Είναι αυτή τη στιγμή το δεύτερο σε πωλήσεις παγκοσμίως μη επανδρωμένο οπλισμένο αεροσκάφος (UCAV). Είναι τουρκικής κατασκευής, της εταιρίας Baykar, και τους τελευταίους μήνες σημειώνει και εξαγωγικές επιτυχίες με συνολικά πάνω από 160 να έχουν κατασκευαστεί και δεκάδες άλλα να είναι σε παραγγελία. Μιλάμε βέβαια για το Bayraktar TB2.
Τι ακριβώς συμβαίνει με αυτό το αεροσκάφος; Γιατί έχει τέτοια επίδοση σε πωλήσεις με την Πολωνία να έχει μόλις παραγγείλει 24 (η πρώτη νατοϊκή χώρα που το αγοράζει), το Μαρόκο να έχει παραγγείλει πριν λίγες εβδομάδες 13, να το διαθέτει η Ουκρανία και να έχει δημιουργήσει τοπική γραμμή παραγωγής, να το έχει το Αζερμπαϊτζάν και το Κατάρ και να το συζητούν χώρες όπως η Ουγγαρία, η Σερβία και το Καζακστάν;
Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη και πρέπει να την δούμε αναλυτικά. Αρχικά το Bayraktar βρήκε ως σχεδίαση ένα κενό στην αγορά των οπλισμένων drone, το οποίο εκμεταλλεύθηκε δεόντως. Έτσι τόσο σε δυτική όσο και σε ανατολική προσέγγιση, οι μεγάλες χώρες-κατασκευαστές είχαν επικεντρωθεί σε μεγάλου μεγέθους και υψηλού κόστους σχεδιάσεις όπως το αμερικανικό MQ-9 Reaper ή τα κινεζικά Wing Loon και CH-3 και 4, ενώ οι έρευνες (όπως π.χ. για το ευρωπαϊκό Neuron, το Taranis της BAE, το Barracuda της EADS) είχαν στραφεί σε ακόμη πιο ακριβά και υψηλών επιδόσεων μοντέλα. Έτσι στη μεσαία κατηγορία μεγέθους και κόστους, όπου το ωφέλιμο φορτίο θα ήταν 100-200 κιλά, ουσιαστικά δεν υπήρχε κάτι αποδοτικό και σε μαζική παραγωγή ή εύκολα προσβάσιμο χωρίς “βάρη” διεθνών ισορροπιών.
Στη συνέχεια, το συγκεκριμένο UCAV στηρίχθηκε από το τουρκικό κράτος που το ψώνισε μαζικά, με πάνω από 120 μονάδες από όλους τους κλάδους του. Η στήριξη αυτή είχε και στοιχεία διαφήμισης για την ανάδειξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, μπορεί να είχε και στοιχεία νεποτισμού (η κατασκευάστρια Baykar είναι οικογενειακή εταιρία και ο ένας γιός του ιδρυτή, ο Selcuk, ο τεχνικός «εγκέφαλος» της εταιρίας, είναι παντρεμένος με κόρη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν). Πέρα όμως από αυτά τα ιδιόρρυθμα, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και επένδυσαν και αξιοποίησαν το Bayraktar TB2 σε πραγματικές συνθήκες, τόσο κατά των Κούρδων ανταρτών στην Ανατολία, όσο και στην συριακή τους περιπέτεια αλλά και στη Λιβύη. Έτσι το αεροσκάφος «έγραψε» πολλές ώρες στον αέρα, με τουρκικά ΜΜΕ να αναφέρουν ότι αυτές πλέον έχουν φθάσει τις 320.000 (από όλους τους χρήστες) αλλά και αρκετές από αυτές μάχιμες, τόσο σε ρόλους παρατήρησης, κατάδειξης στόχων αλλά και κρούσης. Έτσι το Bayraktar κατάφερε να είναι το δεύτερο πιο δοκιμασμένο σε συνθήκες μάχης UCAV παγκοσμίως, μετά βέβαια από τα μοντέλα της General Atomics (Predator-Reaper) που όμως είναι άλλης, υψηλότερης, κατηγορίας.
Selcuk Bayraktar: Γαμπρός του Ερντογάν και «πατέρας» των τουρκικών drones
Το τρίτο στοιχείο: Η τουρκική αμυντική βιομηχανία πόνταρε στο Bayraktar παράγοντας οπλισμό για αυτό, όπως τους ελαφριούς πυραύλους της οικογένειας MAM από τη Roketsan ή τις ρουκέτες Cirit, αλλά και ηλεκτρονικά, όπως τον πυργίσκο με κάμερες και κατάδειξη laser CATS της Aselsan. Αυτό βέβαια δεν έγινε στιγμιαία, αλλά από την παρουσίαση του το 2014, το Bayraktar ωρίμαζε ως σχεδίαση και κυρίως ως προσφερόμενο «πακέτο»: σκάφους, οπλισμού, ηλεκτρονικών και δυνατότητας ανάληψης πολλαπλών ρόλων.
