-4D/E και Α-7D πέταξαν εκείνη την ημέρα σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια ανάσχεσης των Ερυθρών Χμερ. Οι βόμβες που δεν θα είχαν ριφθεί ως τις 12.00 το μεσημέρι έπρεπε να επιστραφούν… Αλλά το (θλιβερό υπό τις περιστάσεις) προνόμιο να ρίξει την αυλαία του μακρότερου και πλέον δαπανηρού πολέμου στην ιστορία των ΗΠΑ το είχε το Α-7!
Λίγο πριν το μεσημέρι, 40 μίλια ΒΑ της πρωτεύουσας της Καμπότζης Phnom Penh, ο Eπισμηναγός John H. Hoskins και ο Σμηναγός Lonnie O. Ratley της 354ης, έριψαν τις τελευταίες βόμβες και πραγματοποίησαν τις τελευταίες βολές πυροβόλου των 20 mm της σχεδόν 10ετούς τιτανομαχίας της ΝΑ Ασίας. Ακριβώς στις 12.00, ο ραδιοσταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ εξέπεμψε δις τη συμπεφωνημένη κωδική φράση λήξεως του Πολέμου: “Little orphan Annie has crossed the Blue Ridge Bridge!”. Διερμηνεύοντας τα αισθήματα όσων μάτωσαν εκεί, ο εκφωνητής θεώρησε σκόπιμο να πλαισιώσει ηχητικώς την ιστορική μετάδοση τραβώντας το καζανάκι μιας τουαλέτας…
Οι Αμερικανοί δεν είχαν αυταπάτες για την τύχη που περίμενε τους «κιτρινιάρηδες» που αγαπούσαν να μισούν, και η επαίσχυντη εγκατάλειψη των εν όπλοις αδελφών είναι κάτι που απαιτεί κυνισμό που δεν διαθέτουν όλοι, και πάντως όχι άνθρωποι που έχουν πολεμήσει μαζί. Όπως και να έχει το πράγμα, ραδιοερασιτέχνες στην Phnom Penh άκουσαν εκείνα τα ιστορικά λεπτά στα FM τις σπασμένες φωνές του διαλόγου ενός από τους δύο τελευταίους «Κουρσάρους» με τον προωθημένο ελεγκτή αέρος της USAF: – «Αυτό ήταν, λοιπόν…» – «Πράγματι… τα λέμε στον επόμενο πόλεμο φίλε μου». Και, αλοίμονο, υπολείπονταν στ’ αλήθεια μόνο 21 μήνες πριν ο γόνος μιας προνομιούχου οικογενείας της Καμπότζης, ο οποίος έλαβε όλες τις πιθανές ευκαιρίες για πανεπιστημιακή μόρφωση (ακόμη και στη Γαλλία) μη κατορθώνοντας όμως τελικώς παρά μόνον την αποστήθιση τσιτάτων του Στάλιν, θέσει σε κίνηση το πλέον θανάσιμο – σε αναλογία με τον πληθυσμό – γενοκτονικό πείραμα του 20ου αιώνα: Ο δρόμος του μαοϊκής κοπής κομμουνιστή ηγέτη Πολ Ποτ, «Αδελφού Νο. 1» στο εφιαλτικό δυστοπικό του σύμπαν, ήταν πλέον ανοιχτός.
Μεταξύ 1975-79, το 33,5% του άρρενος πληθυσμού της χώρας και 24% του συνόλου επρόκειτο να θανατωθεί από τους Ερυθρούς Χμερ, σε ένα αμόκ σαδιστικών βασανισμών ασύλληπτης κρεουργικής μανίας και μαζικών εκτελέσεων πρωτοφανούς ωμότητας, αμόκ που άφησε άναυδη την ανθρωπότητα όταν άρχισε να αποκαλύπτεται το 1979.
Στο μεταξύ το Μάρτιο του 1973 συγκροτήθηκε στο Korat, ως τμήμα της 388ης Πτέρυγας, με ουραίο κωδικό JH και με 24 από τα 72 αεροσκάφη της 354ης, η 3rd TFS, ως οργανική μοίρα της PACAF (όχι δηλαδή TDY, αποσπασμένη από την TAC), για μόνιμη κάλυψη των αναγκών της 7ης Αεροπορικής Δύναμης σε συνοδεία και κάλυψη έρευνας και διάσωσης μάχης (“Sandy”).
