Ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας που λαμβάνεται υπ’ όψη κατά το σχεδιασμό μιας ειδικής επιχείρησης, είναι η όσο το δυνατόν πιο “διακριτική” παρουσία των εφορμούντων τμημάτων. Από αυτόν τον παράγοντα εξαρτάται όχι μόνο η επιτυχία της αποστολής, αλλά η ασφαλής απαγκίστρωση και εντέλει η επιβίωση του προσωπικού. Εμείς θα ασχοληθούμε σήμερα με την υποβρύχια διείσδυση τους, στο σημείο ενδιαφέροντος.
Μια ιστορική αναδρομή
Η πρώτη ίσως καταγεγραμμένη περίπτωση χρήσης της υποβρύχιας κολύμβησης για αφανή διείσδυση και δολιοφθορές, αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και τον Παυσανία. Συγκεκριμένα στα γραπτά που μας άφησαν, γίνεται λόγος για τον καλύτερο δύτη της εποχής, τον Σκυλλία από τη Σκιώνη της Χαλκιδικής και την κόρη του Ύδνα που την είχε ο ίδιος εκπαιδεύσει.
Ο Σκυλλίας είχε στρατολογηθεί από τους Πέρσες, κατά την εισβολή του Ξέρξη στην Ελλάδα, με σκοπό να εκτελεί δολιοφθορές στα ελληνικά πλοία. Το 480 π.Χ. πριν τη ναυμαχία του Αρτεμισίου και θέλοντας εντέλει να βοηθήσει τις ελληνικές δυνάμεις, εκτέλεσε δολιοφθορές μαζί με την κόρη του στα περσικά πλοία κόβοντας άγκυρες και στηρίγματα. Επιπλέον αναφέρεται ότι κολύμπησε αναδυόμενος και καταδυόμενος μια απόσταση 80 σταδίων ( περίπου 15 χιλιόμετρα), ώστε να δώσει πληροφορίες στους Έλληνες σχετικά με τα σχέδια των Περσών και τη διάταξη του στόλου τους. Κάτι που οδήγησε στη νικηφόρα για τον ελληνικό στόλο, ναυμαχία του Αρτεμισίου.
Ομοίως σχετικές αναφορές βρίσκουμε και σε κείμενα που αφορούν την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Συγκεκριμένα χρειάζονταν δύτες τόσο για την υποστήριξη του τεράστιου στόλου του ναυάρχου της εκστρατείας, Νεάρχου, όσο και για την προπαρασκευή πολεμικών ενεργειών, όπως για παράδειγμα την πολιορκία της Τύρου.
Έκτοτε σε κάθε πολεμική αναμέτρηση που το υγρό στοιχείο αποτελούσε μέρος του πεδίου επιχειρήσεων, παρατηρούμε δράσεις εκπαιδευμένων μονάδων που αν και φαντάζουν μικρές, έχουν στρατηγική σημασία. Όπως για παράδειγμα η δράση των Αμερικανών Amphibious Scouts & Raiders (S&R), στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπουειδικά προσέφεραν τα μέγιστα στην αναγνώριση της ακτής της Νορμανδίας πριν την απόβαση της 6ης Ιουνίου 1944. H S&R αποτέλεσε την πρόδρομη μονάδα των Underwater Demolition Team (UDT) και κατ’ επέκταση των Navy Seals του Αμερικανικού Ναυτικού.
Στην μεταπολεμική Ελλάδα, έχοντας ως παρακαταθήκη το πνεύμα των ειδικών επιχειρήσεων του Ιερού Λόχου που συνέβαλλε τα μέγιστα στην απελευθέρωση της Δωδεκανήσου και της ένταξής της στον εθνικό κορμό, αναγνωρίστηκε αρκετά νωρίς η ανάγκη για τη σύσταση εξειδικευμένης μονάδας ειδικών επιχειρήσεων υποβρυχίων καταστροφών. Κάτι που οδήγησε στη δημιουργία των ΟΥΚ το 1953, τυπικά με την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, στα πρότυπα της Αμερικανικής μονάδας UDT.
Άλλωστε η εκτενής ακτογραμμή, τα αναρίθμητα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες και φυσικά η θαλάσσια έκταση από την Κύπρο μέχρι τους Οθωνούς, αποτελεί ιδανικό πεδίο επιχειρήσεων για κάθε εκπαιδευμένη ομάδα, φίλια αλλά και εχθρική.
