Το Vought A-7 Corsair II είναι βέβαια ένας τύπος αεροσκάφους που δεν χρειάζεται συστάσεις στο ελληνικό κοινό. Η παρουσία του στις τάξεις της Πολεμικής Αεροπορίας για τέσσερις δεκαετίες προσέδωσε στην Ελλάδα άγνωστη ως τότε αποτρεπτική ισχύ, και το άκουσμα του ονόματός του και μόνον προκαλεί ακόμη ρίγη συγκίνησης στους Έλληνες θιασώτες της αεροπορικής ιδέας. Είναι επίσης αεροσκάφος με πλουσιότατη και καλά τεκμηριωμένη πολεμική δράση με τα χρώματα του Ναυτικού των ΗΠΑ. Αδίκως παραγνωρισμένη, αλλά σπουδαία, είναι και η δράση του με την Αμερικανική Αεροπορία, που περιορίστηκε στον Πόλεμο του Βιετνάμ (η δράση μιας μοίρας της Εθνοφρουράς στον Παναμά το 1989 δεν είναι άξια λόγου). Αυτή είναι και το θέμα της παρουσίασής μας, την οποία θα επιχειρήσουμε να εντάξουμε ιστορικά στο ευρύτερο πλαίσιο εκείνης της κατεξοχήν τιτανομαχίας της μεταπολεμικής περιόδου. Με την έννοια αυτή, η ιστορία του κλασικού πλέον αεροσκάφους στη υπηρεσία της USAF μας επιτρέπει να ξετυλίξουμε παράλληλα και την ιστορία της όψιμης τουλάχιστον φάσεως του πολυαίμακτου πολέμου της ΝΑ Ασίας.
Οι ιστορικές συνθήκες και οι προκείμενες της σύγκρουσης
Με την είσοδο του έτους 1972, το σκηνικό του ατελείωτου πολέμου της Νοτιοανατολικής Ασίας έδειχνε να ξεκαθαρίζει. Το 1968, annus mirabilis et horribilis για όλη την ανθρωπότητα και για πολλούς συντρέχοντες διαφορετικούς λόγους, ενταφίασε κάθε ελπίδα των μεν ΗΠΑ για επικράτηση στο Βιετνάμ, του δε Lyndon B. Johnson και των Δημοκρατικών για επανεκλογή. Ο τσακισμένος από την περιπέτεια της ΝΑ Ασίας Πρόεδρος δεν εξέθεσε καν υποψηφιότητα, ενώ ο εκλεκτός του κομματικού μηχανισμού, Hubert Humphrey, ηττήθηκε από τον Ρεπουμπλικανό Richard Nixon, πρώην Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ επί Eisenhower και πρώην κυβερνήτη της California. Ήταν ένα άδοξο τέλος για την Προεδρία του προοδευτικού και μεγάλων πολιτικών ικανοτήτων Τεξανού, που είχε σηκώσει το βάρος της εξόδου της Αμερικής από το Μεσαίωνα των φυλετικών διακρίσεων, πολιτευόμενος μάλιστα σε περιοχές όπου οι σύγχρονες αντιλήψεις δεν είχαν σπουδαία απήχηση. Η ιστορία, ανάλγητη πάντοτε, του επιφύλαξε περισσότερες δοκιμασίες από όσες του άξιζαν. Ο νέος Πρόεδρος, από την άλλη, ήταν αναμφίβολα ένα λαμπρό πνεύμα, που διέθετε σε συγκρότηση ό,τι του έλειπε σε χάρισμα, και πιθανώς θα ήταν ήδη Πρόεδρος από το 1960 αν δεν είχε συναντήσει στο δρόμο του τον εμπνευσμένο και χαρισματικό ρήτορα John F. Kennedy (από τον οποίο έχασε τότε με διαφορά περίπου 300.000 μόνο ψήφων παναμερικανικώς).
Ο Nixon είχε καταθέσει ως σαφή προεκλογική δέσμευση τη «βιετναμοποίηση» του Πολέμου, με ραγδαία αναβάθμιση του στρατού και της αεροπορίας της Δημοκρατίας του Βιετνάμ και αντίστοιχη βαθμιαία αλλά ταχύρρυθμη απεμπλοκή των αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων. Το σχέδιό του έβαινε το 1972 προς επιτυχή ολοκλήρωση. Ελάχιστες δεκάδες χιλιάδες Αμερικανοί στάθμευαν πλέον σε αυτή την ταραχώδη γωνιά της Γης, σε σχέση με τον ασύλληπτο αριθμό των 568.000 ανδρών όταν ανέλαβε ο Ρεπουμπλικανός.
Οι επιχειρήσεις είχαν γίνει μικρότερης κλίμακος αλλά πιο στοχευμένες, ενώ η εισβολή στην Καμπότζη (χώρο επιμελητείας του Στρατού του Β. Βιετνάμ, παρά την κατά δήλωση ουδετερότητα της χώρας) το 1970 – παρά τις θυελλώδεις αντιδράσεις εντός των ΗΠΑ – και η ανατροπή του φιλοκομμουνιστή μονάρχη της τελευταίας χώρας, Πρίγκηπος Νοροντόμ Σιχανούκ, από τον δεξιό Στρατηγό Lon Nol έδειξαν στον κομμουνιστικό κόσμο ότι οι ΗΠΑ είχαν ακόμη δόντια. Και ότι η νέα ηγεσία – σε αντίθεση με τη φοβική διοίκηση του Lyndon B. Johnson και των περί αυτόν προβεβλημένων και υψηλών ακαδημαϊκών περγαμηνών στελεχών των Δημοκρατικών (Robert S. McNamara, Mc George Bundy, Adlai Stevenson) – δεν θα δίσταζε ούτε στιγμή να τα μπήξει στις σάρκες του αντιπάλου.
