Η επικεφαλής του εθνικιστικού Καλού Κόμματος (IYI) της Τουρκίας, Μεράλ Αξενέρ δήλωσε σήμερα πως η συμμαχία των κυριότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν αντανακλά πλέον την εθνική βούληση, στέλνοντας ένα σήμα ότι το κόμμα της θα αποχωρήσει από αυτήν πριν από τις εκλογές του Μαΐου.
Μιλώντας στα γραφεία του κόμματος στην Άγκυρα, η επικεφαλής του IYI Μεράλ Αξενέρ είπε πως τα υπόλοιπα πέντε κόμματα στη συμμαχία πρότειναν ως προεδρικό υποψήφιό τους τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ηγέτη του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), κεντρικού φορέα του παραδοσιακού κεμαλισμού.
Όμως η Αξενέρ είπε πως το κόμμα της δεν μπορεί να τον δεχθεί και πρότεινε αντ΄αυτού ως υποψηφίους το δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου και το δήμαρχο της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς, που προέρχονται αμφότεροι από το CHP, λέγοντας πως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως θα κέρδιζαν με μεγάλη διαφορά απέναντι στον Ερντογάν. “Το έθνος μας βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο, καλώντας σας στο καθήκον”, είπε.
Ωστόσο ο επικεφαλής του CHP υποβάθμισε τη διαφωνία για τους προεδρικούς υποψηφίους, στα πρώτα σχόλιά του μετά τη δήλωση της επικεφαλής του Καλού Κόμματος. “Μην ανησυχείτε, όλες οι πέτρες θα μπουν στη θέση τους” είπε ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Η παραπάνω εξέλιξη αν παγιωθεί και δεν είναι κάποια παροδική έξαρση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των 6 κομμάτων, μπορεί να οδηγήσει σε διάσπαση της αντιπολίτευσης στις επερχόμενες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Όπου υποτίθεται τα πάντα θα κριθούν μεταξύ του Ερντογάν και του κοινού υποψηφίου της αντιπολίτευσης.
Τα 6 κόμματα, δηλαδή το Καλό (IYI) της Ακσενέρ με εθνικιστικές και ακροδεξιές ρίζες, το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) του Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, το συντηρητικό ισλαμικό Κόμμα της Ευτυχίας (SP) του Τεμέλ Καραμολάογλου, το κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα (DP) του Γκιουλτεκίν Ουισάλ, το Κόμμα του Μέλλοντος (GP) με πρόεδρο τον Αχμέτ Νταβούτογλου (τέως πρωθυπουργός επί Ερντογάν, πλέον το κόμμα που ίδρυσε κινείται σε νεοσυντηρητικές αντιλήψεις) όπως και το φιλελεύθερο Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA) με επικεφαλής τον Αλί Μπαμπατσάν (υπήρξε υπουργός και αναπληρωτής πρωθυπουργός επί Ερντογάν) είχαν πάντως καταφέρει να συμφωνήσουν σε κοινή πολιτική πλατφόρμα. Παρουσιάζοντας σειρά θέσεων που ουσιαστικά ανατρέπουν όλη την «εικοσαετία Ερντογάν» και κυρίως τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που αυτός είχε πετύχει για να ενισχύσει ιδιαίτερα τις προεδρικές εξουσίες.
Η συμμαχία αυτή των κομμάτων -που μεταξύ τους έχουν τεράστιες ιδεολογικές διαφορές- είναι βέβαια λύση ανάγκης, για να ξηλωθεί η μονοκρατορία Ερντογάν, η οποία αν συνεχιστεί θα είναι και η μακροβιότερη της τουρκικής ιστορίας (ορκίστηκε για πρώτη φορά πρωθυπουργός το Μάρτιο του 2003).
Από την πλευρά του Τούρκου Προέδρου, ο μεγάλος σεισμός στην νοτιοανατολική Τουρκία ανέτρεψε πλήρως τον εκλογικό του σχεδιασμό ο οποίος περιστρεφόταν γύρω από 3 άξονες. Ο πρώτος ήταν επικεντρωμένος στην παρουσίαση φέτος -χρονιά που εορτάζεται η εκατονταετηρίδα της σύγχρονης Τουρκικής δημοκρατίας- των επιτευγμάτων της σε κάθε τομέα. Έτσι είχαν προγραμματιστεί μεγάλες γιορτές, εκθέσεις, εγκαίνια, παρουσιάσεις νέων εθνικών οπλικών συστημάτων (π.χ. πρώτη εμφάνιση του «τουρκικού μαχητικού 5ης γενιάς»), ώστε να πειστεί το κοινό για την λαμπερή πορεία της χώρας που συνεχίζεται, με στόχο σε λίγα χρόνια η Τουρκία να έχει γίνει μια από τις 10 κορυφαίες οικονομικά χώρες στον πλανήτη. Ο δεύτερος άξονας ήταν μια παροχολογία που θα ανακούφιζε τα λαϊκά στρώματα από τον πληθωρισμό. Και ο τρίτος, θα ήταν ένα αφήγημα «Τουρκικής μοναξιάς», που την εχθρεύεται η δυτική διεθνής κοινότητα, την υπονομεύουν οι ΗΠΑ, αλλά «αυτή θα καταφέρει να ευημερήσει και να διεκδικήσει τον κορυφαίο περιφερειακό της ρόλο».