H μοίρα ήταν ιστορική, η τρίτη αρχαιότερη στις ΗΠΑ, συστάθηκε το 1916 στο Fort Sam Houston και αναλώθηκε ολόκληρη στο βωμό του καθήκοντος, ανθιστάμενη κατά των Ιαπώνων εισβολέων στις Φιλιππίνες το 1941. Με τους επιζήσαντες αεροπόρους της να βρίσκουν όλοι μαρτυρικό τέλος στην πορεία θανάτου του Μπαταάν υπό ιαπωνική αιχμαλωσία, δεν είχε ανασυσταθεί ως το 1973.
Παρέμεινε στη ΝΑ Ασία και μετά την επιστροφή της 354ης Πτέρυγας στις ΗΠΑ, κάλυψε την ταπεινωτική εκκένωση της Σαϊγκόν τον Απρίλιο του 1975, έδρασε στο επεισόδιο του Mayaguez στον Κόλπο του Σιαμ τον επόμενο μήνα και παρέδωσε τα A-7D για να λάβει F-4E νεότατης παραγωγής το Δεκέμβριο του 1975 ως τμήμα της 3rd TFW στο Clark Field των Φιλιππίνων, επιστρέφοντας έτσι στον τόπο όπου έγραψε ιστορία με το ολοκαύτωμα των πληρωμάτων της στο Β΄ ΠΠ.
Τελικά συμπεράσματα
1. To concept ενός υποηχητικού, χαμηλής κατανάλωσης καυσίμου, ελαφρού μονοκινητήριου επιθετικού αεροσκάφους με κορυφαίο ολοκληρωμένο σύστημα ναυτιλίας/επίθεσης και υψηλό οπλικό φορτίο δικαιώθηκε απολύτως. Τόσο με την απόδοση του Α-7D στη δυσχερέστερη και πλέον επικίνδυνη των αποστολών (“Sandy”), όσο και κυρίως με τον τίτλο του τύπου με το χαμηλότερο ποσοστό απωλειών του πολέμου.
Αυτό δεν έτυχε. Πέτυχε. Ο συνδυασμός των απλών γυροσκοπικών σκοπευτικών ηλεκτρομηχανικού τύπου και των πρωτόγονων αναλογικών υπολογιστών αφέσεως όπλων των παλαιότερων τύπων (F-100C/D, F-105D, F-4C/D/E) είχε ως αποτέλεσμα την ανάγκη άκαμπτης τελικής προσέγγισης και διέλευσης αφέσεως όπλων. Με απαραίτητη τη χρονικώς παρατεταμένη ιχνηλάτηση του στόχου εδάφους στο γυροσκοπικό σκοπευτικό αλλά και τη διατήρηση αυστηρώς προκαθορισμένης γωνίας βύθισης του αεροσκάφους, ταχύτητας και απόστασης άφεσης. Οι παράγοντες αυτοί όμως όχι απλώς περιόριζαν την ακρίβεια της προσβολής (λίγοι χειριστές είχαν την ολύμπια ψυχραιμία να παρακολουθούν όλες αυτές τις παραμέτρους εν μέσω θύελλας βολίδων του εχθρικού α/α πυροβολικού), αλλά και καθιστούσαν το αεροσκάφος ιδιαίτερα ευάλωτο σε προσβολή, αφού ήταν υποχρεωμένο να ακολουθεί για ικανό χρονικό διάστημα μια σταθερή και προβλέψιμη τροχιά.
Όμως ο τεράστιος αριθμός α/α πυροβόλων του Β. Βιετνάμ (στα διαμετρήματα των 14,5 /23 /37 /57 και 90 mm, τα μεγαλύτερα κατευθυνόμενα με ραντάρ), η ειδημοσύνη στη χρήση τους, οι αποτελεσματικές τακτικές φραγμού πυρός και φυσικά η αδυναμία παραπλάνησης ενός βλήματος πυροβόλου επέφεραν συνθλιπτικές απώλειες στην USAF: Υπολογίζεται ότι πολύ πάνω από τα ¾ των συνολικών απωλειών της στο Β. Βιετνάμ (και ασφαλώς όλες στο Ν. Βιετνάμ, στο Λάος και στην Καμπότζη) οφείλονταν σε πυρά α/α πυροβόλων, με τα MiG και τους SA-2 να έχουν ελάχιστη συμμετοχή στο απίστευτο ολοκαύτωμα αμερικανικών τακτικών αεροσκαφών που σημειώθηκε πάνω από τους ουρανούς της ΝΑ Ασίας. Αντίθετα, ο συνδυασμός του ψηφιακού υπολογιστή, των αισθητήρων/ραδιοβοηθημάτων και του HUD του Α-7D προσέδιδε στο χειριστή άνευ προηγουμένου ευελιξία στη διαμόρφωση της τελικής προσέγγισης προς το στόχο, αλλά και δυνατότητα εκτέλεσης ελιγμών στη τελική προσέγγιση και άφεση των όπλων, με αποτέλεσμα άλμα στην επιβιωσιμότητα.