Οπωσδήποτε, ο Nixon – ακριβέστερα, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Henry Kissinger, ως ιθύνων νους της εξωτερικής πολιτικής – είχε πολύ ευρύτερα σχέδια: Μια σφήνα στον κομμουνιστικό κόσμο, η οποία όχι μόνο θα άφηνε την ΕΣΣΔ ως μόνο αντίπαλο των ΗΠΑ, αλλά και θα την περιέσφιγγε με την παρουσία του πολυπληθέστερου έθνους στον κόσμο, με προσεταιρισμό της Κίνας από τις ΗΠΑ!
Ήδη τον Ιούλιο του 1971 ο Kissinger είχε μεταβεί μυστικά (υπό την κάλυψη ενός ταξιδιού στο Πακιστάν, που διαμεσολαβούσε στην προσέγγιση, έχοντας εγκάρδιες σχέσεις με αμφότερα τα μέρη) στο Πεκίνο για προετοιμασία. Το Φεβρουάριο του 1972 η διάρκειας επτά ημερών επίσκεψη του Νίξον στην Κίνα άλλαξε το ρου της ιστορίας. Ασφαλώς, τα μέρη δεν εγκατέλειψαν πάραυτα κεκτημένες θέσεις τους, οι ΗΠΑ μάλιστα συνέχισαν ως το 1979 να αναγνωρίζουν την Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) ως μοναδικό κινεζικό κράτος. Ωστόσο, συμφώνησαν σε ειρηνική επίλυση του Ταϊβανικού, ενώ οι ΗΠΑ ατύπως παρέσχον διαβεβαιώσεις για αποχώρηση από τις υποθέσεις της ηπειρωτικής Ασίας, διασκεδάζοντας τις μεταποικιακές τραυματικές φοβίες της Κίνας για πάσης φύσεως δυτικά «προγεφυρώματα» στην εγγύς περιφέρεια της.
Ο πραγματιστής Νίξον, με τα δύο νομοθετικά σώματα υπό των έλεγχο των Δημοκρατικών και με πολλούς Ρεπουμπλικανούς σε αυτά σφοδρά αντίθετους στον Πόλεμο, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει το Βιετνάμ, και πάντως όχι με τον αμερικανικό λαό και το Κογκρέσο απέναντι. Αυτονόητα, δεν επιθυμούσε επιστροφή στην περίοδο της εκλογής του ως Προέδρου, στον εφιάλτη δηλαδή μιας Αμερικής που έσχιζε τις σάρκες της, βυθιζόμενη καθημερινά στη δίνη ενός βιτριολικού διχασμού – με προεκτάσεις βαθμηδόν φυλετικές, πολιτικές και πολιτιστικές – χάριν μιας μακρινής γωνιάς της Γης στην οποία τελικώς δεν διακυβευόταν κάποιο εξαιρετικά ζωτικό συμφέρον των ΗΠΑ. Αν μπορούσε όμως, αντί εγκαταλείψεως, να «πωλήσει» το Βιετνάμ ακριβά στην Κίνα για να διαλύσει τον Κομμουνιστικό Κόσμο… τι καλύτερο!
Δεν είναι περιττό στο σημείο αυτό να υπομνησθούν ορισμένες πολιτικές, διπλωματικές και επιχειρησιακές ιδιαιτερότητες, οι οποίες χαρακτήριζαν εξαρχής τον Πόλεμο του Βιετνάμ (όρο υπό τον οποίο αποδίδεται η ευρύτερη σύγκρουση της ΝΑ Ασίας μεταξύ Δυτικού και Κομμουνιστικού κόσμου). Αυτές αφορούν τα τρία συνορεύοντα με τη διηρημένη χώρα κράτη, τα οποία συναποτελούσαν το θέατρο των συγκρούσεων.
Η Ταϊλάνδη, τύποις ουδέτερη στη σύγκρουση αλλά μέλος του ASEAN, φιλοξενούσε πολλές πτέρυγες μάχης της USAF σε πέντε τουλάχιστον αεροπορικές βάσεις της, και από το έδαφός της εξαπολύονταν κατά 90% οι αποστολές βομβαρδισμού του Β. Βιετνάμ και του Λάος (χώρας από την οποία διερχόταν το πλέγμα οδών ανεφοδιασμού των προωθημένων στο Ν. Βιετνάμ μονάδων του Β. Βιετνάμ, γνωστό ως «Διάδρομος του Χο Τσι Μινχ»).
Το 1972 ακόμη και αεροπορικές μοίρες των Αμερικανών Πεζοναυτών στάθμευαν στη χώρα (Nam Phong, το πιο απόμακρο από θάλασσα αεροδρόμιο από το οποίο επεχείρησε ποτέ το Σώμα). ΗΠΑ και Ταϊλάνδη ποτέ δεν παραδέχτηκαν ότι από την επικράτεια της δεύτερης εξαπολύοντο οι βομβαρδισμοί του Β. Βιετνάμ, αν και είναι παγκοίνως γνωστό…
Η Καμπότζη, τύποις ουδέτερη, ανεχόταν ευθύς εξ αρχής την παρουσία του Βορειοβιετναμικού Στρατού στο έδαφός της, σε τεράστιες εκτάσεις ζούγκλας που είχαν εποικισθεί σταθερά και λειτουργούσαν ως χώρος στρατωνισμού, ανάπαυσης και επιμελητείας των δυνάμεων του Β. Βιετνάμ, πρόσφορος για εξορμήσεις εγγύτατα στην πρωτεύουσα του Νότου, Σαϊγκόν.
