Ο πόλεμος στον Ειρηνικό τελείωσε με την ρίψη των δύο ατομικών βομβών στην Χιρόσιμα και το Ναγκασάκι όμως η πυρηνική Αποκάλυψη σκιάζει την άνευ προηγουμένου αεροπορική εκστρατεία κατά του Τόκιο και άλλων μεγάλων αστικών κέντρων από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά που είχε προηγηθεί. Η τρομακτική κόλαση φωτιάς που εξαπέλυσαν τα B-29 στα πρότυπα του βομβαρδισμού της Δρέσδης έδωσε νέο νόημα στις λέξεις «ολοκληρωτικός πόλεμος» κάνοντας ακόμη και Αμερικανούς αεροπόρους να δακρύσουν για τους εχθρούς τους.
Το Τόκιο, η μεγαλύτερη πόλη της Ιαπωνίας, επελέγη για βομβαρδισμό το βράδυ της 9ης προς 10ης Μαρτίου 1945, όχι μόνο για συμβολικούς λόγους αλλά και διότι είχε εργοστάσια παραγωγής στρατιωτικού υλικού και οχημάτων. Αν και το Αυτοκρατορικό Ανάκτορο εξαιρέθηκε από τη λίστα των στόχων, η πόλη των έξι εκατομμυρίων κατοίκων, ένα τεράστιο «προσάναμμα» με πολλά ξύλινα κτήρια και εσωτερικούς τοίχους από χαρτί και ξύλο, θα γνώριζε την απόλυτη φρίκη.
Οι Αμερικανοί είχαν ποντάρει σε αυτό ακριβώς: ότι εύφλεκτα κτήρια –αρκετά λειτουργούσαν ως μικρές βιοτεχνίες παραγωγής υλικού για τις ανάγκες του πολέμου– θα ενέτειναν τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών. Οι εμπρηστικές Ε-46 που θα εξαπολύοντο σε δέσμες των έξι θα αναλάμβαναν τα υπόλοιπα.
Η βροχή των εμπρηστικών κρίθηκε καταλληλότερη από τις συμβατικές βόμβες γενικής χρήσεως λόγω της ιδιομορφίας του στόχου. Κάθε Ε-46 περιείχε 38 εμπρηστικές ράβδους Μ69 τις οποίες απελευθέρωνε στα 2.000 πόδια (610 μ.) πάνω από τον στόχο. Σχεδιασμένες να εκρήγνυνται σε ύψος 100 ποδών από το έδαφος, όταν οι Μ69 ξεκινούσαν μια φωτιά, τίποτα δεν μπορούσε να την σταματήσει. Ένας άλλος τύπος ήταν οι Μ47 των 100 λιβρών. Αυτές διαπερνούσαν τα κτήρια και με την πρόσκρουση εξαπέλυαν στο εσωτερικό τους μια εύφλεκτη γέλη (napalm) και λευκό φώσφορο κατακαίγοντας τα πάντα.
Από τις τεράστιες βάσεις που είχαν κατασκευάσει στο Γκουάμ, την Σαϊπάν και το Τινιάν οι «Seebees» (CB, Construction Battalions, μονάδες Μηχανικού του αμερικανικού Ναυτικού) τα τετρακινητήρια Β-29 θα απογειώνονταν με προορισμό την «πρωτεύουσα του Τότζο», το Τόκιο. Η απογείωση με φουλ καύσιμο, βόμβες και πυρομαχικά δεν ήταν απλή υπόθεση –σχεδόν όλοι είχαν γίνει μάρτυρες τουλάχιστον μιας συντριβής. Αν κρατούσε κινητήρας μετά ένα σημάδι στο μέσον του διαδρόμου το πιθανότερο ήταν να μην μπορέσει να σταματήσει το αεροπλάνο πριν το τέλος του, να πέσει στον γκρεμό που βρισκόταν στην άκρη του και να εκραγεί. Ή να πέσει στην θάλασσα και να εκραγεί.
