Σημαντικές είναι οι ενεργειακές ανάγκες της Τουρκίας για τις επόμενες δεκαετίες καθώς η χώρα εμφανίζει και αύξηση πληθυσμού και βιομηχανική και κοινωνική ανάπτυξη (παρά την οικονομική κρίση που την ταλαιπωρεί από πέρυσι). Έτσι ήδη έχει κάνει τη στροφή και στην πυρηνική ενέργεια, χτίζοντας το γνωστό εργοστάσιο με 4 αντιδραστήρες στο Ακούγιου με ρωσική χρηματοδότηση και τεχνογνωσία και συζητά με τη Μόσχα και 2ο, με εγκατάσταση στη Σινώπη, στη Μαύρη Θάλασσα.
Το ενδιαφέρον όμως είναι πως έχει ωριμάσει ο σχετικός διάλογος και με την Κίνα, για ένα ακόμη -3ο πλέον – εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας, με τον υπουργό Ενέργειας Alparslan Bayraktar να δηλώνει πως μια συμφωνία ίσως είναι κοντά. Μάλιστα κινεζική αντιπροσωπεία έχει επισκεφθεί και την προτεινόμενη τοποθεσία, στο Κιρκλαρελί (τις Σαράντα Εκκλησιές) στην Ανατολική Θράκη, κάπου 90 χιλιόμετρα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Και εκεί η μονάδα που συζητείται θα έχει 4 αντιδραστήρες.
Ένα ακόμη στοιχείο αναζήτησης νέων «πυρηνικών» ενεργειακών λύσεων που τόνισε ο Bayraktar, είναι η πρόθεση για προσθήκη στο δίκτυο της Τουρκίας και μικρών πυρηνικών σταθμών, με συνολική ισχύ 5 GW, δηλαδή κάπου 15 με 20 τέτοιες εγκαταστάσεις. Οι SMR (Small Modular Reactor) όπως λέγονται, είναι η αναμενόμενη εξέλιξη στον χώρο, όπου δεν προκρίνεται πλέον μόνο η δημιουργία τεράστιων εργοστασίων αλλά ως έναλλακτική τους, η εγκατάσταση συμπαγών, αυτοματοποιημένων σταθμών μικρής ισχύος που θα καλύπτουν αυτόνομα μια πόλη ή μια περιοχή.
Η συζήτηση με την Κίνα βέβαια δεν είναι καινούργια, έχει ξεκινήσει εδώ και σχεδόν μια δεκαετία αλλά παρέμενε σε εκκρεμότητα, κάτι που όπως φαίνεται έχει πλέον ανατραπεί. Το ενδιαφέρον είναι πως για την Τουρκία ακόμη και να ολοκληρωθεί μια τέτοια συμφωνία, ο κύριος όγκος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα παραμείνει για δεκαετίες το φυσικό αέριο (για το οποίο κάνει μεγάλες επενδύσεις εξόρυξης σε Μαύρη Θάλασσα) και ο άνθρακας, αν και επενδύει πολλά και σε ανανεώσιμες πηγές και έχει και υδροηλεκτρικά. Σήμερα η ετήσια παραγωγή της υπολογίζεται σε κάπου 330 ΤWh, ενώ οι προβλέψεις μιλάνε για απαίτηση πάνω από 400 ΤWh το 2030, ενώ υπάρχει και ο τοπικός προβληματισμός για αναζήτηση πιο “πράσινων” πηγών ενέργειας, με την πυρηνική να προβάλλει ως τέτοια.
Για την Κίνα τώρα, η Τουρκία είναι μεγάλος δυνητικός πελάτης τόσο λόγω ενεργειακών αναγκών, όσο και ως «δείγμα» που θα χρησιμεύσει στην επέκταση εμπορικά της κινεζικής πυρηνικής τεχνολογίας προς την Κεντρική Ασία, τη Βόρεια Αφρική και γιατί όχι την Ευρώπη. Η Κίνα ήδη στο εσωτερικό της κάνει μια ραγδαία ανάπτυξη πυρηνικών εργοστασίων (με ακόρεστη ανάγκη ηλεκτρικής ενέργειας) έχοντας ήδη 55 σταθμούς και άλλους 21 υπό κατασκευή, με ακόμη περισσότερους στα σχέδια. Ένα πλάνο που την φέρνει στην παγκόσμια πρωτοπορία στον τομέα, αλλά που χρειάζεται και πελάτες διεθνώς.