2. Το Α-7D δεν κατέστη ποτέ βασικός τύπος έστω στην όψιμη β΄ φάση του Πολέμου της ΝΑ Ασίας για την USAF. Αυτόν τον τίτλο διατήρησε το Phantom. Το A-7D ήταν ακόμη στην αρχή της παραγωγής του, με μόλις δύο πτέρυγες σε όλη την USAF. Το Phantom διατήρησε το ρόλο του φορέως κατευθυνομένων βομβών, καθώς η διαμόρφωσή του ήταν πιο πρόσφορη για να εξασφαλίζει ευρύ οπτικό πεδίο στα ατρακτίδια σκόπευσης/κατάδειξης, είτε αυτά ήταν ανηρτημένα σε πρόσθια φωλέα AIM-7 (Pave Spike), είτε σε έσω υποπτερύγιο φορέα (Pave Knife) ή στον κεντρικό υπό την άτρακτο (Pave Sword στο Βιετνάμ, Pave Tack αργότερα).
Η υψηλοπτέρυγη τουναντίον διάταξη του Α-7 δεν παρείχε ικανό οπτικό πεδίο σε ατρακτίδια σκόπευσης από κανέναν υποπτερύγιο φορέα (το μεταγενέστερο LANA ήταν ατρακτίδιο ναυτιλίας και μόνο, χωρίς δυνατότητα κατάδειξης, απλώς έδινε στο HUD εικόνα και στο σκοτάδι της νύχτας για άφεση συμβατικών βομβών ελευθέρας πτώσεως, ή LGB υπό κατάδειξη από άλλο αεροσκάφος…). Για τον ίδιο λόγο άλλωστε το ατρακτίδιο αναγνώρισης TARPS του Ναυτικού των ΗΠΑ είχε ως φορέα το F-14A και όχι το Α-7Ε. Προπάντων, η τεχνολογία της εποχής δεν επέτρεπε στο χειριστή ενός μονοθέσιου αεροσκάφους την αυτόνομη καταύγαση στόχων με λέιζερ (πρωτοπόρο εδώ το SEPECAT Jaguar με Thomson-CSF ATLIS, αρκετά έτη αργότερα). Ιδίως χρήση διατάξεων τύπου Zot Box από μονοθέσιο ήταν εκ των πραγμάτων αδιανόητη. Και σίγουρα, ήταν πιο ορθολογική χρήση πόρων η απασχόληση ορισμένων Φάντομ σε ρόλο φορέων κατευθυνομένων όπλων, αφού αυτά – για λόγους που προεκτέθηκαν – υστερούσαν δραματικά του Α-7 σε ακρίβεια άφεσης βομβών ελευθέρας πτώσεως.
3. Το Α-7D δεν χρησιμοποιήθηκε στη ΝΑ Ασία σε άξια λόγου έκταση κατά εξαιρετικά ισχυρώς προστατευμένων στρατηγικών στόχων, ιδίως γεφυρών, σε αντίθεση με το πρακτικώς όμοιο Α-7Ε του Ναυτικού.
4. Το Α-7D έδρασε σε περίοδο κατά την οποία η απειλή της Αεροπορίας του Β. Βιετνάμ είχε καμφθεί σοβαρά, και σε περίοδο κατά την οποία οι τακτικές της USAF είχαν κάνει άλματα σε σχέση με την περίοδο του μεγάλου φόρου αίματος (1965-68), ενώ και οι κανόνες εμπλοκής των ΗΠΑ ήταν χαλαρότεροι.