Σήμερα αρκετά χρόνια μετά, οι ελληνικές ειδικές δυνάμεις πέραν της Διοίκησης Υποβρυχίων Καταστροφών (ΔΥΚ), έχουν στις τάξεις τους αρκετές μονάδες με ενσωματωμένα στοιχεία υποβρυχίων επιχειρήσεων, εξασφαλίζοντας τακτική αλλά και στρατηγική ευελιξία.
Τα κατάλληλα εργαλεία για τη ‘’δουλειά’’
Δεν νοείται μονάδα ειδικών επιχειρήσεων χωρίς τα κατάλληλα υλικά για την αποστολή της. Θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε σε τρεις αδρές γενικές κατηγορίες: τα μέσα διείσδυσης στο χώρο ενδιαφέροντος, τα ατομικά υλικά αποστολής και τον οπλισμό.
Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της αποστολής, παίζει η πρώτη κατηγορία, τα λεγόμενα μέσα διείσδυσης. Εδώ ανάλογα με το είδος της επιχείρησης και τη γεωγραφία του χώρου, μπορούμε να έχουμε χρήση πέραν του ενός μέσων για την άφιξη της ομάδας επί του στόχου. Έτσι μπορεί το αρχικό σκέλος προσέγγισης να περιλαμβάνει ελικόπτερα και αεροσκάφη και κατόπιν άλμα με αλεξίπτωτο (στατικού ιμάντα, ελεύθερη πτώση), υποβρύχια, σκάφη ειδικών επιχειρήσεων, φουσκωτά, κανό, τζετ σκι και ότι άλλο.
Με τη δεύτερη και τρίτη κατηγορία δεν θα ασχοληθούμε σήμερα. Αναφέρουμε, επιγραμματικά μόνο, ως κρίσιμα υλικά την ύπαρξη κατάλληλων στολών, υλικών κατάδυσης, τις διόπτρες παρατήρησης και σκόπευσης ανθεκτικές στη διαβροχή και στο αλάτι της θάλασσας, τον τροποποιημένο οπλισμό για άμεσες βολές έπειτα από την έξοδο από το νερό, τους σιγαστήρες, τις κατάλληλες επικοινωνίες κ.ο.κ.
Το υποβρύχιο όμως σκέλος της επιχείρησης είναι αυτό που θα εξασφαλίσει την όσο το δυνατόν πιο αθέατη προσέγγιση του σημείου ενδιαφέροντος. Έτσι έχοντας καταγράψει προηγουμένως ως παράγοντες σχεδιασμού μιας επιχείρησης, το είδος της και το συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, έχουν αναπτυχθεί πολλά κατάλληλα εργαλεία για κάθε συνδυασμό.
Ίσως το πιο απαραίτητο υλικό είναι οι αναπνευστικές συσκευές κλειστού ή ημίκλειστου κυκλώματος. Σε αυτές έχουμε επανεισπνοή του εκπνεόμενου αέρα από το δύτη, αφού καθαριστεί σε ειδικά φίλτρα (π.χ. κάνιστρα νατράσβεστου) και κατακρατηθεί το διοξείδιο του άνθρακα. Επιπλέον η συσκευή ρυθμίζει τη σωστή παροχή του αερίου μείγματος που χρειάζεται ο δύτης. Το σημαντικό πλεονέκτημα είναι η απουσία φυσαλίδων, που καθιστά μη ανιχνεύσιμη οπτικά την προσέγγιση του τμήματος, με μειονέκτημα το μικρό επιχειρησιακό βάθος στο οποίο μπορεί να γίνει χρήση.
Έπειτα έχουμε τα ατομικά προωστικά συστήματα. Εδώ η τεχνολογία τα τελευταία χρόνια έχει κάνει άλματα. Έτσι πέραν των ισχυρότερων ηλεκτροκινητήρων που χρησιμοποιούνται, έχουμε και σημαντικά μεγαλύτερη αυτονομία λόγω της βελτίωσης στους τομείς αποθήκευσης και διαχείρισης της ηλεκτρικής ενέργειας. Να προσθέσουμε δε ότι η εμπορική εκμετάλλευση αυτής της τεχνολογίας έχει επιφέρει τη μείωση του συνολικού κόστους αγοράς και χρήσης τέτοιων συσκευών, ενώ έχει συνεισφέρει στη σμίκρυνση αυτών και στην εργονομία τους.