Ο Νίξον εγκαινίασε από το 1969 καθημερινούς σαρωτικούς νυχτερινούς βομβαρδισμούς (carpet bombing) των περιοχών αυτών (Operation Menu) από B-52D/F με βάση το Guam στον Ειρηνικό, ανεφοδιαζόμενα στον αέρα από KC-135A με βάση την Ταϊβάν, που κράτησαν μέχρι το τέλος του πολέμου το 1973. Οι βομβαρδισμοί αυτοί, αυστηρώς απόρρητοι ακόμη και εντός της USAF (τα πληρώματα ελάμβαναν απλώς συντεταγμένες αφέσεως), είχαν αμφίβολα αποτελέσματα, αλλά σίγουρα προκάλεσαν εξαιρετικά υψηλό αριθμό θυμάτων και μεταξύ του αμάχου αγροτικού πληθυσμού της Καμπότζης, στρέφοντας μεγάλα τμήματα αυτού σε υποστήριξη του γηγενούς κομμουνιστικού ανταρτικού κινήματος των Ερυθρών Χμερ, που διεκδικούσε ενόπλως την εξουσία.
Η εισβολή των ΗΠΑ στην Καμπότζη τον Απρίλιο του 1970 στάθηκε επιτυχέστερη στην ανακάλυψη και καταστροφή των εγκαταστάσεων και του οπλισμού του Β. Βιετνάμ, αλλά οι εκεί στρατωνιζόμενες δυνάμεις διέφυγαν.
Η δεξιά κυβέρνηση του Στρατηγού Lon Nol δεν ανεχόταν μεν (όπως έπραττε ο Μονάρχης, φιλοκομμουνιστής Πρίγκηπας Σιχανούκ) την παρουσία των Βορειοβιετναμέζων στο έδαφός της, αλλά δεν είχε και τα μέσα να προασπίσει την ουδετερότητα της χώρας εκδιώκοντας αυτούς, πολύ περισσότερο καθώς οι δυνάμεις της δεσμεύονταν από την ένοπλη ανταρσία των Ερυθρών Χμερ εντός της χώρας.
Το Λάος, τύποις ουδέτερο, ήταν αφανές θέατρο των σφοδρότερων βομβαρδισμών της ανθρώπινης ιστορίας (ακόμη και στον 21ο αιώνα τουλάχιστον 50 Λαοτινοί πέφτουν ετησίως θύματα μη εκραγέντων πυρομαχικών), καθώς οι βόρειες πεδιάδες του ήταν σχεδόν σταθερά υπό κατοχή του Β. Βιετνάμ, οι ανατολικές παρυφές του δίοδος των Βορείων προς το Ν. Βιετνάμ και τα ορεινά του ασφαλές λημέρι των απίστευτα μικρόσωμων, ολιγαρκών, καρτερικών και μαχητικότατων πολεμιστών Χμονγκ (αποκαλούμενων και Μέο). Πάμπτωχων αγροτικών φυλών που στήριζαν ολόψυχα τις ΗΠΑ και πολεμούσαν γι’ αυτές.
Οι πλούσιοι χωρικοί του Βορρά και οι φοιτητές των πόλεων επρόσκειντο, τουναντίον, στους κομμουνιστές, στην ύπαιθρο κυριαρχούσε το κομμουνιστικό ανταρτικό κίνημα Pathet Lao και ο Βορειοβιετναμικός τακτικός στρατός, ενώ η πολιτική σκηνή (κατά βάση πραξικοπηματίες στρατηγοί που ήλεγχαν δυνάμεις μεγέθους τάγματος το πολύ…) και ο Μονάρχης ήταν τυπικά ουδέτεροι, με διακριτική πάντως κλίση προς τους κομμουνιστές: Το (Βόρειο) Βιετνάμ θα είναι πάντα γείτονας, οι ΗΠΑ όχι, ήταν το προφανές σκεπτικό… Παρόμοια προσέγγιζαν το θέμα και οι μικροαστικές τάξεις των πόλεων.
Στη επικράτεια του Λάος οι ΗΠΑ διατηρούσαν, σε κορυφές ορέων, σταθμούς TACAN ζωτικούς για την ακριβή πλοήγηση των αεροσκαφών τους εντός του Β. Βιετνάμ, με την υποστήριξη ενόπλων τμημάτων της CIA και λαοτινών Χμονγκ που ανεφοδιάζονταν από (υπό πολιτικό νηολόγιο ή χωρίς καν διακριτικά) ελικόπτερα και αεροπλάνα της Air America. Μιας τεράστιας πολιτικής εταιρίας μεταφορών που ήταν στην πραγματικότητα βιτρίνα της CIA.
Λόγω «ουδετερότητος» οι Αμερικανοί στο Λάος δεν έφεραν στρατιωτικά διακριτικά, και σε περίπτωση σύλληψης είτε φονεύονταν επί τόπου ή παρεδίδοντο στο Βορειοβιετναμικό στρατό για ανάκριση και χρήση ως διαπραγματευτικό χαρτί.
Οι Χμονγκ, υπό την ηγεσία του εγγύτατου συμμάχου των ΗΠΑ και φυλάρχου τους, Στρατηγού Vang Pao, συγκροτούσαν ad hoc στρατιωτικούς σχηματισμούς υψηλής κινητικότητας, καλούμενους Groupement Mobile (η χώρα ήταν πρώην γαλλική αποικία), που κινούντο με ελικόπτερα της Air America (σπανιότερα με CH-3E & UH-1P της USAF Special Operations Command ή CH-53A των Αμερικανών Πεζοναυτών), και κατόρθωσαν να αποτρέψουν για μια σχεδόν δεκαετία την ολοσχερή άλωση της χώρας από το Β. Βιετνάμ.
Οπωσδήποτε, η σημαντικότερη όψη των πολεμικών επιχειρήσεων στο Λάος ήταν η προσπάθεια των ΗΠΑ να αποκόψουν την κυκλοφορία ανθρώπων και φορτηγών στο «Διάδρομο του Χο Τσι Μινχ», ένα δαιδαλώδες δίκτυο χιλιάδων χιλιομέτρων εντός της ζούγκλας του Λάος, το οποίο περιελάμβανε από μονοπάτια διαβατά μόνο από αιλουροειδή έως κανονικές αμαξιτές οδούς.