Η διαδρομή αυτή τώρα δεν μπορεί να συνεχιστεί μόνο με αυτή την λογική, αλλά σίγουρα τα κύρια στοιχεία της παραμένουν. Η παροχολογία πλέον έχει γίνει αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η τεράστια καταστροφή από τον σεισμό, η παρουσίαση της «μεγάλης Τουρκίας που πετυχαίνει οικονομικά και τεχνολογικά θαύματα» σίγουρα θα γίνει όπως περίπου είχε προγραμματιστεί γιατί υπάρχει ανάγκη για “καλά νέα”, ενώ το αφήγημα της «κακής Δύσης» θα υποχωρήσει αρκετά, γιατί πλέον από εκεί ευελπιστεί το καθεστώς να εισπράξει βοήθεια και επενδύσεις.
Ο Ερντογάν πάντως επιμένει να γίνουν εκλογές στις 14 Μαΐου, σε ένα έτσι κι αλλιώς ασφυκτικό πολιτικό κλίμα, όπου και η αντιπολίτευση φαίνεται πως δεν είναι ακόμη έτοιμη και συσπειρωμένη, αλλά και το δικό του κόμμα έχει τραυματιστεί πολύ από τον σεισμό και την κρατική διαφθορά και ανικανότητα που εκεί αποκαλύφθηκε. Με «συγχωροχάρτια» για ανέγερση επισφαλών πολυκατοικιών, με προώθηση φιλικών στην κυβέρνηση κατασκευαστών, με χτίσιμο ασύδοτο σε κάθε σημείο, χωρίς ελέγχους. Η νοτιοανατολική Τουρκία μάλιστα που επλήγη, είναι «κάστρο» του Ερντογάν, οπότε εκεί θα δώσει σημαντικό αγώνα για να κερδίσει ψήφους, με ήδη υποσχέσεις για χτίσιμο χιλιάδων νέων σπιτιών μέσα σε ένα έτος.
Πάντως παρά την κρίση, ο Ερντογάν έστω και με μικρή διαφορά προηγείται ακόμη στις δημοσκοπήσεις. Το 2018, στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, ο Ερντογάν είχε κερδίσει με 52,6% τον αντίπαλο του Μουχαρέμ Ιντζέ του Ρεπουμπλικανικού κόμματος (30,6%), με τον Ντεμιρτάς του Κουρδικού κόμματος να παίρνει 8,4% και την Ακσενέρ 7,3%. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές της ίδιας χρονιάς, το AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) του Ερντογάν πήρε 42,56%, το Ρεπουμπλικανικό 22,65%, το Κουρδικό (HDP) 10,76%, το Εθνικιστικό του Μπαχτσελί 11,1% (συνεργάστηκε στη συνέχεια με τον Ερντογάν) και το Καλό της Ακσενέρ 9,96%. Έκτοτε υπήρξε πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης, με πολλές μετακινήσεις, συμμαχίες και περιστασιακές συνεργασίες.
Αντέχει ο Ερντογάν στις δημοσκοπήσεις, παρά την κατακραυγή για το σεισμό
Αξίζει πάντως να σημειωθεί το ισχυρότατο -έως και πάνω από 20%- εκλογικό μερίδιο των πολύ σκληρών εθνικιστικών-ισλαμικών κομμάτων (κυρίως του Μπαχτσελί που είναι μαζί με τον Ερντογάν και της Ακσενέρ που ανήκε στο κόμμα του Μπαχτσελί, αλλά αποχώρησε το 2016 και τώρα έχει στραφεί εναντίον του). Τα οποία επηρεάζουν σημαντικά την πολιτική σκηνή και σαφώς προδιαθέτουν για ακόμη πιο επιθετική στάση έναντι της Ελλάδας.
Κάτι που ως πολιτική έχει απήχηση και στα κεντροδεξιά κόμματα, ίσως όχι με την ερντογανική ρητορεία, αλλά ως μια κοινά αποδεκτή αντίληψη ότι το μέλλον της Τουρκίας περνά μέσα από την θαλάσσια επέκταση της, όπου «πέφτει» υποχρεωτικά πάνω στην Ελλάδα. Εκεί το «όραμα» περί Mavi Vatan, δηλαδή της «Γαλάζιας Πατρίδας» που περιγράφει την Τουρκία θαλασσοκράτειρα να κυριαρχεί στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει ευρεία απήχηση και κολακεύει όλα τα πολιτικά ακροατήρια με την απλότητα και μαξιμαλισμό του. Με λίγα λόγια, και χωρίς και με Ερντογάν, η Ελλάδα δεν έχει ιδιαίτερο λόγο να ελπίζει σε μακροπρόθεσμη και ριζική αλλαγή πολιτικής της Άγκυρας, παρά μόνο σε επίπεδο ύφους και εκφοράς. Κι αυτό παρά την ανάπαυλα (καλοδεχούμενη σαφώς) που έφερε ο σεισμός και η σε κοινωνικό/συναισθηματικό επίπεδο επαναπροσέγγιση των δύο λαών.