Ως τελική επιλογή στην αθέατη προσέγγιση έχουμε τα μίνι υποβρύχια οχήματα, ΥΠΟΧ, επί το ελληνικότερο, μιας και έτσι αποκαλούσαν το παλαιό μίνι υποβρύχιο της ΔΥΚ που έχει πλέον αποσυρθεί. Εδώ υπάρχουν δύο κατηγορίες: αυτά που κατακλύζονται από το νερό και τα στεγανά, που είναι και μεγαλύτερα μιας και υποστηρίζουν με αέρα τους επιβαίνοντες. Το πλεονέκτημά τους είναι η μεταφορά περισσότερων του ενός υποβρύχιων καταστροφέων, μαζί με τα υλικά τους, σε μεγαλύτερες αποστάσεις με κύριο μειονέκτημά το ηχητικό και μαγνητικό τους ίχνος, όπως και την αδυναμία προσέγγισης επί της ακτής ως τελική ενέργεια.
Η πληθώρα διατιθέμενων μέσων επιτρέπει στον εκάστοτε διοικητή να επιλέξει ποια μέσα είτε μεμονωμένα, είτε και συνδυαστικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εξασφαλίσουν τις όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκες αφανούς προσέγγισης.
Ειδικά υλικά και ελληνικές ειδικές δυνάμεις
Στις ελληνικές ειδικές δυνάμεις τα πιο εντυπωσιακά μέσα που υπηρέτησαν ήταν τα υποβρύχια ηλεκτρικά οχήματα CE2F/X60 της ιταλικής εταιρίας COS.MO.S. SAS, τέσσερα εκ των οποίων αγοράστηκαν το 1977. Σήμερα έχουν αποσυρθεί και ένα εκτίθεται από το 2020 στο Πολεμικό Μουσείο.
Έκτοτε αν και έγιναν διάφορες προσπάθειες για την απόκτηση αντίστοιχης ικανότητας, δεν ευοδώθηκαν κυρίως για λόγους κόστους. Λόγω της στενής σχέσης που έχουν οι ελληνικές ειδικές δυνάμεις με τις αντίστοιχες αμερικανικές και ειδικά η ΔΥΚ με τους Navy Seals, πάνω στα πρότυπα της οποίας βασίστηκε, ίσως θα ήταν σημαντικό να αξιολογηθεί το αντίστοιχο δόγμα επιχειρήσεων και τα μέσα που χρησιμοποιούνται.
Το κύριο υποβρύχιο όχημα σε αμερικανική χρήση είναι το Seals Delivery Vehicle, ή αλλιώς SDV, το οποίο βρίσκεται σε υπηρεσία από το 1983. Μπορεί να φέρει από νάρκες μέχρι και τορπίλες ως οπλισμό, μεταφέροντας 4 επιβαίνοντες συν δύο άτομα πλήρωμα, σε αποστάσεις 18 μιλίων με μέγιστη ταχύτητα 6 κόμβων.
Η σχεδίαση εξελίσσεται διαρκώς, ενώ έπειτα από την αποτυχία του διάδοχου προγράμματος ASDS, το οποίο υποτίθεται θα παρέδιδε ένα στεγανό υποβρύχιο όχημα για χρήση από τα πυρηνικά υποβρύχια, προωθείται παράλληλα το πρόγραμμα Dry Combat Submersible (φωτοό κάτω), ως ένα στεγανό όχημα με αυξημένες δυνατότητες.
Θα μπορούσε ίσως να διερευνηθεί η δυνατότητα παραχώρησης ή και αγοράς κάποιων από τα παλαιότερα SDV, στα πλαίσια της σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ των μονάδων, κάτι που έχει γίνει φανερό τα τελευταία χρόνια με τις συνεχείς συνεκπαιδεύσεις.
Επιστρέφοντας στα μέσα των ελληνικών ειδικών δυνάμεων, σε ότι αφορά τις αυτόνομες καταδυτικές συσκευές, εδώ και χρόνια κύριος προμηθευτής σε συστήματα κλειστού κυκλώματος είναι η εταιρία Drager, με διάφορα μοντέλα της να βρίσκονται σε υπηρεσία, με υψηλή αξιοπιστία.