Τα πληρώματα που επιχειρούσαν από το Isley Field της Σαϊπάν είχαν μια δικλείδα ασφαλείας, αν ήταν προσεκτικοί. Η συνήθης πρακτική ήταν να κρατούν τους τροχούς του αεροπλάνου στον διάδρομο μερικές εκατοντάδες πόδια πριν το τέλος του «ξεκολλώντας» στο 2% του εναπομείναντος διαδρόμου, περνώντας ξυστά πάνω από τον δρόμο κατά μήκος του γκρεμού και να βουτούν με τις μανέτες στο τέρμα προς την θάλασσα κάτω τους κερδίζοντας ταχύτητα ενώ ανέσυραν το σύστημα προσγείωσης. Γλείφοντας τα κύματα, ξεκινούσαν την αργή άνοδό τους με προορισμό την Ιαπωνία. Ήταν μια διαδικασία που δεν κατάφερναν να την εκτελέσουν όλοι, ιδίως την νύκτα.
Αντίθετα με τους «σφικτούς» σχηματισμούς των βομβαρδιστικών στην Ευρώπη, εδώ κάθε πλήρωμα βασιζόταν στις ικανότητές του και μόνο. Ο ναυτίλος κρατούσε τις ζωές τους στα χέρια του –η προσθαλάσσωση στην μέση του Ειρηνικού λόγω σφάλματος ναυτιλίας ήταν κάτι που κανείς δεν ήθελε να σκέφτεται ως πιθανότητα. Οι Pathfinders προηγούντο κατά πολύ της κύριας δύναμης, με τις Σμηναρχίες που είχαν απογειωθεί νωρίτερα από το Γκουάμ για να προφτάσουν τα Superforts από το Τινιάν και την Σαϊπάν να ακολουθούν.
Λάβρα και φρίκη
Οι αποστολές γινόταν κυρίως συνήθως νύκτα, όταν ο αέρας πάνω από το Τόκιο ήταν ξηρός και φυσούσε. Ο άνεμος θα εξάπλωνε την φωτιά η οποία θα δυνάμωνε κι άλλο από τις φλόγες, το τέλειο σκηνικό καταστροφής. Κι όμως, οι πυροσβεστικές δυνάμεις της πόλης ήταν λιγότερες και από αυτές της Νέας Υόρκης που δεν κινδύνευε από βομβαρδισμό… Τα πληρώματα των Β-29 θυμούνται επίσης πως η ιαπωνική πρωτεύουσα ήταν κατάφωτη, ούτε συσκότιση υπήρχε ούτε μέτρα παθητικής άμυνας.
Την προηγούμενη ημέρα, ένας δυνατός άνεμος χτυπούσε τις πόρτες και τα παράθυρα σε ολόκληρη την πόλη, ο άνεμος που οι Αμερικανοί ήλπιζαν να εξαπλώσει την φωτιά που θα εξαπέλυαν. Μερικές νύχτες πριν την επιδρομή, μοναχικά Β-29 είχαν κάνει την εμφάνισή τους πάνω από το Τόκιο χωρίς να ρίχνουν βόμβες, ενεργοποιώντας τους προβολείς της αεράμυνας και τα αντιαεροπορικά. Τα νεύρα όλων ήταν τεντωμένα από τις αναγνωριστικές αυτές πτήσεις ωστόσο οι νυκτερινές δραστηριότητες συνεχίσθηκαν, με τα φώτα της πρωτεύουσας να παραμένουν αναμμένα.
Η οκτάχρονη τότε Γιούκικο Χίραγκάμα θυμάται πάντως τα φώτα του δρόμου σβηστά. «Οι σειρήνες ήχησαν το σούρουπο και έπειτα ήλθε η νύχτα, χωρίς Β-29. Όταν ήλθαν, οι σειρήνες ήταν σιωπηλές και τα φώτα σβηστά». Η Γιούκι ήταν ξύπνια αλλά οι περισσότεροι στο Τόκιο πήγαν για ύπνο μετά την λήξη του συναγερμού, πολλοί νηστικοί καθώς τα τρόφιμα ήταν σε έλλειψη.
Λίγο μετά τις 23:00 μμ τοπική ώρα, ο ανατριχιαστικός ήχος των σειρήνων πνίγηκε από τον βρυχηθμό εκατοντάδων κινητήρων R-3350 που αγκάλιασε δυσοίωνα την πόλη από άκρη σε άκρη. Η κύρια δύναμη των βομβαρδιστικών είχε φθάσει, με τις θυρίδες της αποθήκης βομβών ανοικτές… Τα προπορευόμενα Β-29 των Pathfinders έριχναν ήδη τις εμπρηστικές που οι Ιάπωνες ονόμαζαν «μολότοφάνο χανάκαγκό» (καλάθια λουλουδιών Μολότοφ) σχηματίζοντας ένα πύρινο Χ στην ζώνη του στόχου.