5. Το A-7D χρησιμοποίησε σχετικώς περιορισμένο οπλοστάσιο σε υπηρεσία με την USAF. Αρκετά από αυτά τα όπλα παρουσιάστηκαν στη λεπτομέρεια παραπάνω. Μετά τον Πόλεμο του Βιετνάμ προστέθηκαν στα ήδη γνωστά τα εξής:
α) AGM-65A/B (τηλεοπτικής κατεύθυνσης) & -D (απεικόνισης στο υπέρυθρο φάσμα, IIR) Maverick, που έγιναν και τα βασικά όπλα του αεροσκάφους για το ρόλο του στην Κεντρική Ευρώπη όπου θα μεταστάθμευε σε περίπτωση σύρραξης, ήτοι τον αντιαρματικό αγώνα ανάσχεσης της σοβιετικής τεθωρακισμένης πλημμυρίδας
β) GBU-12 Paveway I/II των 500 λιβρών, αλλά με κατάδειξη από αεροσκάφη άλλου τύπου ή προωθημένους ελεγκτές αέρος στο έδαφος με συσκευές σήμανσης, καθώς το αεροσκάφος δεν απέκτησε ποτέ καταδείκτη (απέκτησε όμως το Pave Penny, ενδείκτη ήδη σεσημασμένων με λέιζερ στόχων, που βελτίωνε θεαματικά την ακρίβεια ρίψεως και μη κατευθυνομένων βομβών).
Αντίθετα, σε υπηρεσία με τις μοίρες ελαφρού βομβαρδισμού του Αμερικανικού Ναυτικού (οι μοίρες μέσου βομβαρδισμού είχαν το Grumman A-6 Intruder) το A-7E Corsair χρησιμοποίησε, πέραν των συνήθων βομβών ελεύθερης πτώσεως και διανομέων υποπυρομαχικών, μεγάλη γκάμα εξειδικευμένων όπλων όπως
α) πυραύλους AGM-45 Shrike & AGM-88A HARM σε ρόλο καταστολής αεράμυνας,
β) τηλεοπτικά κατευθυνόμενες βόμβες ανεμοπορίας AGM-62 Walleye ER/DL, με μέγιστη εμβέλεια 56 (!) χλμ. σε ρόλο κρούσης ακριβείας,
γ) πυραύλους AGM-65F Maverick (IIR) με βαρεία εκρηκτική (αντί της αντιαρματικής ΗΕΑΤ) γόμωση σε αντιπλοϊκό ρόλο κατά μικρών σκαφών, και
δ) τα υπερόπλα των θαλασσών, βαριές νάρκες Mk. 52 και ελαφρές Mk. 36, σε αναρίθμητες παραλλαγές.
Σε αντίθεση με αρκετά διαδεδομένη εντύπωση, τόσο ο AGM-84 Harpoon & AGM-84H SLAM όσο και οι Paveway παρέμειναν στο Αμερικανικό Ναυτικό προνόμιο των A-6E TRAM Intruder, λόγω ισχυρού ραντάρ και μέσων καταύγασης (TRAM), αν και το Α-7 συμμετείχε στις αρχικές δοκιμές του AGM-84 Harpoon στο NAS Point Mugu.
Παρά ταύτα, σε περιοχές με εξαιρετικά ισχυρή αεράμυνα (αεροδρόμιο Βεγγάζης 1986, αεροδρόμια του Ιράκ 1991), τόσο τα Α-6 όσο και τα Α-7 του Ναυτικού προτιμούσαν την άφεση απλών βομβών ελεύθερης πτώσεως και διανομέων υποπυρομαχικών Rockeye από πολύ χαμηλό ύψος, χάριν επιβιωσιμότητας. Η υποδειγματική ακρίβεια ρίψεως που εξασφάλιζε το θρυλικό, ανεπανάληπτο στην ιστορία δίδυμο ναυτικών αεροσκαφών κρούσεως αρκούσε.
6. Το Α-7D αγοράστηκε σε αριθμό 459 μονάδων για την USAF, αλλά εξόπλισε μόνο τρεις τακτικές πτέρυγες μάχης και μια ανεξάρτητη μοίρα της ενεργού δύναμης. Τα λοιπά κατευθύνθηκαν στην Εθνοφρουρά, στο πλαίσιο του εκ βάθρων εκσυγχρονισμού και αναβάθμισής της σε ισότιμο παραστάτη της τακτικής δύναμης.
