Μεγάλη αύξηση εμφάνισαν το 2022 οι αμερικανικές εξαγωγές αμυντικών συστημάτων, όπου βαρύνοντα ρόλο είχαν και τα όπλα που εστάλησαν στην Ουκρανία για βοήθεια έναντι της Ρωσικής εισβολής. Παρακάτω θα δώσουμε τα στοιχεία όπως τα ανακοίνωσε το Στειτ Ντιπάρτμεντ εξηγώντας και την λογική τους.
Αρχικά στις πωλήσεις μέσω FMS (Foreign Military Sales), αυτές είναι μια ειδική κατηγορία αμυντικών εξαγωγών οι οποίες γίνονται με διαμεσολάβηση- χρηματοδότηση του αμερικανικού κράτους. Εδώ είχαμε 51,9 δις δολάρια αξία το 2022 έναντι 34,8 δις το 2021, μια εντυπωσιακή αύξηση κατά 49,1%!
Στη συνέχεια έχουμε τις απευθείας εμπορικές πωλήσεις (Direct Commercial Sales – DCS), αυτές δηλαδή που κάνουν οι ιδιωτικές αμερικανικές εταιρίες απευθείας σε ξένους πελάτες (για τις οποίες πάντα προηγείται η διαδικασία αδειοδότησης από το Στειτ Ντιπάρτμεντ, που ανακοινώνεται και στο Κογκρέσο, ώστε να έχει τη δυνατότητα να την συζητήσει, εφόσον υπάρχει κάποιο θέμα). Και εδώ έχουμε εντυπωσιακή αύξηση κατά 48,6% καθώς από τα 103,4 δις δολαρίων του 2021 φθάσαμε στα 153,7 δις το 2022.
Για τις ΗΠΑ τo 2022 σημαντικές ήταν οι παραγγελίες Patriot από τη Σαουδική Αραβία, η παραγγελία αντιαεροπορικού συστήματος THAAD από τα Εμιράτα, η παραγγελία αρμάτων Abrams (σε 2 παρτίδες 250 και 116) από την Πολωνία, οι πολλές παραγγελίες F-35 (Ελβετία, Φινλανδία, Γερμανία), η υπό εξέλιξη παραγγελία F-15 από την Ινδονησία, η συμφωνία για Chinook με την Αίγυπτο κ.α.
Αν και οι παραπάνω πωλήσεις δεν είναι δεδομένο ότι θα υλοποιηθούν όλες -καθώς η αρχική έγκριση και αδειοδότηση- μεταφράζεται μετά σε ένα πολυετές συμβόλαιο με διαφοροποιήσεις, ενώ σαφώς υπάρχουν μειώσεις και ακυρώσεις, είναι φανερή η βελτίωση των αριθμών. Κάτι που φάνηκε και στη διεθνή ζήτηση για αμερικανικά όπλα, όπως και στη γενικότερη αύξηση των παραγγελιών από όλα σχεδόν τα μεγάλα κράτη-παραγωγούς όπλων. Σε μια εξοπλιστική «μανία» δηλαδή που φοβόμαστε ότι θα κρατήσει αρκετά χρόνια ακόμη. Καθώς οι τρέχουσες αλλαγές σε διεθνείς ισορροπίες συνοδεύονται από έντονες τριβές και με πολλές απειλές, ως σημαντική δηλαδή ανατροπή του κλίματος συναίνεσης που είχε επικρατήσει την προηγούμενη εικοσαετία, με υλοποίηση πολλών διακρατικών συμφωνιών και οργάνωσης υπερεθνικών μηχανισμών συνεννόησης.