Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ακόμη -από μια μακριά σειρά- προβοκατόρικη δήλωση Τούρκου αξιωματούχου σε ότι αφορά την Ελλάδα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ας δούμε όμως τι ακριβώς είπε χθες ο Τούρκος υπουργός Εθνικής Άμυνας Χουλουσί Ακάρ μιλώντας σε εκδήλωση παρασημοφορήσεων.
Ξεκινώντας το σχόλιο του για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο Ακάρ ξεκίνησε διπλωματικά λέγοντας πως «οι διεθνείς συνθήκες είναι η μέθοδος ειρηνικής επίλυσης των διαφωνιών, μέσω διαπραγμάτευσης και διαλόγου σε πλαίσιο καλής γειτονίας». Για να συνεχίσει όμως καταγγέλλοντας την Ελλάδα και «κάποιους πολιτικούς της που συνεχίζουν τις ιδιαίτερα επιθετικές τους ενέργειες και τη ρητορική, ενώ θέλουν να παρουσιάσουν την Τουρκία ως επεκτατική και με παράλογες διεκδικήσεις».
Για να καταλήξει στο Καστελόριζο το οποίο απέχει «…1.950 μέτρα από την Τουρκία. Το όριο στην Σχολή Αξιωματικών της Τουρκίας είναι κολύμβηση 2.000 μέτρων. Άρα πάμε και κολυμπώντας. Αυτό το νησί είναι 10 τετραγωνικά χιλιόμετρα και διεκδικεί 40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα για ΑΟΖ. Όταν εμείς λέμε «όχι» σε αυτό τότε μας χαρακτηρίζουν «επεκτατικούς». Περιμένουμε να καταλάβουν ότι δεν κερδίζουν κάτι με αυτές τις πράξεις και αυτή τη ρητορική. Τους περιμένουμε στην Άγκυρα για τον επόμενο γύρο σύσκεψης για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Θέλουμε οι λαοί των δύο χωρών να συνεχίσουν να ζουν με ασφάλεια και ευημερία. Αλλά αυτή η δήλωση μας δεν πρέπει να παρεξηγηθεί ως αδυναμία».
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2021/12/1080.jpg)
Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Τη γνωστή «μικτή» τουρκική γλώσσα όπου το τυπικά διπλωματικό και πασιφιστικό περιεχόμενο συμπλέκεται -άτεχνα- με την χοντροκομμένη «ατάκα» -πρόκληση, κάτι που εδώ και καιρό είναι η σύγχρονη διπλωματία της Τουρκίας. Που έχει και αυτή τις διακυμάνσεις της σε διατυπώσεις, σε ένταση και σε μηνυματοδοσία. Η τρέχουσα πάντως ρητορική, συντονισμένη με την περίπου εξαετή ερντογανική επιθετική εξωστρέφεια (με σημείο έναρξης την τουρκική επέμβαση στη Συρία to 2016) έχει σε μεγάλο βαθμό κυρίως εσωτερικό ακροατήριο. Το τελευταίο πρέπει ίσως να το τονίσουμε γιατί στην Ελλάδα υπάρχει μια -δικαιολογημένη- ευαισθησία στις εκάστοτε τουρκικές μεγαλοστομίες, αλλά αυτό είναι μάλλον λάθος. Καθώς η Τουρκική πολιτική έναντι της Ελλάδος δεν έχει αλλάξει σημαντικά εδώ και πολλά χρόνια, και μάλλον στον πυρήνα της ίσως δεν έχει αλλάξει και καθόλου από την εποχή Τσιλέρ (περίπου από το 1995) όπου η νέα γενιά πολιτικών της χώρας (Τσιλέρ, μετά Γιλμάζ, Γκιούλ και Ερντογάν) άρχισε να αναλαμβάνει τα ηνία από την γενιά του «Κυπριακού» (Ετσεβίτ, Ντεμιρέλ, Οζάλ, Ερμπακάν).
Έτσι είτε η Τουρκία διατυπώνει «κομψά» τη διεκδίκηση της, είτε με το λαϊκίστικό βερμπαλισμό του Ακάρ (φέτος μόνο έχουμε ακούσει άλλα και άλλα από επίσημα τουρκικά χείλη, από το «σας ρίξαμε στη θάλασσα το ‘22», μέχρι το «τα μεταχειρισμένα αεροσκάφη που παίρνετε δεν θα σας σώσουν»), είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως εκφράζουν την ίδια λογική και ανάλυση. Προφανώς η δεύτερη φρασεολογία, τύπου Ακάρ είναι αυτή που εξοργίζει περισσότερο αλλά η ουσία παραμένει ίδια και δεν έχουμε κανένα λόγο να «τσιμπάμε» στο δόλωμα.