Ήδη πριν τελειώσει η παραγωγή του, αντικαταστάθηκε στις τακτικές αυτές πτέρυγες, κατόπιν υπηρεσίας ελαχίστων μόλις ετών, από το ειδικό αντιαρματικό (αλλά και γενικότερα βελτιστοποιημένο για την αποστολή της εγγύς αεροπορικής υποστήριξης) α/φ A-10A Thunderbolt II της Fairchild – Republic.
Το σοκ της μετάβασης σε έναν τύπο αεροσκάφους πολύ βραδύτερο, χωρίς ραντάρ, χωρίς (αρχικά) αδρανειακό σύστημα πλοήγησης, χωρίς (αρχικά) αυτόματο πιλότο, χωρίς κινούμενο χάρτη (αντικαταστάθηκε από… χάρτινο στα γόνατα του χειριστή), μεγέθους μικρού πολιτικού τζετ και παρά ταύτα εξαιρετικά ευέλικτου, θα πρέπει να ήταν ασύλληπτο για τους χειριστές των «Κουρσάρων»: Η πτήση από επιστήμη γινόταν και πάλι τέχνη!
Ήταν μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες διαδοχές τύπων στην παγκόσμια ιστορία της αεροπορίας, αφού τα δύο αεροσκάφη ήταν πράγματι η μέρα με τη νύχτα: Το Α-10, τραγικά πτωχό σε ναυτιλιακό και σκοπευτικό εξοπλισμό σε σχέση με το A-7D, ήταν ως airframe ένα αισθητά ακριβότερο αεροσκάφος, λόγω των δύο κινητήρων (GE ΤF34, υψηλότατου λόγου παράκαμψης και απίστευτα χαμηλής για τα μέτρα των τακτικών αεροσκαφών κατανάλωσης), των κολοσσιαίων ποσοτήτων θωράκισης και του εξεζητημένου σχεδιασμού προς βελτιστοποίηση της επιβιωσιμότητας δια της ευρύτατης χρήσεως εφεδρικών υποσυστημάτων (redundancy). Και φυσικά του θηριώδους επτάκαννου Gatling αντιαρματικού πυροβόλου των 30 mm, που έβαλλε διατρητικά και πυροφορικά βλήματα μεγέθους φιάλης αναψυκτικού με ρυθμό 70 ανά δευτερόλεπτο. Στον εξοπλισμό όμως είχαν γίνει εκπτώσεις, ιδίως με βάση τις παραδοχές ότι α) αγώνας τη νύχτα δεν θα ήταν έτσι και αλλιώς δυνατός ούτε με το Α-7, β) τα αεροσκάφη θα ίπταντο έτσι κι αλλιώς “κάτω από τον καιρό” και όχι “μέσα στον καιρό”, γ) το πεδίο της μάχης θα ήταν οικείο, δ) το φορτίο τεράστιο όπως και η αυτονομία, και ε) φυσικά θα περίσσευαν χρήματα για αρκετά F-15 & F-16. Η τεχνική απλότητα του Α-10 ήταν επιθυμητή λόγω και της επιχειρησιακής απαίτησης για πραγματοποίηση πολλαπλασίων εξόδων ανά ημέρα αγώνος σε σχέση με το Α-7, καθώς και χρήσης γερμανικών αυτοκινητοδρόμων, μικρών αεροδρομίων γενικής αεροπορίας κ.λπ.
Το Κογκρέσο έφερε πολλάκις σε συγκριτική δοκιμή τους τύπους, και πάντα το Α-10 επικρατούσε κατά κράτος του Α-7 στους ρόλους των πολύ συγκεκριμένων προδιαγραφών, ενώ το άλμα επιβιωσιμότητας που αντιπροσώπευε ήταν απλά με γεφυρώσιμο. Η μικρή ταχύτητα βέβαια σήμαινε περισσότερα χρόνο του Α-10 στην εχθρική άμυνα για ιχνηλάτηση. Αλλά οι τιτάνες που χειρίζονταν αυτά τα αντισυμβατικά αεροσκάφη γνώριζαν καλά την τέχνη της χρήσης των εδαφικών εξάρσεων για απόκρυψη και ελαχιστοποίηση της έκθεσης, ήταν απλά μάγοι της χαμηλής πτήσεως, πράγμα στο οποίο βοηθούσε και η παροιμιώδης ευελιξία του τεράστιου αεροσκάφους. Δείγματά της μπορεί να διαπιστώσει ο παρατηρητής σε εξαίσιο υπηρεσιακό βίντεο της USAF από την ιδιαίτερου ρεαλισμού επιχειρησιακή αξιολόγηση JAWS (Joint Attack Weapons Systems) II στο σαγηνευτικό μεσογειακό τοπίο του Fort Hunter Liggett της μέσης Καλιφόρνια το 1977, κατά την οποία αναπτύχθηκαν εξεζητημένες αντιαρματικές τακτικές ενιαίας ομάδος επίθεσης από αέρος με τα AH-1Q του Στρατού. Ο τρόπος που κινείται το Α-10 πραγματικά κόβει την ανάσα.