Από το 1959 ως το 1975 το μονοπάτι τροφοδοτούσε αρχικά τους κομμουνιστές αντάρτες του Νοτίου Βιετνάμ (Eθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Viet Cong) και έπειτα μονάδες του τακτικού Βορειοβιετναμικού Στρατού. Δεκάδες χιλιάδες Βορειοβιετναμέζοι το διέσχιζαν διαρκώς, και άλλοι τόσοι στρατωνίζονταν μόνιμα κατά μήκος του, επισκευάζοντας με επώδυνη χειρωνακτική εργασία τις καταστροφές του οδικού δικτύου από τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς. Η καρτερία και αντοχή τους αποτελεί μια από τις μεγάλες εποποιίες του 20ου αιώνα.
Το Λάος ήταν γενικά, καθ’ όλη τα διάρκεια του πολέμου, πρακτικά υπό κομμουνιστική κυριαρχία, ιδίως μετά τη διάλυση του Βασιλικού Στρατού από τους κομμουνιστές αντάρτες Pathet Lao και το στρατό του Β. Βιετνάμ το 1968. Η μόνη αξιόμαχη αντικομμουνιστική δύναμη ήταν οι 30.000 Χμονγκ του Στρατηγού Vang Pao.
Ο Μονάρχης και η ουδετερόφιλη κυβέρνηση διατηρούντο τυπικά στην εξουσία υπό την ανοχή των κομμουνιστών για να διατηρηθεί το πρόσχημα της ουδετερότητας και να αποφευχθεί εισβολή των ΗΠΑ όπως εκείνη στην Καμπότζη.
Οι ΗΠΑ, αντιλαμβανόμενες τις πεπερασμένες δυνατότητες των Χμονγκ, ήλεγχαν όσο μπορούσαν την κίνηση των Βορείων προς Νότο από αέρος. Μεταξύ 1965 και 1973 οι ΗΠΑ έριξαν στην επικράτεια του Λάος 2.756.941 τόννους βομβών, μεγαλύτερο τονάζ από όσο έριξαν σε όλα τα μέτωπα του Β΄ Παγκοσμίου αθροιστικά! Περιοχές της χώρας σταθερά ελεγχόμενες από τους Pathet Lao και τους Βορειοβιετναμέζους, όπως το Υψίπεδο των Αμφορέων (Plaine des Jarres, Plain of Jars) επλήττοντο σταθερά από το ισοδύναμο ενός φορτίου Β-52 κάθε 8 λεπτά, 24 ώρες την ημέρα για 8 έτη.
Μετά την τελική επικράτηση των Κομμουνιστών το 1975 (τρία χρόνια μετά τα ιστορούμενα εδώ γεγονότα δηλαδή) και την εκ μέρους τους εξαγγελία γενοκτονίας των Χμονγκ, τοπικοί διοικητές των ΗΠΑ φυγάδευσαν, σχεδόν παρά τη θέληση της φοβικής ηγεσίας Ford και του Κογκρέσου, στην Ταϊλάνδη και τελικώς στις ΗΠΑ τουλάχιστον 53.000 Χμονγκ. Όλοι πολιτογραφήθηκαν Αμερικανοί βάσει ειδικού νόμου μετά από χρόνια, και το ίδιο δικαίωμα έχουν όλοι οι Χμονγκ που φθάνουν ως και σήμερα στις ΗΠΑ καταδιωκόμενοι από το κομμουνιστικό καθεστώς. Το «άπαρτο κάστρο τους» Long Tieng στα βουνά του Laos κατελήφθη χωρίς αντίσταση από τους κομμουνιστές στις 15/5/1975, τις ίδιες μέρες με την πτώση της Πνομ Πενχ στα χέρια των Ερυθρών Χμερ της Καμπότζης και δύο εβδομάδες μετά την τελική πτώση της Σαϊγκόν στο Ν. Βιετνάμ. Η «Θεωρία του Ντόμινο», στην οποία βασίστηκε η εμπλοκή των ΗΠΑ στη ΝΑ Ασία κατά τα χρόνια του John F. Kennedy, επρόκειτο λοιπόν να επιβεβαιωθεί πλήρως στο πικρό για τις ΗΠΑ τέλος το μοιραίο έτος 1975.
Ο πόλεμος περνά σε Β΄ γύρο!
Υπό τις συνθήκες αυτές (σινοαμερικανική προσέγγιση, όπως ιστορήθηκε ανωτέρω), στις 31/3/1972 το Β. Βιετνάμ εξαπέλυσε σαρωτική γενική επίθεση κατά του Ν. Βιετνάμ («Επίθεση του Πάσχα»). Αυτή τη φορά επρόκειτο για μια κίνηση διαφορετικής ποιότητας: Αντί για λιγοστούς πεινασμένους αλλά υψηλού ηθικού αντάρτες του Νότου και αναρίθμητους καρτερικούς κορυφαίους πεζικάριους του Βορρά, το Ν. Βιετνάμ βρέθηκε αντιμέτωπο με έναν οδοστρωτήρα πλήρως μηχανοκίνητων μεραρχιών, προδιαγραφών Συμφώνου της Βαρσοβίας, άριστα εκπαιδευμένων σε τακτικές συνδυασμένων όπλων, με μηχανικό, υποστήριξη δραστικότατου πυροβολικού και μέσα άρματα μάχης. Οι ένοπλες δυνάμεις του Ν. Βιετνάμ, κατά βάση ελαφρύ πεζικό με υψηλό βαθμό αεροκίνησης δι’ ελικοπτέρων, περιορισμένο πυροβολικό, ελάχιστα ελαφρά άρματα και καμιά εκπαίδευση σε μηχανοκίνητο πόλεμο, ανετράπησαν.
