Η μαζική είσοδος των φθηνών, εύκολα παραγόμενων μη επανδρωμένων στο πεδίο της μάχης δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη τεχνολογική εξέλιξη. Πρόκειται για ιστορική τομή που έχει ανατρέψει σε βάθος δεκαετιών παγιωμένες αντιλήψεις για την αεροπορική απειλή, έχει καταστήσει παρωχημένα ολόκληρα κεφάλαια εγχειριδίων τακτικής και έχει εκθέσει τα όρια παραδοσιακών συστημάτων αεράμυνας.
Εκεί όπου έως και τα μέσα της δεκαετίας του 2010 ο αντιαεροπορικός σχεδιασμός επικεντρωνόταν σε επανδρωμένα μαχητικά, ελικόπτερα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε βαριά UAV μεγάλου ίχνους και υψηλού κόστους, σήμερα η βασική απειλή στο χαμηλό και πολύ χαμηλό ύψος είναι ένα μικρό, drone αξίας λίγων εκατοντάδων ή χιλιάδων ευρώ. Tο οποίο μπορεί να συναρμολογηθεί σε μικρά εργαστήρια, να πετά πρακτικά μη εντοπίσιμο σε ύψη 30 έως 200 μέτρων και με δυνατότητα μεταφοράς εκρηκτικών ή με παροχή δεδομένων στοχοποίησης σε πραγματικό χρόνο. Έτσι πολύ οικονομικές πλατφόρμες μπορεί να προκαλούν δυσανάλογη φθορά σε δυνάμεις υψηλής αξίας.
Η διεθνής εμπειρία των τελευταίων ετών, με κυρίαρχη εκείνη από τα μέτωπα της Ουκρανίας, έδειξε ότι υπάρχει ένα τεράστιο κενό στην εγγύς αεράμυνα, από το έδαφος μέχρι περίπου τα 4.000–5.000 μέτρα. Συστήματα όπως Patriot, S-300, S-400 και τα σχετικά συστήματα SHORAD (μικρής εμβελείας) σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίζουν περιορισμένο αριθμό στόχων υψηλής αξίας, όχι μαζικά, φθηνά drones σε πολύ χαμηλά ύψη. Ακόμη και όταν είναι τεχνικά σε θέση να εντοπίσουν και να καταρρίψουν ένα μικρό UAV, το κόστος ανά βολή είναι δυσανάλογο σε σχέση με την αξία του στόχου.
Από την άλλη δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει αυτούς τους νέους στόχους. Σε πραγματικές επιχειρήσεις, όπου ο αντίπαλος μπορεί να χρησιμοποιεί χιλιάδες drones ημερησίως, η προσέγγιση αυτή οδηγεί με βεβαιότητα σε εξάντληση του αμυνόμενου. Και η Τουρκία αυτή τη στιγμή προηγείται στον τομέα.
Μια απάντηση που διαμορφώθηκε σταδιακά, ιδίως μέσα από τη εμπειρία της Ουκρανίας, δεν στηρίζεται σε «εξωτικά» συστήματα ενεργειακών όπλων ή σε φουτουριστικούς πυραύλους νέας γενιάς, αλλά στην αξιοποίηση πολλών απλών συστημάτων κατάρριψης, με έμφαση σε μέσα-ελαφριά πολυβόλα και σε βομβιδοβόλα. Τα οποία εφαρμόζονται παντού, σε οχήματα, σε ελαφριά αεροσκάφη, σε ελικόπτερα κάθε τύπου, ακόμη και μεταγωγικά και αναγνώρισης, σε στατικούς πυργίσκους σε κρίσιμες υποδομές, ή ακομή σε απλά τρίποδα με χειροκίνητη στόχευση.

