«Η Ελλάδα είναι βασικός σύμμαχος στο ΝΑΤΟ και η Αλεξανδρούπολη διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο για τη Συμμαχία σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή και διατλαντική ασφάλεια, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που βλέπουμε απειλές που δεν μοιάζουν με οτιδήποτε έχουμε δει στο πρόσφατο παρελθόν», τονίζει, σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Έρικα Όλσον (Erika Olson), η οποία επισκέφθηκε τις προηγούμενες ημέρες την Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη).
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Αλεξανδρούπολη, υπογραμμίζει ότι «παίζει βασικό ρόλο στην οικοδόμηση της περιφερειακής σταθερότητας αλλά και στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενεργειακής και κλιματικής ασφάλειας», επισημαίνοντας πως «οι συχνές εναλλαγές προσωπικού (rotation) των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ (μέσω του λιμένα) αναδεικνύουν την επιταχυνόμενη δυναμική της στρατιωτικής πτυχής και πτυχής ασφαλείας της σχέσης μας, που είναι εδραιωμένη στη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defence CooperationAgreement/MDCA)».
Με την ανάπτυξη του πλωτού τερματικού σταθμού αποθήκευσης και επαναεριοποίησης (FSRU) στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης να είναι ένα βήμα εγγύτερα μετά και την είσοδο της ΔΕΣΦΑ στο μετοχικό κεφάλαιο της Gastrade, με μερίδιο 20%, η κ. Όλσον επισημαίνει πως πρόκειται για ένα έργο σημαντικό όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά για όλη την περιοχή της Βαλκανικής. Πρόκειται «για έναν άλλον (επιπλέον) μηχανισμό για την εισαγωγή φυσικού αερίου από διάφορες πηγές και LNG στη χώρα, κάτι που είναι σημαντικό όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων ως άλλη πηγή ροής ενέργειας», λέει χαρακτηριστικά.
«Όταν μιλάμε για ενέργεια, όπως γνωρίζετε, οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 50% των εισαγωγών LNG της Ελλάδας. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό μέρος της σχέσης μας, ιδιαίτερα καθώς δείχνει τη στρατηγική της Ελλάδας για διαφοροποίηση των πηγών και καθώς προσβλέπουμε στην αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την καινοτομία στον ενεργειακό τομέα», σημειώνει η κ. Όλσον, η οποία είχε την ευκαιρία τόσο στη Θεσσαλονίκη αλλά κυρίως στην Αθήνα να συναντηθεί με κυβερνητικούς αξιωματούχους που εργάζονται στον τομέα της ενέργειας καθώς και κορυφαίες εταιρείες. «Νομίζω ότι υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία. Η Ελλάδα έχει τον άνεμο, έχει τον ήλιο, έχει όλα όσα χρειάζεται για να ενισχύσει τις ανανεώσιμες πηγές και να τις προωθήσει στο ευρωπαϊκό δίκτυο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σε ό,τι αφορά δε τον διαγωνισμό για την πώληση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών του Οργανισμού Λιμένα Αλεξανδρούπολης (ΟΛΑ), η κ. Όλσον τονίζει: «Είμαστε πραγματικά ενθουσιασμένοι που βλέπουμε πολλές αμερικανικές εταιρείες να ενδιαφέρονται πολύ για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού στην Αλεξανδρούπολη και ελπίζουμε ότι αυτό θα οδηγήσει σε ακόμη περισσότερες αμερικανικές επενδύσεις στην περιοχή».
Κληθείσα να σχολιάσει τις ευκαιρίες διμερούς συνεργασίας σε διάφορα άλλα ενεργειακά πρότζεκτ, υπό το πρίσμα της απολιγνιτοποίησης της Δυτικής Μακεδονίας και των σχεδίων για την εναλλακτική για Πράσινη Μετάβαση, η κ. Όλσον σημειώνει πως πρόκειται για πολύ ενδιαφέροντα πρότζεκτ που παρέχουν ευκαιρίες «όχι μόνο για να επενδύσουν οι αμερικανικές εταιρείες, αλλά και οι αμερικανικές και οι ελληνικές εταιρείες να συνεργαστούν, να καινοτομήσουν και να “πρασινίσουν” την ενέργεια σε αυτήν την περιοχή». Μάλιστα, εκτιμά πως αυτό δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες για συνέργειες όχι μόνο σε διμερές αλλά και σε περιφερειακό πλαίσιο.
Κάνει, δε, ιδιαίτερη μνεία στις αμερικανικές επενδύσεις που υπάρχουν ήδη στη Θεσσαλονίκη από τη Cisco, την Deloitte, τη Pfizer, επισημαίνοντας πως όχι μόνο στην πόλη αλλά και ευρύτερα στην Ελλάδα «έχουμε δει συνεχώς νέες επενδύσεις να έρχονται από αμερικανικές εταιρείες», φέρνοντας ως παραδείγματα τις AWS, Microsoft και Applied Materials.
«Ψάχνουμε ευκαιρίες για να κάνουμε περισσότερα μαζί και νομίζω ότι στη Θεσσαλονίκη και στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν πολλά μέρη, όπου μπορούμε να εμβαθύνουμε αυτή τη σχέση», σημειώνει η Έρικα Όλσον, ενώ απαντώντας στην ερώτηση για το αν η Θεσσαλονίκη έχει τις δυνατότητες να προσελκύσει ακόμη περισσότερες αμερικανικές επενδύσεις, λέει κατηγορηματικά «ναι», χάρη -μεταξύ άλλων- στο ιδιαίτερα σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιό της.
«Είχα την ευκαιρία να γευματίσω με μερικούς από τους κορυφαίους επιχειρηματίες και εκπαιδευτικούς στη Θεσσαλονίκη και ένα από τα πράγματα για το οποίο μιλήσαμε είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο που υπάρχει εδώ, με το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια (σ.σ. το ΑΠΘ), τους φοιτητές που βρίσκονται εκεί σε όλα τα επίπεδα και το πώς μπορούν να επηρεάσουν την καινοτομία και να αποτελέσουν πραγματικά μοχλό για την οικονομία», αναφέρει η Αμερικανίδα αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.