Πέραν των Κεντρικών Υψιπέδων, οι Βόρειοι έφθασαν να πολιορκούν επί εβδομάδες το An Loc, εγγύτατα στη Saigon! Καλώς ή κακώς, ελάχιστα Μ110 και ελαφρά ρυμουλκούμενα πυροβόλα των 105 δεν έχουν ελπίδες απέναντι σε θάλασσες από D-20, D-30 και ΠΕΠ, όπως και Μ41 Walker Bulldog δεν έχουν ελπίδες απέναντι σε T-54/55… Και τα Huey δεν μπορούν να μετακινήσουν τάγματα πεζικού προς κάθετη υπερκέραση ισχυρών μηχανοκίνητων δυνάμεων που κινούνται υπό την κάλυψη πολλών δεκάδων ZSU-57-2.
Οι ΗΠΑ σήκωσαν το γάντι: Ναι, ο πόλεμος έπρεπε να τελειώσει, αλλά όχι με ταπείνωση των ΗΠΑ. Παρά με μια διπλωματική λύση που θα διασφάλιζε προσωρινά την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας του Βιετνάμ (Ν. Βιετνάμ) και προπάντων θα προέβλεπε την απελευθέρωση των χιλιάδων Αμερικανών αιχμαλώτων πολέμου. Εξάλλου, αυτό που έχεις ήδη χάσει δεν μπορείς να το «προσφέρεις», δεν είναι πλέον διαπραγματευτικό χαρτί, έναντι της Κίνας ή οιουδήποτε άλλου…
Φυσικά, η κοινή γνώμη των ΗΠΑ δεν θα ανεχόταν νέα αποστολή στρατευμάτων. Αντ’ αυτής, εστάλησαν κατά κύματα α) αναρίθμητες πτέρυγες μαχητικών της USAF στις χορταριασμένες πλέον βάσεις της Ταϊλάνδης, β) μοίρες τακτικών μαχητικών των Πεζοναυτών εξειδικευμένες στην άκρως απαραίτητη εγγύς αεροπορική υποστήριξη, και γ) τουλάχιστον έξι αεροπλανοφόρα. Για να καλύπτουν διαρκώς όχι μόνο τις ανάγκες βομβαρδισμού του Βορρά προς καταστολή της πολεμικής του προσπάθειας σε επίπεδο παραγωγής, αποθήκευσης και συγκοινωνιών (“Yankee Station” στον μυχό του Κόλπου του Τονκίνου, μεταξύ Β. Βιετνάμ και κινεζικής Νήσου Hainan), αλλά και να ενισχύουν την πολεμική προσπάθεια στο Νότο και στο «Μονοπάτι του Ho Chi Minh» στο Λάος (“Dixie Station”, στις ακτές του Ν. Βιετνάμ).
Οι αεροπορικές επιχειρήσεις στη ΝΑ Ασία, οι οποίες μετά την παύση των βομβαρδισμών του Βορείου Βιετνάμ από τις ΗΠΑ το 1968 δεν είχαν πλέον την απίστευτη ένταση της πρώτης φάσεως του πολέμου, ανέκτησαν μετά την «Πασχαλινή Επίθεση» των Βορείων μια άνευ προηγουμένου δυναμική: Μεταξύ 8/5 και 10/5/1972 ο Νίξον έκανε αυτό που ο προκάτοχός του δεν είχε τολμήσει (και θα μπορούσε να τελειώσει τον πόλεμο 7 χρόνια πριν…), διατάσσοντας την άμεση, μαζικότατη αεροναρκοθέτηση όλων των λιμένων, πλωτών ποταμών και προσβάσιμων σε πλοία ακτών του Βορρά. Μόλις τα Α-6 & Α-7 του Ναυτικού ολοκλήρωσαν το έργο τους (παιγνίδι ελαχίστων ωρών για αυτά τα κολοσσιαίου οπλικού φορτίου υπερόπλα, που με τα ακριβή πλοηγικά τους μέσα ήταν βέβαια σε θέση και να γνωρίζουν τις ακριβείς θέσεις των ναρκοπεδίων που έστρωναν, πράγμα αναγκαίο για τη μεταπολεμική απαραίτητη αποναρκοθέτηση…), ο Νίξον ανήγγειλε urbi et orbi ότι το Β. Βιετνάμ είναι πλέον ολοσχερώς αποκλεισμένο από θαλάσσης. Και τα πλοία – εμπορικά και μη – ξένων δυνάμεων έχουν 48 ώρες για να αποπλεύσουν, καθώς οι νάρκες έχουν τεθεί με μηχανισμό χρονοκαθυστέρησης 72 ωρών και είναι προγραμματισμένες να οπλίσουν με την εκπνοή της προθεσμίας. Ο κομμουνιστικός κόσμος δεν πίστευε στ’ αυτιά του… Η Αμερική ανέτρεπε με τη νέα της αυτοπεποίθηση μια σχεδόν σίγουρη νίκη των «Ερυθρών» στο πεδίο της μάχης!
Η εποχή που ο Λευκός Οίκος ολόκληρος συζητούσε επί ημέρες για το αν μια μοίρα F-105 θα χτυπήσει μερικά καλύβια και για τις πιθανές διπλωματικές περιπλοκές είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αλλά ήταν μόνο η αρχή… Στις 10/5/1972, «Μεγαλύτερη Μέρα του Αεροπορικού Πολέμου», ξανάρχισαν σε πλήρη έκταση οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί του Β. Βιετνάμ (επιχείρηση “Linebacker I”), με στόχους γέφυρες, σιδηροδρόμους, σταθμούς ελιγμών, εργοστάσια, αποθέματα πετρελαιοειδών και κάθε εν γένει στόχο που στήριζε την πολεμική προσπάθεια του μέχρι τούδε νικηφόρου Βορρά στον τσακισμένο Νότο. Ήδη την πρώτη μέρα, οι βόμβες Paveway έριξαν τη Γέφυρα του Paul Doumer, επί δεκαετίες από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, αποφράσσοντας τη σημαντικότερη σιδηροδρομική αρτηρία της χώρας.