Εδώ αξίζει να δούμε ένα από τα πιο δοκιμασμένα και διαθέσιμα όπλα του πεδίου μάχης, το αυτόματο βομβιδοβόλο Mk 19 των 40 mm. Σε υπηρεσία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, σχεδιάστηκε ως όπλο υποστήριξης για την παροχή πυκνού, καμπύλης τροχιάς πυρός εναντίον στόχων στο έδαφος, με ρυθμό βολής περίπου 325–375 βολών το λεπτό και αποτελεσματικό βεληνεκές που υπερβαίνει τα 2.000 μέτρα. Η τεχνολογική εξέλιξη όμως με την ανάπτυξη προγραμματιζόμενων βομβίδων air-burst, προσέδωσε στο όπλο ένα εντελώς νέο ρόλο ως σύστημα αντι-drone.

Με την τοποθέτηση προγραμματιστή βολής στο στόμιο της κάννης και την εισαγωγή σε υπηρεσία πυρομαχικών που εκρήγνυνται σε προκαθορισμένη απόσταση ή με δεδομένα από έναν χαμηλού κόστους αισθητήρα εγγύτητας, το Mk 19 μπορεί να δημιουργεί στον αέρα ένα πυκνό σύννεφο θραυσμάτων σε ύψος και σημείο όπου διέρχεται ο στόχος, αυξάνοντας κατακόρυφα την πιθανότητα προσβολής του drone χωρίς να απαιτείται άμεσo πλήγμαή.
Στην πράξη, μια σύντομη ριπή από 5 έως 8 βολές μπορεί να δημιουργήσει μια “μπάλα” θραυσμάτων ικανή να εξουδετερώσει στόχους μικρών και μεσαίων διαστάσεων. Η οικονομική διάσταση αυτής της προσέγγισης είναι κρίσιμη, καθώς το κόστος μιας προγραμματιζόμενης βομβίδας είναι απείρως χαμηλότερο από εκείνο ενός αντιαεροπορικού πυραύλου μικρού βεληνεκούς.
Η εμπειρία των ουκρανικών δυνάμεων επιβεβαίωσε την απόδοση. Mk 19 σε τρίποδες, σε ελαφρά οχήματα, σε Μ113, σε M1117 και σε άλλες πλατφόρμες χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση εμπορικών drones και τακτικών UAV.
Με την εισαγωγή νέων air-burst χειροβομβίδων, η αποτελεσματικότητα αυτών των συστημάτων αυξήθηκε περαιτέρω, ιδίως όταν συνδυάστηκαν με στοιχειώδη μέσα εντοπισμού, όπως θερμικές κάμερες ή μικρούς αισθητήρες ραντάρ. Ως επέκταση αμερικανικές και άλλες δυτικές μονάδες σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή έχουν ήδη αναφέρει καλά αποτελέσματα σε ασκήσεις με παρόμοια δράση.

Η ελληνική δυνατότητα
Η χώρα μας έχει πλέον στη διάθεσή της 1.193 τεθωρακισμένα οχήματα M1117 Guardian, κάτι που καθιστά τον Ελληνικό Στρατό τον μεγαλύτερο χρήστη του συγκεκριμένου τύπου. Τα M1117 παραλήφθηκαν με πυργίσκο οπλισμού σχεδιασμένο για να φέρει το Mk 19 και το βαρύ πολυβόλο M2, μη σταθεροποιημένο, επαρκή παροχή ηλεκτρικής ισχύος και δυνατότητα περιστροφής 360 μοιρών. Με άλλα λόγια, αποτελούν μια πλατφόρμα που είναι σχεδόν έτοιμη για τον ρόλο που σήμερα αναζητεί η διεθνής κοινότητα, την παροχή πυκνού, χαμηλού κόστους αντι-drone πυρός σε επίπεδο μονάδας λόχου!
Η μετατροπή των ελληνικών M1117 σε κόμβους πολυεπίπεδης άμυνας κατά drone, δεν απαιτεί εξωπραγματικές τεχνολογίες. Στον πυρήνα της πρέπει βρίσκεται η εγκατάσταση ενός ηλεκτρο-οπτικού συγκροτήματος στον πυργίσκο, με θερμική κάμερα κάμερα ημέρας πολλαπλής μεγέθυνσης, και αποστασιόμετρο laser. Ελληνικές εταιρείες έχουν ήδη αναπτύξει και εξάγει τέτοιου τύπου συστήματα, ικανά να εντοπίζουν και να παρακολουθούν μικρά εναέρια ίχνη σε σημαντικές αποστάσεις ημέρα και νύχτα. Η προσθήκη λογισμικού αυτόματης ανίχνευσης και ταξινόμησης στόχων, με χρήση αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης, μπορεί να μειώσει δραστικά τον φόρτο του χειριστή και να αυξήσει την πιθανότητα έγκαιρης προειδοποίησης για την προσέγγιση drones.

