Οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν σε μια από τις πιο αποκαλυπτικές επιχειρήσεις θαλάσσιας επιβολής κυρώσεων των τελευταίων ετών, όταν Ειδικές Δυνάμεις επιβιβάστηκαν σε εμπορικό πλοίο στον Ινδικό Ωκεανό και κατέσχεσαν κινεζικής προέλευσης φορτίο διπλής χρήσης, το οποίο συνδεόταν με το ιρανικό πυραυλικό πρόγραμμα. Η επιχείρηση, που πραγματοποιήθηκε αρκετές εκατοντάδες ναυτικά μίλια ανοικτά της Σρι Λάνκα, αποκαλύφθηκε από τη Wall Street Journal και επιβεβαιώθηκε από Αμερικανούς αξιωματούχους, οι οποίοι ξεκαθάρισαν ότι επρόκειτο για σκόπιμη πράξη διακοπής εφοδιαστικής αλυσίδας και όχι για τυχαία νηοψία.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ομάδα ειδικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ, με υποστήριξη ναυτικών και αεροπορικών μέσων, επιβιβάστηκε στο πλοίο έπειτα από παρακολούθηση της διαδρομής του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το φορτίο αφαιρέθηκε, καταστράφηκε μετά την κατάσχεση, ενώ το πλοίο αφέθηκε τελικά να συνεχίσει την πορεία του, χωρίς να δημοσιοποιηθούν στοιχεία για το όνομα ή την πλοιοκτησία του. Οι αμερικανικές αρχές περιέγραψαν το υλικό ως “dual-use components”, δηλαδή εξαρτήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο σε πολιτικές όσο και σε στρατιωτικές εφαρμογές, επισημαίνοντας όμως ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών είχαν σαφείς ενδείξεις πως προορίζονταν για ιρανικές εταιρείες-βιτρίνες που ειδικεύονται στην προμήθεια υλικών για το πυραυλικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Η χρονική στιγμή της επιχείρησης δεν θεωρείται τυχαία. Οι ΗΠΑ εκτιμούν ότι το Ιράν έχει εισέλθει σε φάση εντατικής ανασυγκρότησης του βαλλιστικού του αποθέματος, μετά τη σύγκρουση διάρκειας 12 ημερών τον Ιούνιο του 2025, κατά την οποία – σύμφωνα με αμερικανικές και ισραηλινές εκτιμήσεις – υπέστησαν σοβαρές ζημιές κρίσιμες υποδομές που σχετίζονται με πυρηνικές και πυραυλικές δυνατότητες. Παράλληλα, η Τεχεράνη φέρεται να προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο νέας αντιπαράθεσης με το Ισραήλ, την ώρα που οι συνομιλίες ΗΠΑ–Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα παραμένουν παγωμένες, χωρίς να έχουν επανεκκινήσει μετά τον πόλεμο.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε από Αμερικανούς αξιωματούχους στο γεγονός ότι πρόκειται για την πρώτη γνωστή περίπτωση των τελευταίων ετών όπου οι ΗΠΑ αναχαιτίζουν στρατιωτικά σχετιζόμενο φορτίο κινεζικής προέλευσης με προορισμό το Ιράν. Η υπόθεση αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αυξανόμενης αμερικανικής ανησυχίας για κινεζικές εξαγωγές υλικών, χημικών και υποσυστημάτων που, αν και δεν αποτελούν ολοκληρωμένα οπλικά συστήματα, μπορούν να ενσωματωθούν σε ιρανικούς βαλλιστικούς και πυραύλους cruise. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις σε κινεζικές και ιρανικές εταιρείες που συνδέονται με χημικές πρώτες ύλες για στερεά προωθητικά, όπως το sodium perchlorate, ενώ στο Κογκρέσο έχει ενταθεί η πίεση για αυστηρότερο έλεγχο τέτοιων ροών.
