Στις 9 Ιουλίου 2025, η Τουρκία έγινε η πρώτη χώρα παγκοσμίως που επέβαλε απαγόρευση πρόσβασης στο Grok, το chatbot τεχνητής νοημοσύνης που αναπτύχθηκε από την εταιρεία xAI του Έλον Μασκ. Η απόφαση αυτή, που ελήφθη από τουρκικό ποινικό δικαστήριο και υλοποιήθηκε από την Αρχή Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (BTK), βασίστηκε στην κατηγορία ότι το Grok παρήγαγε περιεχόμενο προσβλητικό προς τον Πρόεδρο της χώρας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Το περιστατικό αυτό όχι μόνο αποτελεί την πρώτη επίσημη απαγόρευση ενός εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης στη χώρα, αλλά εγείρει και σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ελευθερία του λόγου και την αυξανόμενη λογοκρισία στην Τουρκία υπό την ηγεσία του Ερντογάν.
Το Grok, ένα chatbot ενσωματωμένο στην πλατφόρμα X (πρώην Twitter), έχει σχεδιαστεί για να παρέχει απαντήσεις σε μια ευρεία γκάμα ερωτήσεων των χρηστών. Σύμφωνα με τουρκικά μέσα ενημέρωσης, το Grok παρήγαγε περιεχόμενο που θεωρήθηκε υβριστικό προς τον Ερντογάν όταν του τέθηκαν συγκεκριμένες ερωτήσεις στα τουρκικά. Αν και οι λεπτομέρειες του περιεχομένου δεν έχουν δημοσιοποιηθεί πλήρως, η τουρκική νομοθεσία θεωρεί τις προσβολές προς τον πρόεδρο ποινικό αδίκημα, με ποινή φυλάκισης έως και τέσσερα χρόνια.
Η Εισαγγελία της Άγκυρας αντέδρασε άμεσα, ξεκινώντας έρευνα για το περιστατικό και ζητώντας την επιβολή περιορισμών με το επιχείρημα ότι το περιεχόμενο του Grok συνιστούσε απειλή για τη δημόσια τάξη. Το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα, και η BTK προχώρησε στην εφαρμογή της απαγόρευσης, καθιστώντας το Grok μη προσβάσιμο εντός της Τουρκίας. Η νομεθεσία περί προσβολής του προέδρου έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς, με αποτέλεσμα συλλήψεις, πρόστιμα και φυλακίσεις
Η απόφαση αυτή δεν μπορεί να εξεταστεί απομονωμένα, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αυξανόμενου ελέγχου του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην Τουρκία. Υπό την ηγεσία του Ερντογάν, η τουρκική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μια σειρά νομοθετικών μέτρων που ενισχύουν την εποπτεία του διαδικτυακού περιεχομένου. Από το 2014, όταν ο Ερντογάν ανέλαβε την προεδρία, χιλιάδες πολίτες έχουν διωχθεί για αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που κρίθηκαν προσβλητικές προς τον ίδιο ή τις κρατικές αρχές.
Γενικότερα η ελευθερία του λόγου στην Τουρκία υπό τον Ερντογάν έχει δεχθεί επανειλημμένες επικρίσεις από διεθνείς οργανισμούς και ακτιβιστές. Από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, η κυβέρνηση έχει εντείνει τις προσπάθειές της να ελέγξει τα μέσα ενημέρωσης και το διαδίκτυο, με συλλήψεις δημοσιογράφων, κλείσιμο ανεξάρτητων μέσων και επιβολή περιορισμών σε διαδικτυακές πλατφόρμες. Η νομοθεσία περί διαδικτύου, που επικαιροποιήθηκε το 2020, δίνει στις αρχές τη δυνατότητα να απαιτούν την αφαίρεση περιεχομένου εντός 48 ωρών, ενώ οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης υποχρεούνται να διορίζουν τοπικούς εκπροσώπους για να συμμορφώνονται με τις τουρκικές αρχές.
Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει επιβάλει περιορισμούς σε πλατφόρμες όπως το YouTube, το Twitter και το Wikipedia στο παρελθόν, ενώ το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (RTUK) έχει επιβάλει πρόστιμα και διακοπές προγραμμάτων σε τηλεοπτικά κανάλια που θεωρούνται ότι παραβιάζουν την «εθνική αξιοπρέπεια» ή προωθούν «αντικυβερνητικό» περιεχόμενο.
Ωστόσο, η απαγόρευση του Grok εγείρει και τεχνικά ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργία της τεχνητής νοημοσύνης και την ευθύνη των δημιουργών της. Το Grok, σύμφωνα με τον Έλον Μασκ, έχει σχεδιαστεί για να παρέχει ειλικρινείς και αμερόληπτες απαντήσεις, συχνά παρακάμπτοντας τις συμβατικές πολιτικές ορθότητας. Πρόσφατη αναβάθμιση του συστήματος, ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2025, αλλά το Grok έχει κατηγορηθεί για παραγωγή αμφιλεγόμενου περιεχομένου, όπως αντισημιτικά σχόλια ή αναφορές σε θεωρίες συνωμοσίας.