Τέταρτο στοιχείο, η τιμή. Η οποία εκτιμάται (δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία καθώς όπως κάθε αμυντικό σύστημα έχει κόστη αρχικής αγοράς και ενσωμάτωσης) κάτω από τα 5 εκατομμύρια δολάρια ανά μονάδα. Κόστος που δεν είναι εξωφρενικό για τις επιδόσεις, με δυνατότητα 24ης περιπολίας, κατάδειξης στόχων και προσβολής τους.
ΑΠΟΨΗ: Τα TB2 Bayraktar και ο MAM-L, θανάσιμοι κίνδυνοι για το Πολεμικό μας Ναυτικό
Σημαντικό δεδομένο πρέπει να είναι και η τουρκική ευελιξία στις πωλήσεις. Χωρίς π.χ. την αμερικανική γραφειοκρατία, είναι εμφανές ότι η κατασκευάστρια εταιρία αναζητά πωλήσεις παντού (με τη στήριξη του τουρκικού κράτους που το έχει κάνει και εξαγωγική του «σημαία») και προσφέρει εναλλακτικές στην προμήθεια του, με τοπικές γραμμές παραγωγής, ή προσαρμογής στις επιθυμίες του πελάτη.
Τελικό στοιχείο; Η επίδοση του στον περυσινό πόλεμο Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Στην κυνικότητα και σκληρότητα του πολέμου, το Bayraktar βρήκε τη διεθνή διαφήμιση καθώς σε ελάχιστες μέρες ο παγκόσμιος Τύπος γέμισε με αναφορές σε αυτό. Με εικόνες και βίντεο καταστροφής ρωσικής τεχνολογίας αρμάτων και τεθωρακισμένων, αντιαεροπορικών, πυροβολαρχιών, φαλάγγων φορτηγών, οχυρών θέσεων. Και όσο και να συνυπολογίσει κανείς πως τα περισσότερα από τα συστήματα της Αρμενίας που εξουδετερώθηκαν από το τουρκικό drone ήταν παλαιάς τεχνολογίας, ξεπερασμένα, ενός στρατού χωρίς σύγχρονη οργάνωση και υποδομές, η αίσθηση που δόθηκε ήταν σαφής: Το συγκεκριμένο UCAV «δουλεύει». Κάτι που στην αγορά οπλικών συστημάτων έχει αξία μιας και είναι γεμάτη από προσφορές όπλων, τεράστιου κόστους και εξωφρενικών απαιτήσεων, που όμως κανείς δεν ξέρει πως θα αποδώσουν σε ένα πεδίο μάχης. Ενώ βέβαια δεν έχει εκλείψει ποτέ η ανάγκη για συστήματα που θα προσφέρουν σε συγκρούσεις με μεσαίο ή και χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο.
Κάπως έτσι με μεσαίες αλλά αξιοπρεπείς επιδόσεις για τη κατηγορία του, το Bayraktar TB2 ακολούθησε μια διαδρομή επιτυχίας. Η οποία βέβαια δεν ήταν χωρίς πολλές αστοχίες. Δεκάδες από αυτά έχουν καταρριφθεί σε Λιβύη, Συρία και Αζερμπαϊτζάν. Άλλοτε έχουν αποτύχει απέναντι σε απλούς αντιαεροπορικούς πυραύλους, άλλοτε είχαν ατυχήματα, άλλοτε έπεσαν θύματα κακού χειρισμού από χρήστες με ελλιπή εκπαίδευση και τεχνογνωσία. Το θέμα είναι πως στη κλάση του Bayraktar, των μεσαίων MALE (μεσαίου υψομέτρου, μεγάλης εμβελείας), το σκάφος και στο κόστος που προσφέρεται θεωρείται αποδεκτή απώλεια, πόσο μάλλον όταν δεν κινδυνεύει προσωπικό. Καθώς το πλεονέκτημα που προσφέρει, κυρίως επιτήρησης του πεδίου μάχης συν την κρούση ακριβείας, μπορεί να θίξει πολλαπλάσιας αξίας στόχους αλλά και να απασχολήσει μεγάλο μέρος του εχθρικού αντιαεροπορικού δυναμικού. Όπως βέβαια και να «φρενάρει» συνολικά μια προέλαση ή μετακίνηση εφοδίων, καθώς αυτή θα γίνεται υπό την απειλή του.