Σχετικά με τις ατομικές προωστικές συσκευές, έπειτα από μια περίοδο πειραματισμών αλλά και συμβιβασμών λόγω περιορισμένων πόρων, αποκτήθηκαν επιτέλους συσκευές επιχειρησιακής κατεύθυνσης. Συγκεκριμένα αποκτήθηκε το κορυφαίο σύστημα DIVEJET RD2 της γερμανικής εταιρίας Rotinor. Μπορεί να μεταφέρει μέχρι δύο άντρες μαζί με τα υλικά τους, σε μέγιστη απόσταση 20 χιλιομέτρων με μέγιστη ταχύτητα άνω των 7 χ.α.ω. έχει επιχειρησιακό βάθος χρήσης τα 60 μέτρα, ενώ μπορεί να ριφθεί από εναέριο μέσο, προσδεδεμένο στον αλεξιπτωτιστή και βεβαίως να αφεθεί από τορπιλοσωλήνα υποβρυχίου. Παράλληλα σε οθόνη που διαθέτει, εμφανίζει πληροφορίες πορείας, κατεύθυνσης, κατάστασης συσσωρευτών, ταχύτητας, βάθους κ.α.
Επιπλέον στο οπλοστάσιο των ειδικών δυνάμεων βρίσκονται και παλαιότερα εμπορικού τύπου υποβρύχια σκούτερ, όπως τα Sea Glider της Scubapro και τα Discovery RS της Bonex, τα οποία αν και έχουν περιορισμένες δυνατότητες, αποτέλεσαν μια κάποια λύση σε δύσκολες εποχές.
Με το βλέμμα στο εγγύς μέλλον
Εξαιρετικό ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζουν δύο προϊόντα. Το ένα είναι η νέα αναπνευστική συσκευή της Drager, η LAR 8000, για χρήση σε μικρά βάθη ως κλειστού κυκλώματος ή σε μεγαλύτερα βάθη ως ημίκλειστου. Η απλότητα και η εργονομία της, παρέχει μεγάλη ευκολία στη χρήση της ακόμη και χωρίς ορατότητα.
Το δεύτερο προϊόν είναι αρκετά φουτουριστικό, θα μας απασχολήσει τα προσεχή χρόνια ως ευρύτερη ιδέα και θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη χρήση της αυτόνομης αναπνευστικής συσκευής, αφήνοντας παράλληλα τα χέρια ελευθέρα για την εκτέλεση άλλων ενεργειών, όπως για παράδειγμα την άμεση χρήση του όπλου!
Έτσι το UnderWater JetPack της βρετανικής εταιρίας CudaJet φοριέται στην πλάτη με ειδικό γιλέκο-εξάρτυση, εξασφαλίζει την αθόρυβη υποβρύχια πρόωση για 40 λεπτά, σε βάθη μέχρι 40 μέτρα, με μέγιστη ταχύτητα 10 χ.α.ω. Προφανώς και μια στρατιωτικοποιημένη έκδοση με ισχυρότερους συσσωρευτές θα μπορούσε να δώσει λύσεις σε σημαντικά ζητήματα, καθώς δεν χρειάζεται η εγκατάλειψή του για να συνεχιστεί η αποστολή στην ξηρά. Με βάρος μόλις 15 κιλά μαζί με την εξάρτυση έναντι των 35 του RD2, θέτει νέα στάνταρ στο ζήτημα της φορητότητας.
Ως τελική διαπίστωση θα θέλαμε να πούμε πως η μίξη της εμπορικής φιλοσοφίας με τις αναδυόμενες νέες τεχνολογίες, μπορούν να προσφέρουν προϊόντα- εργαλεία για την εκτέλεση των πλέον απαιτητικών αποστολών σε δύσκολα πεδία επιχειρήσεων. Απαιτείται βέβαια η παρακολούθηση των τάσεων με ανοιχτό μυαλό και σίγουρα η κατάλληλη χρηματοδότηση, η οποία όμως είναι ένα απειροελάχιστο κλάσμα αυτής που απαιτείται για την πρόσκτηση ενός κύριου οπλικού συστήματος. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως η ανθρώπινη παρουσία στα πεδία επιχειρήσεων θα απαιτείται για πολλά χρόνια ακόμη, τι πιο σημαντικό λοιπόν από τη συνεχή ενίσχυση της.