Είναι γεγονός ότι, παρά την πληρότητα του εξοπλισμού του, ένα αεροσκάφος σαν το A-7D δεν μπορεί ούτε κατά φαντασία να κινηθεί με αυτόν τον “αθλητικό” τρόπο σχεδόν ανάμεσα στις φυλλωσιές των δένδρων. Και μάλιστα σε μια ρευστή μάχη συνδυασμένων όπλων, όπου Α-10 και Cobra επιμερίζονται τα καθήκοντα σε αγαστή συνεργασία και διαρκή συντονισμό, με το Cobra να επιτίθεται με TOW στην εχθρική φάλαγγα εγκαρσίως στον άξονα κίνησής της για να πλήξει τα OSA-AK (“SA-8 Gecko”) & ZSU-23/4 “Shilka”, επιτρέποντας στο Α-10 να “οργώσει” στη συνέχεια τη φάλαγγα με το πυροβόλο των 30 mm, έχοντας προφανώς αρχίσει την εμπλοκή του εξ αποστάσεως με τα AGM-65B Maverick. Με τη μάχη να εκτυλίσσεται ταχύρρυθμα, την ανάγκη χρήσης του εδάφους προς παράλλαξη, με τα Cobra ανάμεσα στα δένδρα και τα Α-10 μόλις πάνω τους, και συνεχείς αδιάλειπτες επαναπροσβολές της ταχυκίνητης φάλαγγας από πλείονες κατευθύνσεις, είναι φανερό ότι αυτό το είδος μάχης δεν ήταν πλέον για το A-7D, που φάνταζε γηραλέο και αρθριτικό δίπλα στον τεράστιο και χαμηλής μεγίστης ταχύτητος, αλλά παρά ταύτα λίαν “αθλητικό” διάδοχό του.
Ασφαλώς, σε αποστολές κρούσεως / απαγόρευσης πεδίου μάχης, το A-7D υπερείχε του Α-10. Γι’ αυτό άλλωστε και διατηρήθηκε παράλληλα σε υπηρεσία, με την Εθνοφρουρά.
Αλλά στο θεμελιώδη για το ΝΑΤΟ αντιαρματικό ρόλο, σύγκριση δεν υπήρχε. Μελέτη του Πενταγώνου, απόρρητη ακόμη ως προς τις αιτιολογίες, εκτιμούσε ότι σε συνθήκες Κεντρικής Ευρώπης του 1980 το Α-10Α θα κατέστρεφε 7 εχθρικά τεθωρακισμένα ανά έξοδο, ενώ τα F-4E/A-7D/F-16A μόνο 2,4. Με κοινό βασικό οπλισμό βέβαια, καθώς και οι τρεις τύποι ήταν εφοδιασμένοι με 6 AGM-65A/B Maverick έκαστος. Τη διαφορά έκανε ασφαλώς όχι μόνο το θηριώδες πυροβόλο, αλλά και η ικανότητα του Α-10 να “ξετρυπώνει” άρματα με τη βραδεία πτήση του και την ευελιξία σε χαμηλότατο ύψος, σε συνδυασμό με την έξοχη ορατότητα που εξασφάλιζε στο χειριστή το υπερυψωμένο κόκπιτ.
Οι μονάδες της Αεροπορικής Εθνοφρουράς των Πολιτειών που παρέλαβαν το A-7D είχαν, μέχρι και τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ουσιωδέστατο ρόλο στον αμερικανικό σχεδιασμό για την απόκρουση ενδεχόμενης εισβολής των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Κεντρική Ευρώπη, και μεταστάθμευαν συχνότατα εκεί για ασκήσεις. Ασφαλώς πρώτος ρόλος ήταν ο αμιγώς αντιαρματικός, με AGM-65B/D, αλλά σίγουρα και η απαγόρευση πεδίου μάχης με πλήγματα στην εφοδιαστική αλυσίδα του αντιπάλου.
