Η αμερικανική -άτακτη όπως διαφαίνεται- υποχώρηση από το Αφγανιστάν αφήνει πίσω της ένα τεράστιο κενό πολεμικής ισχύος άρα και εξουσίας. Η προέλαση των Ταλιμπάν τις τελευταίες εβδομάδες είναι ραγδαία, τόσο στην επαρχία όσο και κοντά σε μεγάλα αστικά κέντρα. Από την απέναντι πλευρά, οι κυβερνητικές δυνάμεις έχοντας χάσει την συμμαχική υποστήριξη, η οποία αναλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των αεροπορικών αποστολών, τις επιχειρήσεις ειδικών δυνάμεων αλλά και τη χρήση βαρέων όπλων, και με πλέον «κλειστή» σε μεγάλο βαθμό την κάνουλα τροφοδοσίας του με όπλα, υποχωρούν παντού, ή όπως… διακριτικά το διατυπώνουν «επικεντρώνονται στην άμυνα στρατηγικών πόλεων και εγκαταστάσεων».
Το αν θα επικρατήσουν ολοκληρωτικά οι Ταλιμπάν θα το δούμε αλλά το σίγουρο είναι πως ενισχύουν την διαπραγματευτική τους ισχύ, καθώς συνεχίζονται, έστω και άτυπα, οι επαφές με την αφγανική κυβέρνηση. Το πιθανότερο είναι να μην τολμήσουν μια μεγάλη επίθεση στην Καμπούλ κάτι που θα τους κοστίσει και μεγάλες απώλειες. Αλλά να διεκδικήσουν μεγάλες επαρχιακές πόλεις, ώστε να μπορούν να συγκροτήσουν ένα παράλληλο καθεστώς το δυνατόν και νομιμοποιημένο μέσα από διαπραγματεύσεις για «μερική αυτονομία».
άντως τις τελευταίες ημέρες οι ΗΠΑ έχουν επανεκκινήσει σειρά αεροπορικών βομβαρδισμών στο Αφγανιστάν, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσουν τους Ταλιμπάν. Αυτές όμως διεξάγονται από βάσεις εκτός χώρας, από τη Μέση Ανατολή, ακόμη και από αεροπλανοφόρα. Το αποτέλεσμα είναι πως τα αεροσκάφη δεν μπορούν να επιχειρούν με μεγάλο οπλικό φορτίο, δεν μπορούν να κάνουν κοντινή υποστήριξη, δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε στόχους ευκαιρίας, δεν έχουν την τοπική καθοδήγηση από ομάδες Αμερικανών JTAC (προκεχωρημένων ελεγκτών εδάφους). Έτσι η αποτελεσματικότητα τους είναι περιορισμένη, ενώ το μεγάλο ερώτημα είναι για πόσο θα κρατήσει αυτή η έστω και πενιχρή δράση; Και μετά τον Σεπτέμβριο που θα ολοκληρωθεί η αμερικανική υποχώρηση; Και αν ναι για πόσο ακόμη;