Το γιατί όμως η Τουρκία τον τελευταίο καιρό έχει εντείνει τη λαϊκίστική-προκλητική εκφορά του λόγου της σε ότι αφορά τα ελληνοτουρκικά είναι ενδιαφέρον. Σε πρώτη ανάγνωση, αυτό είναι για να συντηρήσει σε μεγάλο μέρος του τουρκικού πληθυσμού την ανθελληνική έξαρση και αντιπαλότητα, μια πάγια συνισταμένη της τουρκικής ταυτότητας, όπως τουλάχιστον αυτή ορίζεται στην συντηρητική-εθνοκεντρική της σύσταση. Αυτό είναι έως και απαραίτητο για ένα κόμμα όπως αυτό του Ερντογάν, που στηρίζεται από πλευράς ψήφων κυρίως σε αυτό το συντηρητικό πλήθος που έχει δυο σταθερούς πυλώνες πίστης, το Ισλάμ και τον παντουρκισμό-εθνικισμό.
Η επόμενη ανάγνωση όμως είναι ίσως πιο ενδιαφέρουσα καθώς το κόμμα του Ερντογάν φαίνεται να προσπαθεί να καλλιεργήσει μια αφήγηση περί «μη αναστρέψιμης πορείας προς τη σύγκρουση» με την Ελλάδα. Καθώς η εσωτερικής στόχευσης ρητορική ουσιαστικά μεταδίδει στο ερντογανικό ακροατήριο το σύνθημα ότι η Τουρκία έχει «ήδη απώλειες», ήδη περιορίζεται από την «επιθετική» Ελλάδα, ήδη έχει χάσει τα «νησιά του Αιγαίου» (που υποτίθεται ανήκουν στην Άγκυρα). Η διάκριση εδώ είναι λεπτή αλλά εμφανής: η Τουρκία που αυτοπροβάλλεται ως ήδη «πιεσμένη» από την ξένη επιθετικότητα, όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των ΗΠΑ και άλλων περιφερειακών χωρών, με την επέκταση της ίδιας λογικής τώρα «οφείλει να αντιδράσει».
Να μια ακόμη σχετική ατάκα του Ακάρ στη χθεσινή τελετή: «Η Ελλάδα προσπαθεί να πετύχει την υπεροχή επί της Τουρκίας με εξοπλισμούς, με την ενθάρρυνση και τις προκλήσεις και άλλων χωρών. Αυτό όμως είναι μια μάταιη προσπάθεια».
Αμερικανικό Πεντάγωνο: Διώχνουμε την Τουρκία από το πρόγραμμα των F-35 “με σεβασμό”
Έτσι η τρέχουσα ρητορική αρχίζει να απέχει από την εξωστρεφή εκείνη θεωρία περί «Γαλάζιας Πατρίδας» που προέτρεπε την Τουρκία να διεκδικήσει τα «ιστορικά και γεωπολιτικά» δικά της στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπου εκεί το επιχείρημα ήταν στη βάση πως δεν μπορεί μια τόσο ισχυρή χώρα να περιορίζεται σε τόση μικρή θαλάσσια έκταση και επιρροή. Πλέον το εξωστρεφές επιχείρημα αυτό γίνεται εσωστρεφές, είναι οι «απέναντι που μας στερούν, όχι απλώς τη λόγω γεωπολιτικής βαρύτητας επέκταση μας, αλλά και τα κεκτημένα μας». Τα οποία για την τουρκική ανάλυση είναι στην περίπτωση του Καστελόριζου η ελληνική διεκδίκηση για ΑΟΖ στην πλήρη έκταση των 200 μιλίων, στην Κύπρο είναι η εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων από την Κυπριακή Δημοκρατία, στο Αιγαίο είναι μια σειρά από νησιά και νησίδες που «κακώς κατέχει η Ελλάδα» κ.ο.κ.
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Ίσως όχι κάτι περισσότερο από την αναμονή μιας εκ νέου κορύφωσης της ελληνοτουρκικής έντασης, που έχουμε δει τόσες φορές να εξελίσσεται, και πάντα με τουρκική πρωτοβουλία. Αλλά ας κρατήσουμε στη σκέψη μας πως αυτή την περίοδο η Τουρκία αισθάνεται αρκετά ισχυρή -ακόμη- στην γειτονία μας, ανησυχεί για τις δικές μας κινήσεις εξοπλισμού που όμως είναι σε εξέλιξη και δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί, ενώ «διδάσκεται» από τις εξελίξεις στην Ουκρανία: όπου ΗΠΑ και Βρετανία και γενικότερα το ΝΑΤΟ δηλώνουν σε κάθε τόνο πως «δεν θα επέμβουν στρατιωτικά» σε ρωσική επίθεση, αντίθετα θα επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις. Ένα πολύ κακό παράδειγμα δηλαδή για το πως μια ισχυρή (ή έστω στο φαντασιακό της ισχυρή) χώρα μπορεί να τολμήσει το χειρότερο χωρίς να περιμένει ουσιαστική αντίδραση παρά μόνο την οικονομική επίπληξη…
H Τουρκία απέτρεψε κερδοσκοπικά παιχνίδια εναντίον της δηλώνει ο Ερντογάν