Πριν καν σβήσουν οι πρώτες εστίες, η κύρια δύναμη των βομβαρδιστικών, εκατοντάδες Β-29 που απλώνονταν σε μήκος 400 μιλίων, άρχισε να ραίνει με φωτιά την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Από εκείνη την στιγμή, η μοίρα των ανθρώπων στο έδαφος είχε σφραγιστεί. Σε διάστημα 30 λεπτών οι φλόγες ήταν εκτός ελέγχου, δημιουργώντας ένα τείχος φωτιάς που καταβρόχθιζε με ταχύτητα λαίλαπας ότι έβρισκε μπροστά του.
Περικυκλωμένοι από μια πύρινη θύελλα την οποία τροφοδοτούσε η ίδια η δύναμη της φωτιάς, όσοι έμεναν κοντά στα ποτάμια που διασχίζουν την πόλη πηδούσαν στα κανάλια σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθούν. Η πύρινη θύελλα έκαιγε το οξυγόνο που ανέπνεαν ενώ η απίστευτη θερμότητα έκανε τα νερά να βράζουν. Το Τόκiο, τυλιγμένο σε μια απόκοσμη ανταύγεια από τις πυρκαγιές που μαίνονταν, έγινε ένα καμίνι που κατάπινε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, ανήμπορους να κάνουν το παραμικρό.
«Οι Μ69 άφηναν ρυάκια φωτιάς μήκους 30 μέτρων, στέλνοντας ξέφρενες φλόγες ανάμεσα στα σφιχταγκαλιασμένα ξύλινα σπίτια. Ο υπερθερμασμένος αέρας δημιούργησε έναν άνεμο που τραβούσε τα θύματα στις φλόγες και τροφοδοτούσε αυτή την κόλαση. Η άσφαλτος έλιωσε στην ζέστη των 1.800 βαθμών. Με τους περισσότερους σε ηλικία στράτευσης άνδρες στο μέτωπο, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι αγωνίζονταν εις μάτην να πολεμήσουν τις φλόγες ή να διαφύγουν…» έγραφε ο Τζόζεφ Κόλμαν του Associated Press.
30 Seconds Over Tokyo
Οι χειριστές πάλευαν με όλη τους την μυϊκή δύναμη για να κρατήσουν υπό έλεγχο τα Β-29 πάνω από την φλεγόμενη πόλη. Στον πυρωμένο ουρανό οι βίαιες αναταράξεις έκαναν τα 65 τόννων «Υπερφρούρια» να κλυδωνίζονται σαν αεροπλανάκια-παιχνίδια ενώ η λάβρα από τις φωτιές έφθανε μέχρι το ύψος των βομβαρδιστικών. Συνολικά 27 αεροσκάφη χάθηκαν είτε διότι καταρρίφθηκαν, είτε λόγω μηχανικής βλάβης ή επειδή πιάστηκαν στo ανώρευμα που δημιούργησαν οι μαινόμενες πυρκαγιές. Υπάρχουν μαρτυρίες για ένα Β-29 του οποίου ξεριζώθηκαν οι πτέρυγές του από τις αναταράξεις, πέφτοντας σε τρία κομμάτια στο Τόκiο που φλεγόταν ανεξέλεγκτα.
Χρειάσθηκαν 2,4 ώρες για να περάσουν όλα τα αεροπλάνα. Ο Διοικητής της 314ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού, Ταξίαρχος Τόμας Σ. «Τόμμυ» Πάουερ, έμεινε πάνω από την περιοχή του στόχου 90 λεπτά. Με ένα κόκκινο μολύβι σημείωνε πάνω στον χάρτη ένα κόκκινο σταυρό για κάθε οικοδομικό τετράγωνο που είχε πάρει φωτιά. Σύντομα το μολύβι του «σώθηκε». Το πλήρωμα άρχισε να γίνεται νευρικό –κανείς δεν ήθελε να μένει τόσο πολύ πάνω από έναν καλά προστατευμένο στόχο. Παραδόξως, εκείνη την βραδιά δεν φάνηκαν νυχτερινά καταδιωκτικά.