Ό,τι χρειαζόταν προ ετών αναρίθμητες επιδρομές από δεκάδες F-105 Thunderchief με εκατοντάδες M118 των 3.000 λιβρών, γινόταν τώρα με ελάχιστα έξυπνα όπλα και σχεδόν χωρίς απώλειες (που στην εποχή των F-105 συναγωνίζονταν εκείνες των Β-17 πάνω από το Γερμανικό Ράιχ 25 χρόνια νωρίτερα).
Όλα τα παραπάνω δεν εμπόδισαν την πραγματοποίηση της συνάντησης Brezhnev–Nixon στο Κρεμλίνο στα τέλη Μαΐου 1972. Ο σοβιετικός ηγέτης αντιπαρήλθε την οξύτατη αμερικανική αντεπίθεση στη ΝΑ Ασία με μια τυπική διαμαρτυρία, και εντός των ημερών υπεγράφη η Συνθήκη SALT, εγκαινιάζοντας την ύφεση στον ανταγωνισμό των στρατηγικών όπλων, κατά τα σχέδια του «μάγου» Kissinger. O Nixon μπορούσε να πορευθεί προς τις εκλογές του ιδίου έτους με τις δάφνες τόσο του σθεναρού αρχιστρατήγου όσο και του ειρηνοποιού…
Πράσινοι Κουρσάροι: Enter the A-7D
Από τα κύματα των τακτικών μαχητικών της USAF που μετακινήθηκαν προς το θέατρο των επιχειρήσεων σε απάντηση της Βορειοβιετναμικής πρόκλησης (F-105G Wild Weasel, F-4E/D Phantom, F-111A) στο πλαίσιο των επιχειρήσεων μεταστάθμευσης υπό την κωδική ονομασία “Constant Guard” χαρακτηριστική ήταν η απουσία εκείνου που, κατά γενική ομολογία, ήταν «κομμένο και ραμμένο» για τον πόλεμο: Του A-7D (που στην USAF δεν απεκαλείτο Corsair ΙΙ, όπως στο Ναυτικό, και ήταν τύποις «ανώνυμο»!). Αυτό προκαλούσε ακόμη ζωηρότερη εντύπωση, καθώς το Α-7Α του Ναυτικού ήδη είχε προλάβει να καταπλήξει ευμενώς κατά τα τελευταία στάδια της επιχείρησης “Rolling Thunder” στη περίοδο 1967-68, πριν την παύση των βομβαρδισμών του Βορρά, διακρινόμενο τόσο για το συνδυασμό φορτίου και εμβελείας (και τα δύο διπλάσια σε σχέση με το Skyhawk που αντικαθιστούσε), όσο και για την ακρίβεια των ρίψεων.
Παράλληλα, το τελείως άλλης κλάσεως ως προς τον εξοπλισμό ναυτιλίας/επίθεσης Α-7Ε του Ναυτικού (που επί της ουσίας ήταν το εν τω μεταξύ εξελιχθέν A-7D της USAF, με ειδικό εξοπλισμό του Ναυτικού αλλά κοινούς κινητήρες και αισθητήρες, και βέβαια το πυροβόλο Μ61 που αντικατέστησε τα αναξιόπιστα Κολτ) δρούσε ήδη από το 1970 στο Ν. Βιετνάμ και στο Λάος από τα αεροπλανοφόρα στο Dixie Station.
Το Α-7 είχε τη σπάνια τιμή να είναι μόλις ο δεύτερος (μετά το F-4 Phantom II) τύπος του Ναυτικού που υιοθετήθηκε και από την USAF. Ως αναγνώριση των απαράμιλλων αρετών της σχεδίασης στα κρίσιμα πεδία φορτίου/εμβελείας, ακρίβειας ρίψεων και χαμηλού κόστους κτήσεως και λειτουργίας.
Προοριζόταν προεχόντως να αντικαταστήσει τον πολυάριθμο – παρά τις απώλειες – στόλο των F-100C/D Super Sabre της USAF στο ρόλο της εγγύς αεροπορικής υποστήριξης. Είναι βέβαια γνωστό ότι αυτές οι παραλλαγές του θρυλικού πρώτου τακτικού υπερηχητικού μαχητικού (σε αντίθεση με το αεροπορικής υπεροχής F-100Α) χρησιμοποιήθηκαν προεχόντως στο ρόλο της πυρηνικής κρούσεως, με πτέρυγες στην Ευρώπη να τα διατηρούν μέχρι το 1970.
Αλλά στο ρόλο αυτό αντικαθίσταντο από τα F-105D & F-4D στην USAFE (σε μια περίπτωση έγινε μετάβαση απευθείας στο F-111E!), και από το F-104G στις συμμαχικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, τα F-100C/D βρήκαν τον εαυτό τους στο Ν. Βιετνάμ, όπου ανά πάσα στιγμή 400-500 αεροσκάφη του τύπου υπηρετούσαν επιτυχώς στο ρόλο της εγγύς αεροπορικής υποστηρίξεως: Αυτά τα Super Sabre των τεσσάρων πτερύγων της USAF στο Ν. Βιετνάμ πραγματοποίησαν την περίοδο 1964-70 περισσότερες εξόδους από ότι τα 15.000 P-51 Mustang του ιδίου κατασκευαστή σε όλον τον Β΄ ΠΠ!
Το άλμα που αντιπροσώπευε το A-7D έναντι του προκατόχου του, F-100D, ήταν απλά ανεπανάληπτο. Ο εξαιρετικά έμπειρος και στους δύο τύπους βετεράνος του Βιετνάμ, Σμηναγός Don Cornell της USAF, αφηγείται: «Στο Tuy Hoa το 1970, τα F-100 έφεραν φορτίο δύο εξωτερικών δεξαμενών και συνήθως είτε 4 βόμβες Mk. 82 των 500 λιβρών ή 4 ναπάλμ. Στο Α-7 μεταφέραμε για τις μακράς εμβελείας αποστολές δύο εξωτερικές δεξαμενές και 10 Mk. 82! Για βραχύτερης αποστάσεως αποστολές αφήναμε τις δεξαμενές και φορτώναμε 18 Mk. 82. Επομένως 450% μεγαλύτερο φορτίο από το F-100.»