Όλα τα παραπάνω έχουν βέβαια και γεωπολιτικό αντίκτυπο. Καθώς αν η Τουρκία προχωρήσει στην παραγγελία από τους Κινέζους και τους Ρώσους θα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που θα διαθέτει τέτοιο μίγμα τεχνολογιών. Επίσης ήδη η Ρωσία κυριαρχεί διεθνώς στις εξαγωγές πυρηνικών σταθμών, με τη Δύση, δηλαδή ΗΠΑ και Γαλλία, να ακολουθούν πολύ πιο πίσω. Άρα η Άγκυρα εμφανίζεται να συντάσσεται ενεργειακά με το “ανατολικό στρατόπεδο” τεχνογνωσίας και σχετικής συνάφειας προμήθειας πυρηνικού υλικού (μιας και η κατασκευή ενός πυρηνικού εργοστασίου είναι μόνο η αρχή της σχέσης), ενώ την ίδια ώρα παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ και γενικότερα της δυτικής προοπτικής.
Πούτιν: ο πρώτος τουρκικός αντιδραστήρας του Ακούγιου θα λειτουργήσει μέσα στο 2024
Το συμπέρασμα είναι προφανές, πως η Τουρκία με την δημιουργία πυρηνικών σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας, ένα κρίσιμο εργαλείο για την περαιτέρω ανάπτυξη της, δηλώνει ανοιχτά πως διεκδίκει -και σε αυτό το πεδίο- την ανεξάρτητη πορεία της σε ένα πολυπολικό κόσμο, στον οποίο αναζητά και ορατή αν όχι και επίζηλη θέση. Άρα δεν διστάζει να συνάψει νέες συμμαχίες και σχέσεις αμοιβαίας ωφέλειας, που θα έχουν πολλές δεκαετίες διάρκεια και δεν θα είναι παροδικές. Όπως ακριβώς υποχρεώνει η αγορά ενός πυρηνικού εργοστασίου, όπου η τεχνολογική και πρωτίστως η πολιτική συσχέτιση με τον “κατασκευαστή” (Ρωσία και ίσως και Κίνα), πρέπει να είναι σταθερή και αδιαπραγμάτευτη.
Στο ερώτημα που υποβόσκει, δηλαδή αν η Τουρκία με αυτές τις κινήσεις επιδιώκει να αποκτήσει και τεχνογνωσία και ικανότητα κατασκευής πυρηνικών όπλων, η αρχική απάντηση είναι “όχι”. Οι συγκεκριμένοι πυρηνικοί αντιδραστήρες, Ρωσίας και Κίνας, είναι για παραγωγή ενέργειας και όχι πυρηνικού υλικού εμπλουτισμένου σε τέτοιο ποσοστό που να είναι “weapons grade” (κατάλληλο δηλαδή για στρατιωτική χρήση). Το γιατί είναι εύκολα κατανοητό: και οι δύο μεγάλες χώρες, ενώ θέλουν την εμπορική πυρηνική διάδοση και την γεωπολιτική συγγένεια που αυτή φέρει με άλλα κράτη, δεν είναι πρόθυμες να “σπείρουν” διεθνώς τη δυνατότητα παραγωγής πυρηνικών όπλων, κάτι που παραμένει παίγνιο για ελάχιστους, που το κρατούν και αυστηρά για δική τους χρήση. Το σίγουρο όμως είναι πως η Τουρκία και με το Ακούγιου και με ότι άλλο πυρηνικό εργοστάσιο αποκτήσει, θα αρχίσει να συσσωρεύει σχετική τεχνογνωσία διαχείρισης πυρηνικών υλικών, κάτι που “ποτέ δεν πάει χαμένο”.