Μετά από 15 ώρες και 4 λεπτά στον αέρα, το Β-29 του επικεφαλής της αποστολής Ταξιάρχου Πάουερ προσγειώθηκε στο North Field του Γκουάμ. Από τα 334 βομβαρδιστικά που έλαβαν μέρος στην επιδρομή, 279 έφθασαν πάνω από το κέντρο του Τόκυο και επέστρεψαν φέρνοντας μαζί τους την μπόχα του θανάτου. Φθάνοντας στο χώρο στάθμευσης, ο Υπολοχαγός Μπιλ Λιντ του 497th Bombardment Group, άνοιξε το συρόμενο παράθυρο του κόκπιτ και φώναξε στο πλήρωμα εδάφους του: «Ε, παιδιά! Ελάτε στο αεροπλάνο και μυρίστε Τόκiο!»
Τα βομβαρδιστικά του Στρατηγού ΛεΜέϋ έριξαν σχεδόν μισό εκατομμύριο εμπρηστικές Μ69 πάνω από το Τόκυο τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Μαρτίου 1945, ισοπεδώνοντας 42 τετρ. χιλιόμετρα αστικού ιστού. «Ο καλύτερος τρόπος για να περιγράψει κανείς πώς έβγαιναν οι εμπρηστικές από την αποθήκη βομβών του αεροπλάνου είναι να το συγκρίνει με το άδειασμα μιας μεγάλης φτυαριάς από πυρακτωμένα κάρβουνα στο έδαφος, καλύπτοντας μια περιοχή μήκους περίπου 763 μ. και πλάτους 152» έγραφε στην αναφορά του ο Ταξίαρχος Πάουερ.
Η πραγματικότητα στο έδαφος ήταν πολύ πιο ζοφερή. Όταν οι σειρήνες σήμαναν «λήξη συναγερμού» τα καρβουνιασμένα πτώματα σχημάτιζαν ήδη σωρούς. «Υπήρχαν σημεία στο πεζοδρόμιο όπου άνθρωποι είχαν κυριολεκτικά ψηθεί» διηγείτο χρόνια αργότερα η Φουσάκο Σασάκι. Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα είχαν απλώς εξαφανισθεί. Η μυρωδιά της καμμένης σάρκας πλανιόταν πάνω από την πόλη επί μέρες.
Οι φωτοαναλυτές που έπρεπε να μελετήσουν τις φωτογραφίες των αναγνωριστικών είχαν μείνει άφωνοι, συγκλονισμένοι από αυτό που έβλεπαν. Τεράστιες περιοχές με αποθήκες, εργοστάσια, σιδηροδρομικά κέντρα, αποθηκευμένες πρώτες ύλες, ολόκληρα συγκροτήματα βιοτεχνιών, δεν υπήρχαν πλέον στις φωτογραφίες.
Το στούντιο JΟAK, απ’ όπου εκφωνήτριες με γλυκιά φωνή (γνωστές ως «Tokyo Rose» στους Αμερικανούς στρατιώτες) μετέδιδαν μηνύματα προπαγάνδας προσπαθώντας να υπονομεύσουν το ηθικό των Συμμάχων, είχε υποστεί σοβαρές ζημιές. Το ίδιο και το διάσημο Imperial Hotel. Ο σταθμός Ουένο και ο Κεντρικός Σταθμός του Τόκυο, οι μεγαλύτεροι της Ασίας, είχαν εξαϋλωθεί. Οι αναλυτές κουνούσαν το κεφάλι τους, έσκυβαν ξανά και ξανά πάνω από τις αναγνωριστικές φωτογραφίες και κουνούσαν πάλι το κεφάλι δίχως λέξη, μην μπορώντας να πιστέψουν το μέγεθος της καταστροφής.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, τα αμερικανικά Β-29 είχαν ρίξει 104.000 τόννους βομβών στην Ιαπωνία, μετατρέποντας 271,9 τετρ. χλμ σε 66 πόλεις σε ερείπια ή σε άδεια οικόπεδα. Οι αμερικανικές απώλειες κατά το διάστημα μεταξύ Ιουνίου 1944 και Αυγούστου 1945 ανήλθαν σε 402 «Υπερφρούρια» –142 καταρριφθέντα από αντιαεροπορικά και μαχητικά, συν 255 εξαιτίας μηχανικών βλαβών ή πυρκαγιάς σε κάποιο κινητήρα.