Το αεροσκάφος αποσύρθηκε τελικώς από την Εθνοφρουρά το έτος 1992, περισσότερο λόγω διαθεσιμότητας πολλών F-16 προς αντικατάστασή του στις δυνάμεις των Πολιτειών (μεταψυχροπολεμικό «μέρισμα ειρήνης» και διάλυση πολλών τακτικών μονάδων), παρά λόγω επιχειρησιακής ανεπάρκειας ή εξάντλησης του ορίου ωρών πτήσεως της δομής, κλείνοντας μια αδιαμφισβήτητη ιστορία επιτυχίας για την USAF.
7. Μέχρι την απόσυρσή του από την υπηρεσία (1991 από Ναυτικό, 1992 από την Εθνοφρουρά), το Α-7 δεν ξεπεράστηκε στο συνδυασμό φορτίου – εμβελείας από ανταγωνιστικά αεροσκάφη κρούσεως (SEPECAT Jaguar, MiG-23BN, MiG-27, Su-17/22M4), έστω και αν αυτά είχαν ανώτερες επιδόσεις. Κάτι που λέγει πολλά για τη στόφα του αρχικού σχεδίου. Διετήρησε μάλιστα, ιδίως ως ναυτικό -Ε, παρόμοιου εύρους ή και ευρύτερες επιχειρησιακές δυνατότητες με τις πλέον εξελιγμένες και επιχειρησιακώς ευέλικτες και πολυσχιδείς εκδόσεις αυτών των αεροσκαφών. Αεροσκάφη υποδεέστερης κλάσεως όπως Super Etendard ή ΑΜΧ δεν το πλησίασαν καν. Προφανώς υστερούσε σε σχέση με τη μεγάλη λίγκα αεροσκαφών βαθείας διείσδυσης (General Dynamics F-111A, Sukhoi Su-24M, Grumman A-6E TRAM Intruder, PANAVIA Tornado, McDonnell Douglas F-15E Strike Eagle), πράγμα αναμενόμενο.
8. Η ΠΑ έχει κάθε δικαίωμα να είναι υπερήφανη που επέλεξε και αξιοποίησε επιχειρησιακά για 40 σχεδόν έτη έναν τέτοιο εξαιρετικά αποδοτικό αλλά και επιχειρησιακά αποτελεσματικό τύπο αεροσκάφους. Η επιλογή αφίστατο από την πεπατημένη σε μια εποχή λαγνείας για τα υπερηχητικά αεροσκάφη, και αποδίδεται εν μέρει σε άρνηση των ΗΠΑ να επιτρέψουν την αγορά μεγαλύτερου αριθμού F-4E Phantom II από τις δύο μοίρες που είχαν ήδη παραγγελθεί τότε. Όμως “κάθε εμπόδιο για καλό”: Δεν είναι σίγουρο ότι τα 40 ή λιγότερα Phantom που δυνητικώς αγοράζονταν με τα χρήματα των 60 Α-7Η θα ήταν εξίσου αποδοτική επένδυση. Πρόκειται για ανεπανάληπτη στην ιστορία των ελληνικών αμυντικών προμηθειών επιτυχία, αλλά και η επιχειρησιακή εκμετάλλευση των αεροσκαφών αυτών από τη ΠΑ δεν είναι μικρότερη επιτυχία. Το ιδίωμα των εξειδικευμένων αεροσκαφών μονού ρόλου έχει πλέον εκλείψει στην εποχή μας, αλλά σε εκείνα τα χρόνια το Α-7 έδειξε τι άλμα στην αεροπορική ισχύ ενός μικρού έθνους μπορεί να αποτελέσει ένα απολύτως εξειδικευμένο αεροσκάφος. Αρκετά ικανό για να ματαιώσει επί της ουσίας τη χερσαία και ναυτική δράση του αντιπάλου (αλλά και να απειλήσει αεροδρόμια κλπ στρατηγικές υποδομές του) και συνάμα αρκετά προσιτό (σημαντικά φθηνότερο από το F-4E Phantom II που προμηθευόταν η ΠΑ την ίδια εποχή) για να σταθεί δυνατή η προμήθεια του σε ικανούς αριθμούς.