Το ιδιαίτερο πολύπλοκο σύστημα κρατικής οργάνωσης των ΗΠΑ έχει δημιουργήσει και μια σειρά από αντιφατικές εκτιμήσεις για το τι ακριβώς συμβαίνει με τις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, λόγω της προμήθειας των S-400. Κάτι που εντάθηκε με την ανακοίνωση Τραμπ χθες (23 Δεκεμβρίου) ότι ασκεί βέτο στον αμυντικό προϋπολογισμό που μόλις είχε ψηφιστεί από το Κογκρέσο, προϋπολογισμό που περιλαμβάνει κυρώσεις κατά της Τουρκίας.
Ας επιχειρήσουμε να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο
Αρχικά, η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε στις 14 Δεκεμβρίου φέτος τις σχετικές κυρώσεις. Αυτές ήταν δύο τύπων: Προσωπικές (με συμβολική κυρίως σημασία) κατά των στελεχών της SSB, δηλαδή της διεύθυνσης αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκικής Προεδρίας, η οποία διαχειρίζεται σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών τουρκικών οπλικών συστημάτων και συντονίζει την εγχώρια παραγωγή. Ο δεύτερος τύπος των κυρώσεων όμως ήταν ο σημαντικός, καθώς επέβαλε απαγορευτικούς όρους στη εξαγωγή και παραγωγή οπλικών συστημάτων στην Τουρκία. Καθώς έθεσε απαγορεύσεις στη χρήση σε αυτά αμερικανικής πατέντας και προέλευσης συστημάτων, ενώ μπλόκαρε τη διεθνή δανειοδότηση για την αγορά, εξέλιξη ή έρευνα τους.
Κι όμως, οι Αμερικανικές κυρώσεις “τσακίζουν” την Τουρκία και τις ένοπλες δυνάμεις της
Είμαστε ικανοποιημένοι λοιπόν με αυτές τις κυρώσεις; Η απάντηση είναι «ναι μεν αλλά». Ναι γιατί η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις επιλογές της, και αναγκάζει τον μεγάλο σύμμαχο της, τις ΗΠΑ, να την πιέσουν ανοιχτά και σε καίριο σημείο. Το «αλλά» όμως το λέμε καθώς οι κυρώσεις αυτές ήταν σε θεσμικό επίπεδο μια διοικητική απόφαση, δηλαδή μπορούσαν να αρθούν πάλι με απόφαση του εκάστοτε Αμερικανού Προέδρου. Και βεβαία πρέπει να εκτιμήσουμε πως επί προεδρίας Τραμπ, η αντίδραση εξελισσόταν αργά, με τις βαριές κυρώσεις να έρχονται κυριολεκτικά στο «παρά πέντε», πριν τον διαδεχθεί ο Τζο Μπάιντεν.
Γιατί είναι σημαντικό οι κυρώσεις να γίνουν νόμος
Ταυτόχρονα όμως με την καθυστερημένη αντίδραση της κυβέρνησης Τραμπ, σε ένα άλλο πυλώνα της αμερικανικής εξουσίας, στα νομοθετικά της σώματα, διεξάγονταν η συζήτηση για τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ για την επόμενη χρονιά. Και εκεί, στα άρθρα 1241 και 1242, θεσμοθετούνταν οι κυρώσεις για την Τουρκία. Με κρίσιμες όμως διαφορές: Οι κυρώσεις αυτές είναι πιο αυστηρές όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, αλλά και γίνονται υποχρεωτικές για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ ενώ προβλέπεται σαφές πλαίσιο για την άρση τους. Και είναι αυτή η νομοθετική πρόβλεψη που πίεσε την κυβέρνηση Τραμπ να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία στα μέσα Δεκεμβρίου.
Τι προβλέπεται λοιπόν στον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ (NDAA): Αρχικά στο άρθρο 1241 σαφώς ορίζεται πως η αγορά S-400 αποτελεί μια σημαντική συμφωνία που υπάγεται στον σχετικό νόμο περί κυρώσεων κατά των αντιπάλων των ΗΠΑ (CAATSA). Με βάση αυτή τη διαπίστωση προβλέπεται πως «εντός 30 ημερών από τη ψήφιση αυτού του νόμου (του αμυντικού προϋπολογισμού), ο Πρόεδρος των ΗΠΑ θα επιβάλλει 5 ή και περισσότερες από τις κυρώσεις που περιγράφονται στη νομοθεσία CAATSA, κατά προσώπων που έχουν εμπλακεί στην προμήθεια των S-400». Η άρση αυτών των κυρώσεων τώρα γίνεται μόνο ένα χρόνο μετά την εφαρμογή τους και εφόσον ο Πρόεδρος των ΗΠΑ παρουσιάσει στις αρμόδιες επιτροπές του Κογκρέσου αποδείξει ότι:
- Η Τουρκία, ή οποιοσδήποτε δρα για λογαριασμό της, δεν έχει πλέον στην κατοχή της το σύστημα S-400
- Το S-400 δεν λειτουργεί ή συντηρείται εντός της Τουρκίας από Ρώσους ή από πρόσωπα που δρουν για λογαριασμό της Ρωσίας
- Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει λάβει αξιόπιστες διαβεβαιώσεις από την Τουρκική κυβέρνηση πως η τελευταία δεν θα αναμιχθεί, ή δεν θα επιτρέψει την ανάμιξη κανενός προσώπου για λογαριασμό της, σε προσπάθεια επαναγοράς του συστήματος S-400 ή διάδοχου του.