Η εκστρατεία βομβαρδισμού του Τόκιο, της Οσάκα, της Ναγκόγια, της Γιοκοχάμα και άλλων αστικών κέντρων στρατηγικής ή ψυχολογικής αξίας, άφησε 9,2 εκατομμύρια πολίτες άστεγους, συμπεριλαμβανομένων 3,1 εκατομμυρίων κατοίκων του Τόκιο. Πόσοι ήταν πραγματικά οι νεκροί του Τόκυο; Κάποιοι μιλούν για 100.000, άλλοι για περισσότερους από 200.000.
Παρά τους αριθμούς που κυκλοφορούν, κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια. Ο Μαρκ Σέλντεν, ερευνητής και συγγραφέας άρθρων για το Japan Focus, θεωρεί τον αριθμό των σχεδόν 100.000 θυμάτων που αναφέρουν αμερικανικές και ιαπωνικές πηγές για μια μόνο από τις επιδρομές κατά της πρωτεύουσας παραπλανητικό. Αμφότεροι είχαν τους δικούς τους λόγους για να περιορίσουν τον αριθμό των νεκρών, λέει. Δεδομένης της πυκνότητας του πληθυσμού, τις συνθήκες ανέμου και τις περιγραφές των επιζώντων, θεωρεί ότι ο επίσημος απολογισμός των θυμάτων είναι μικρότερος απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα.
«Με 103.000 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (396 άτομα ανά 10.000 τετρ. μέτρα) και 135.000 ανά τετρ. χλμ σε περίοδο αιχμής (521 άτομα ανά εκτάριο) που αποτελεί την υψηλότερη πληθυσμιακή πυκνότητα σε οποιαδήποτε βιομηχανική πόλη του κόσμου και με μέσα πυρόσβεσης γελοιωδώς ανεπαρκή για την αποστολή, 41 τετρ. χλμ του Τόκιο καταστράφηκαν μέσα σε μια νύχτα όταν πύρινοι άνεμοι θέριευαν τις φλόγες και τείχη φωτιάς εμπόδιζαν την διαφυγή σε δεκάδες χιλιάδες που έτρεχαν να γλυτώσουν. Στις περιοχές που κάηκαν διέμεναν 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι» εκτιμά. Κανείς δεν θα μάθει στ’ αλήθεια. Διότι κανείς δεν θέλει να σκαλίζει το επώδυνο παρελθόν.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ατομικές βόμβες τελείωσαν τον πόλεμο. Η φρίκη των δύο πρώτων πυρηνικών πληγμάτων στην ιστορία είναι δύσκολο να ξεπερασθεί, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κι όμως, τα θύματα της Επιχείρησης Meetinghouse την νύχτα της 9ης προς 10 Μαρτίου 1945 ήταν πολύ περισσότερα από αυτά της Χιρόσιμα και του Ναγκασάκι μαζί, ξεπερνώντας τον απολογισμό των μεμονωμένων βομβαρδισμών της Δρέσδης και του Αμβούργου. Γιατί λοιπόν η πύρινη θύελλα του ΛεΜέϋ μένει στην σκιά της “βόμβας”;
Ίσως ο τρόμος που προκαλεί ένας πυρηνικός πόλεμος να μας κάνει να ξεχνάμε την φρίκη ενός συμβατικού. Μπορεί οι ατομικές βόμβες να οδήγησαν την Ιαπωνία να υπογράψει το κείμενο της συνθηκολόγησης πάνω στο θωρηκτό Missouri εξοικονομώντας αμέτρητες ανθρώπινες ζωές, όμως στην πραγματικότητα την Ιαπωνική Αυτοκρατορία την τσάκισε η αμερικανική βιομηχανική υπεροχή, η αεροπορική υπεροπλία και ο βρόγχος του ναυτικού αποκλεισμού από τα υποβρύχια του Ναυάρχου Νίμιτζ.
«Αν χάναμε τον πόλεμο, όλοι θα είχαμε προσαχθεί ως εγκληματίες πολέμου» έλεγε ο ΛεΜέϋ σύμφωνα με τον ΜακΝαμάρα. Ο άνθρωπος που έκαψε με ναπάλμ το Τόκυο αναγνώριζε ότι αυτό που έκανε θα χαρακτηριζόταν ανήθικο εάν ήταν η δική του πλευρά η χαμένη. Την Ιστορία όμως την γράφουν οι νικητές.
Πρώτη δημοσίευση 7/8/2017