H USAF πάντως δεν αρκέστηκε να υιοθετήσει το σχέδιο του Ναυτικού: Βλέποντας τα προβλήματα του Α-7A από την ανεπαρκή ώση των άκρως προηγμένων και χαμηλότατης κατανάλωσης στροβιλοκινητήρων παράκαμψης P&W TF30, υιοθέτησε αντ’ αυτού τον (επίσης turbofan) Rolls-Royce Spey των Buccaneer S.2 (ως Allison TF41), επιτυγχάνοντας έτσι άλμα από τις 11.350 στις 14.250 λίβρες ώσης.
Παράλληλα, δημιούργησε μια σκευή ηλεκτρονικών τελείως διαφορετικής, ασύγκριτα ανώτερης κλάσεως σε σχέση με τα ναυτικά Α-7Α/. Αυτή αποτελούνταν από:
1) το πολύ ανώτερης διακριτικής ικανότητος ραντάρ AN/APQ-126 (V) της Texas Instruments,
2) τον εξαιρετικά προηγμένο ψηφιακό τακτικό υπολογιστή ναυτιλίας/επίθεσης ΑΝ/ASN-91 (V) της ΙΒΜ Corporation,
3) την αδρανειακή πλατφόρμα (inertial measurement set) AN/ASN-90 (V) της Singer General Precision,
4) το ραντάρ Doppler AN/ASN-190 (V) του ιδίου προμηθευτή,
5) ραδιοϋψόμετρο AN/APN-141,
6) υπολογιστή δεδομένων αέρος CP-953A/AJQ της Garrett Corporation,
7) ραδιοφάρο AN/APN-154,
8) TACAN AN/ARN-52,
9) μαγνητική πυξίδα AN/AQU-5/A,
10) ILS AN/ARN-158A,
11) προεγκατάσταση LORAN AN/ARN-92 (δεν έγινε χρήση),
12) συσκευή προβολής κινούμενου χάρτη (όπως στα μεταγενέστερα Tornado) ΑΝ/ASU-99 της Computer Devices of Canada,
13) Head-Up Display AN/AVQ-7 (V) της βρετανικής Marconi/ British Elliott Automation, το δεύτερο επιχειρησιακό HUD στον κόσμο μετά του Harrier GR Mk.1 και το πρώτο σε επιχειρησιακό αμερικανικό τακτικό αεροσκάφος (μέχρι τότε υπήρχαν μόνο τα κλασικά γυροσκοπικά σκοπευτικά, με απλούστατες λειτουργίες όπως στοιχειώδη υπολογισμό προπορείας βλημάτων κλπ.),
14) εξαιρετικά προηγμένη μονάδα ελέγχου και διαχείρισης οπλικών φορτίων στο κόκπιτ, που έδινε την ευχέρεια, ενδεικτικά, επιλογής άφεσης ορισμένων βομβών εξοπλισμένων με ορισμένο είδος πυροσωλήνων σε δεδομένο πέρασμα αντί άλλων (κρουστικών, χρονοκαθυστέρησης, ριναίων, ουραίων, επιμηκυμένων κλπ), επακριβούς ορισμού των διαστημάτων (ήτοι της πυκνότητος) άφεσης των βομβών επί πολλαπλής αφέσεως (π.χ. για μεγιστοποίηση του καταστρεπτικού αποτελέσματος και αποφυγή περιττής ανάλωσης όπλων επί φάλαγγος οχημάτων) κ.λπ.
Η ως άνω σκευή ηλεκτρονικών του A-7D ήταν στην απόλυτη στάθμη της τεχνικής της εποχής, είναι η ίδια των A-7C/E του Ναυτικού των ΗΠΑ και των ελληνικών Α-7Η της ΠΑ και παρέμεινε υπερεπαρκής μέχρι και τον τελευταίο πόλεμο του τύπου, το 1991 στο Ιράκ.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των μέσων έδινε, ενδεικτικά, στο A-7D τις εξής δυνατότητες:
Ι. Ραντάρ με καλές για την εποχή δυνατότητες χαρτογράφησης (διαμορφώσεις Ground Mapping – shaped beam & Ground Mapping–pencil beam). Με διαμόρφωση (BCN / Beacon interrogate and receive) εντόπισης ραδιοφάρου, που τοποθετούν φίλιες δυνάμεις που διεισδύουν στο εχθρικό έδαφος σε σημείο γνωστών συντεταγμένων σε σχέση με το στόχο ώστε να χρησιμοποιηθεί ως offset point για τυφλή άφεση όπλων νύχτα ή με καιρό σε μία και μόνη διέλευση του αεροσκάφους. Με μη-αυτόματη διαμόρφωση αποφυγής αναγλύφου (ΤΑ/terrain avoidance), με όλα τα σημεία τα ευρισκόμενα) στο διάνυσμα της πτήσεως και σε υψόμετρο μεγαλύτερο εκείνου του αεροσκάφους να σημαίνονται. Με μη-αυτόματη διαμόρφωση παρακολούθησης αναγλύφου (TF / terrain following computations). Με αποστασιομέτρηση αέρος – εδάφους (AGR/Air-to-Ground Ranging). Με διαμόρφωση RDRBOMB/ Radar Bombing. Με ασήμαντες ικανότητες εντοπισμού εναερίου στόχου, πρακτικά μόνο για εύρεση του τάνκερ προς εναέριο ανεφοδιασμό. Η οθόνη του ραντάρ στο κόκπιτ μπορούσε να αναπαραγάγει και εικόνα από την κεφαλή του AGM-65A/B Maverick (ή του AGM-62 Walleye στο Ναυτικό).