Οι σχετικές επιτροπές που θα επιβλέπουν αυτές τις κυρώσεις είναι οι Εξωτερικών Σχέσεων και Ενόπλων Δυνάμεων και των δύο αμερικανικών νομοθετικών σωμάτων, δηλαδή της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Πως ο Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι υποχρεωμένος να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία, πως οι κυρώσεις διαρκούν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και πως η άρση τους εξαρτάται από σκληρούς όρους για την Τουρκία, η οποία στην ουσία πρέπει να απαλλαγεί από τους S-400.
Είναι προφανές λοιπόν πως η νομοθετική αυτή πρόβλεψη είναι πιο αυστηρή για την Τουρκία και ελέγχεται πλέον από το Κογκρέσο, εκεί δηλαδή που υπάρχουν γνωστοί πολέμιοι της προμήθειας των S-400, που δεν είναι πρόθυμοι να αφήσουν την Άγκυρα να συνεχίσει το παιχνίδι της με τη Μόσχα.
Επίσης, στο επόμενο άρθρο του NDAA, το 1242, επεκτείνεται χρονικά και αυστηροποιείται η ισχύ των κυρώσεων κατά των αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream 2 και TurkStream, κυρώσεις που προβλέπονταν και στον περυσινό προϋπολογισμό. Οι δύο αυτοί αγωγοί ξεκινούν από τη Ρωσία και κατευθύνονται στην Ευρώπη, ενώ ειδικά ο TurkStream διασχίζει τη Μαύρη Θάλασσα και φθάνει στην ευρωπαϊκή Τουρκία με επεκτάσεις προς Βουλγαρία-Κεντρική Ευρώπη και προς Ελλάδα.
Η μάχη νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στις ΗΠΑ
Πρέπει να τονίσουμε βέβαια πως ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ συντάσσεται από τα κοινοβουλευτικά σώματα της χώρας σε διαρκή συνεννόηση και διαπραγμάτευση με την Προεδρία και το Πεντάγωνο. Η ένταξη λοιπόν σε αυτό το νόμο των κυρώσεων κατά της Τουρκίας, μπορεί να ερμηνευτεί ότι είχε την έγκριση της Προεδρίας Τραμπ και βέβαια τη σύμφωνη γνώμη Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών Αλλά σε ότι αφορά τις κυρώσεις σε ξένες χώρες υπήρχε πάντα μια «διακριτική» ευχέρεια του εκάστοτε Προέδρου να τις αποφασίζει χωρίς να εξαρτάται από το Κογκρέσο. Για παράδειγμα, και ο εν ισχύ νόμος CAATSA επέβαλε στον Αμερικανό Πρόεδρο να θεσπίσει κυρώσεις στην Τουρκία. Κι όμως, ο Τραμπ καθυστερούσε την εφαρμογή του νόμου, στηριζόμενος σε μια ασαφή διατύπωση, που επέτρεπε στον ίδιο να αποφασίσει αν η προμήθεια των S-400 ήταν «σημαντική», άρα έπρεπε να εφαρμοστεί ο CAATSA.
Με τον νέο αμυντικό προϋπολογισμό όμως, το Κογκρέσο επιχειρεί να ελέγξει την εφαρμογή κυρώσεων σε ξένες χώρες, ξεκινώντας από την Τουρκία, κάτι που εντάσσεται στην παραδοσιακή προσπάθεια των αμερικανών νομοθετών (βουλευτών και γερουσιαστών) να αφαιρέσουν -ή να μειώσουν- από την αμερικανική Προεδρία αρμοδιότητες της.
Το βέτο Τραμπ λοιπόν στον αμυντικό προϋπολογισμό (που μπήκε για άλλους λόγους) πρέπει να ερμηνευτεί και με αυτή την οπτική, δηλαδή ότι είναι μια διαχρονική σύγκρουση Προεδρίας και Κογκρέσου στο ποιος «έχει το πάνω χέρι» στην εξωτερική και αμυντική πολιτική των ΗΠΑ. Και βέβαια στο σύνθετο σύστημα της αμερικανικής εξουσίας έχει αξία να διατυπώνονται οι κυρώσεις κατά ξένης χώρας σε νόμο τέτοιας βαρύτητας, καθώς δημιουργείται έτσι το σχετικό προηγούμενο για επέκταση-ενσωμάτωση τους και σε επόμενους νομοθετικούς γύρους.
Συμπερασματικά, αν ο Τραμπ πήρε με καθυστέρηση τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας, το βέτο του στον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας συμπαρασύρει και την νομοθετική κατοχύρωση τους και δεσμευτική τους ισχύ. Άρα είναι σημαντικό για την Ελλάδα να υπερψηφιστεί εκ νέου ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ (ώστε να ξεπεραστεί το βέτο). Κάτι που εφόσον συμβεί, θα εξασφαλίσει την συνεχιζόμενη πίεση προς την Τουρκία και σε αρκετό βαθμό θα στενεύει τα περιθώρια κίνησης του Μπάιντεν, ο οποίος ήδη δέχεται τις τουρκικές ρεβεράντζες και κολακείες.