Η συγκεκριμένη επιχείρηση, ωστόσο, δεν εξετάζεται μεμονωμένα. Η Ουάσινγκτον την εντάσσει σε μια ευρύτερη και πιο επιθετική στρατηγική θαλάσσιας επιβολής κυρώσεων, η οποία δεν αφορά μόνο στρατιωτικά εξαρτήματα αλλά και ενεργειακές ροές που συνδέονται με το Ιράν. Λίγες εβδομάδες μετά τη νηοψία στον Ινδικό, οι ΗΠΑ προχώρησαν στην κατάσχεση δεξαμενόπλοιου ανοικτά της Βενεζουέλας, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά πετρελαίου από τη Βενεζουέλα προς το Ιράν, σε μια κίνηση που χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη τέτοια κατάσχεση βενεζουελάνικου πετρελαίου από το 2019. Σύμφωνα με το Reuters, οι αμερικανικές αρχές σχεδιάζουν και νέες αναχαιτίσεις πλοίων που εμπλέκονται σε αντίστοιχες διαδρομές, δείχνοντας ότι η επιβολή κυρώσεων περνά πλέον από τη θεωρία στην πράξη.
Αμερικανοί αξιωματούχοι παραδέχονται ότι η συνολική προσέγγιση είναι σαφώς πιο επιθετική από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, και συνδέεται τόσο με την επαναφορά διεθνών περιορισμών όσο και με την πολιτική γραμμή που δίνει έμφαση στην άμεση δράση. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο ΟΗΕ επανενεργοποίησε διεθνή απαγόρευση στο εμπόριο όπλων του Ιράν.
Η πρακτική αυτή έχει προϊστορία. Τον Ιανουάριο του 2024, η CENTCOM είχε ανακοινώσει επιχείρηση κοντά στις ακτές της Σομαλίας, όπου Navy SEAL κατέσχεσαν ιρανικής προέλευσης εξαρτήματα βαλλιστικών πυραύλων, πυραύλων cruise και συστημάτων αεράμυνας, τα οποία εκτιμήθηκε ότι προορίζονταν για τους Χούθι στην Υεμένη. Αντίστοιχα, κατασχέσεις ιρανικού πετρελαίου είχαν πραγματοποιηθεί το 2020 και το 2023, με τις ΗΠΑ να υποστηρίζουν ότι τα έσοδα κατέληγαν στο Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης.
Σε βάθος χρόνου, η υπόθεση φωτίζει και τη μακρόχρονη αμυντική σχέση Κίνας–Ιράν, η οποία ξεκινά από τη δεκαετία του 1980, όταν το Πεκίνο προμήθευσε την Τεχεράνη με μαχητικά, άρματα μάχης, πυραύλους και ναυτικά μέσα, παρά το αμερικανικό εμπάργκο. Αν και οι μαζικές μεταφορές ολοκληρωμένων οπλικών συστημάτων έχουν περιοριστεί σημαντικά μετά τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τη συμφωνία του 2015, η συνεργασία έχει μετατοπιστεί σε τεχνολογία, υποσυστήματα, dual-use εξαρτήματα και οικονομική διασύνδεση, δημιουργώντας γκρίζες ζώνες που σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο της αμερικανικής στρατηγικής.
Το συνολικό μήνυμα από την επιχείρηση στον Ινδικό Ωκεανό είναι ξεκάθαρο: οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι διατεθειμένες να επιβάλουν εμπάργκο και κυρώσεις απευθείας στη θάλασσα, ακόμη και όταν αυτό σημαίνει παρέμβαση σε εμπορικά πλοία, κατασχέσεις και καταστροφή φορτίων. Υπό αυτή τη λογική, η εμπορική ναυτιλία παύει να θεωρείται ουδέτερη όταν εμπλέκεται – άμεσα ή έμμεσα – σε δίκτυα που στηρίζουν στρατιωτικές δυνατότητες αντιπάλων. Για το διεθνές σύστημα ασφάλειας, αλλά και για χώρες με ισχυρό ναυτιλιακό αποτύπωμα όπως η Ελλάδα, η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει ότι οι θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας μετατρέπονται ολοένα και περισσότερο σε πεδίο άσκησης σκληρής γεωπολιτικής ισχύος, με αυξανόμενους κινδύνους κλιμάκωσης.