II. Δυνατότητα του ψηφιακού υπολογιστή ναυτιλίας/επίθεσης της ΙΒΜ, συνδεδεμένου με αδρανειακή πλατφόρμα μεγάλης ακριβείας (για τα μέτρα της προ γυροσκοπίων δακτυλίων laser εποχής), να δεχθεί από το χειριστή κατά το σχεδιασμό της αποστολής προγραμματισμό μέχρι 9 προορισμών, με ακριβή διόπτευση και αποστασιομέτρηση κατά την προσέγγιση σε αυτούς σε συνεργασία με το ραντάρ. Και ακολούθως να επιλύσει εξισώσεις α) συνεχούς υπολογισμού σημείου πρόσπτωσης (CCIP) των προς βολή ρουκετών και πυροβόλων και β) συνεχούς υπολογισμού σημείου άφεσης (CCRP) των προς άφεση βομβών, χωρίς άξιες λόγου δεσμεύσεις ως προς το προφίλ πτήσεως, το ύψος, την ταχύτητα, το διάνυσμα προσέγγισης κλπ για τον καθέναν από τους έως 9 αποθηκευμένους στόχους. Ο χειριστής διατηρούσε και την – επιχειρησιακώς σημαντικότατη – δυνατότητα να σημάνει 9 πρόσθετους προορισμούς εν πτήσει (στόχους ευκαιρίας, θέση καταρριφθέντος κ.λπ.) και να εισαγάγει τις συντεταγμένες των στον υπολογιστή. Ο εν λόγω υπολογιστής «συνέθετε» δεδομένα αντλούμενα από την αδρανειακή πλατφόρμα, το ραντάρ, το ραντάρ ντόπλερ, το ραδιοϋψόμετρο ντόπλερ, τον υπολογιστή δεδομένων αέρος και κάθε αισθητήρα του α/φ, επεξεργαζόμενος διαρκώς λύσεις σε εξισώσεις ναυτιλίας και αφέσεως όπλων, ανανεώνοντας τα στοιχεία τα αφορώντα τη ναυτιλία 5 φορές ανά δευτερόλεπτο και τα αφορώντα την άφεση των όπλων 30 φορές ανά δευτερόλεπτο.
ΙΙΙ. Αποτύπωση της πορείας και της γεωγραφικής θέσεως του αεροσκάφους ανά πάσα στιγμή στο σύστημα απεικόνισης κινούμενου χάρτη, εκπληκτική καινοτομία της εποχής, με συνεχή ταυτόχρονη ένδειξη της απόστασης από το στόχο. Υπήρχε δυνατότητα κίνησης αυτού προς τα εμπρός για προεπισκόπηση της περιοχής του στόχου, αλλά και ικανότητα καταγραφής σε αυτόν (προς επάνοδο μετά από αποτυχημένη προσέγγιση λόγω καιρού, πυρών κλπ) στόχου που επισημάνθηκε οψιγενώς κατά την εξέλιξη της αποστολής, π.χ. θέση κάλυψης καταρριφθέντος πληρώματος φιλίου α/φ (ζήτημα κρίσιμο για την αποστολή που είναι θέμα του άρθρου) ή στόχου ευκαιρίας εντοπιζόμενου εν πτήσει σε αποστολή ένοπλης αναγνώρισης σε οδούς ανεφοδιασμού του εχθρού κ.λπ. Η θέση του συστήματος απεικόνισης κινούμενου χάρτη στο κόκπιτ ακριβώς κάτω από την οθόνη του ραντάρ επέτρεπε στο χειριστή τη συσχέτιση γεωγραφικών οροσήμων του χάρτη με την απεικόνιση της λειτουργίας χαρτογράφησης του ραντάρ, διευκολύνοντας την ερμηνεία της τελευταίας και άρα την πλοήγηση, ιδίως νύχτα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
IV. Εκτενείς δυνατότητες επικοινωνίας με επίγειους ή εναέριους Forward Air Controllers, με ασυρμάτους στις μπάντες FM και UHF που διαθέτει το αεροσκάφος, αν η εντόπιση στόχων είναι αδύνατη με onboard sensors και χρειάζεται σήμανση από εκείνους.
Ο συνδυασμός όλων των ανωτέρω προσέδιδε στο αεροσκάφος πρωτοφανείς δυνατότητες αντίδρασης σε εξελισσόμενες καταστάσεις, και δυνατότητα προσέγγισης των στόχων από πολλές διαφορετικές γωνίες και ύψη. Και χωρίς να παραβλάπτεται η ακρίβεια της άφεσης των όπλων, καθώς και δυνατότητα εγκατάλειψης της τελικής προσέγγισης προς τον στόχο (προς αποφυγή πυρών) με διακράτηση των στοιχείων αυτού από το σύστημα και επανάληψη της προσβολής υπό άλλη γωνία βύθισης / ταχύτητα / ύψος χωρίς απώλεια του στόχου. Ο συνδυασμός των ανωτέρω με τις εξαίρετες απεικονιστικές λειτουργίες του HUD έδινε αποτελέσματα οπτικού βομβαρδισμού σε ελαφρά βύθιση με βόμβες ελευθέρας πτώσεως, τα οποία δεν υστερούσαν ουσιωδώς σε σχέση με εκείνα των κατευθυνομένων με λέιζερ βομβών.
Στα ναυτικά -Ε δεν ήταν λίγοι εκείνοι που χρησιμοποιούσαν τη λειτουργία απεικόνισης του διανύσματος πτήσεως στο HUD για να προσνηώσουν το αεροσκάφος, με έναρξη μόνο της προσέγγισης με κεντράρισμα στην κεντρική λυχνία του αεροπλανοφόρου και ρύθμιση του flight pathmarker στις 3,5 μοίρες κάτω από τον ορίζοντα. Συνήθεια που αραίωσε προς το τέλος της σταδιοδρομίας του τύπου, καθώς η αξιοπιστία του HUD έπεφτε, ώστε τελικά να είναι σε λειτουργία μόνο στο 60% του χρόνου.
Συνεχίζεται στο β΄ μέρος