Η κριτική για το Bayraktar; Επικεντρώνεται σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι πως παρά την τουρκική τεχνογνωσία, αποτελεί μια σύνθεση ξένων εξαρτημάτων (π.χ. κινητήρας της Rotax, πυργίσκος κατάδειξης της Wescam, γυροσκόπιο της Grumman, επικοινωνίες της Garmin κ.ο.κ.). Η κριτική αυτή όμως είναι μάλλον επιφανειακή. Σήμερα τα περισσότερα αμυντικά συστήματα είναι μια τέτοια «σύνθεση» από τρίτες εταιρίες. Το ζήτημα είναι πως η επιτυχημένη συναρμογή όλων αυτών σε ένα λειτουργικό σύστημα δεν είναι εύκολη. Με απλά λόγια ένα UCAV ή ένα άρμα μάχης ή ένα τεθωρακισμένο δεν είναι ένα… LEGO που το συναρμολογείς εφόσον έχεις τα «τουβλάκια» διαθέσιμα. Χρειάζονται χιλιάδες ώρες μελέτης και δοκιμών, σχεδίασης και επανασχεδίασης, ενώ ο πυρήνας ενός UCAV είναι το λογισμικό τηλεκατεύθυνσης και ημιαυτόνομης λειτουργίας του, οι σχετικές ρουτίνες, η ευχρηστία τους και η δυνατότητα εξέλιξης τους. Στοιχεία δηλαδή που ξεπερνούν την εισαγόμενη προστιθέμενη αξία. Ταυτόχρονα η Τουρκία έχοντας πλέον μπροστά της δυσκολίες εισαγωγής υλικών λόγω εμπάργκο ήδη εξελίσσει (ή αναζητά) εναλλακτικές λύσεις κινητήρων και ηλεκτρονικών, άρα μάλλον θα μπορεί να «τουρκοποιεί» συνεχώς το συγκεκριμένο αεροσκάφος.
Η δεύτερη κριτική για το Bayraktar είναι πιο ουσιαστική. Και επικεντρώνεται στο ότι πλέον δείχνει και αυτό τα όρια των δυνατοτήτων του. Παραμένει μεν ένα επιτυχημένο σε πωλήσεις και με εξαγωγές ΜΑLE, αλλά δεν μπορεί να τα κάνει όλα. Π.χ. η πρόθεση των Τούρκων να εξοπλίσουν το ελαφρύ αεροπλανοφόρο τους Anadolu με δεκάδες Bayraktar σε μια πιο «βαριά» εκδοχή του, είναι εμφανώς μια λύση ανάγκης. Το ότι ο συνδυασμός πολλών μη επανδρωμένων σκαφών με ένα ελαφρύ αεροπλανοφόρο θα είναι σίγουρα μια απειλή, αυτό δεν υποκαθιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση τα επανδρωμένα μαχητικά. Επίσης το Bayraktar σε λίγα χρόνια θα αντιμετωπίσει ανταγωνισμό καθώς στη κλάση βάρους-κόστους του θα εμφανιστούν και άλλα, πιο σύγχρονα UCAV, κατά πάσα πιθανότητα από Ρωσία, Ινδία, Ουκρανία και Κίνα.
Το τουρκικό ελικοπτεροφόρο Anadolu θα μεταφέρει έως 50 UCAV Bayraktar TB3
Παρόλα αυτά, το Bayraktar, αν θέλουμε να το δούμε ψύχραιμα είναι ένα σημαντικό βήμα για την τουρκική αμυντική βιομηχανία. Το «έχτισε», το δοκίμασε, το στήριξε εθνικά, το αξιοποίησε σε συνθήκες μάχης, το βελτίωσε, έμαθε από αυτό, προχώρησε σε πιο σύνθετα επόμενα μοντέλα (όπως π.χ. το Akinci), το προσέφερε στη διεθνή αγορά ως ένα αξιόλογο πακέτο τιμής-δυνατοτήτων, σκόπευσε σε ένα κενό της και το κάλυψε. Μια διαδικασία που κράτησε χρόνια, είχε λοξοδρομήσεις αλλά τώρα ανταμείβεται με νέες πωλήσεις και κυρίως δημιουργώντας ένα όνομα στην παγκόσμια αγορά και ένα πελατολόγιο που έχει σημαντικές πιθανότητες να κρατήσει και να εκμεταλλεύεται για αρκετά ακόμη χρόνια.