Σε επόμενο επίπεδο, η ενσωμάτωση ενός μικρού ραντάρ πεδίου μάχης, σε μπάντα Ku ή X, σε αναδιπλούμενο ιστό ή σε σταθερή θέση πλησίον του οχήματος, επιτρέπει την ανίχνευση στόχων μικρής διατομής σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων και την παρακολούθησή τους. Τέτοια, εγχώριας ανάπτυξης ή με διεθνείς συνεργασίες, μπορούν να παρακολουθούν ταυτόχρονα μεγάλο αριθμό στόχων και να τροφοδοτούν με δεδομένα όχι μόνο ένα συγκεκριμένο M1117, αλλά και άλλα οχήματα, σταθμούς διοίκησης ή συστήματα πυρός στην περιοχή.
Θεμέλιο αυτής της αρχιτεκτονικής είναι το δικτυοκεντρικό σκέλος. Ένα αξιόπιστο, κρυπτογραφημένο data-link, με αντοχή σε παρεμβολές, επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων στόχων, την απεικόνιση κοινής επιχειρησιακής εικόνας και την κατανομή αποστολών εμπλοκής μεταξύ πολλών M1117 και άλλων μονάδων. Στην πράξη, ένα drone μπορεί να εντοπίζεται από ένα ραντάρ, να ταξινομείται ως απειλή, να εισάγεται στο δίκτυο και να ανατίθεται για προσβολή στο πλησιέστερο M1117, χωρίς το ίδιο το όχημα να χρειάζεται να έχει αρχικά οπτική επαφή με τον στόχο. Κι αυτό σε μια αλυσίδα πλήγματος λίγων δευτερολέπτων.

Σε επίπεδο ταξιαρχίας, η διάθεση αριθμού M1117 σε κάθε λόχο ή τάγμα δημιουργεί μια «ομπρέλα» χαμηλού ύψους γύρω από τα κρίσιμα συστήματα – άρματα, αυτοκινούμενα πυροβόλα, κέντρα διοίκησης, φάλαγγες εφοδιασμού. Σε επίπεδο νησιού, η κατάλληλη ανάπτυξη πυκνότητας M1117 σε επιλεγμένες θέσεις μπορεί να καλύψει ακτίνες δεκάδων χιλιομέτρων, με αλληλοεπικάλυψη τομέων πυρός και διασύνδεση με ραντάρ και άλλα αισθητήρια μέσα. Στον Έβρο, η ανάπτυξη M1117 σε γραμμικές και σε βάθος διατάξεις, σε συνδυασμό με υφιστάμενα και μελλοντικά συστήματα επιτήρησης, μπορεί να δημιουργήσει ένα συνεχές στρώμα αντι-UAS προστασίας κατά μήκος της γραμμής αντιπαράθεσης.
Η προσθήκη εκτοξευτών ρουκετών APKWS II (άλλο ένα χρήσιμο εργαλείο κατάρριψης drones, επίσης δοκιμασμένο και αποτελεσματικό στην Ουκρανία) στην ίδια πλατφόρμα θα είναι μια λογική επέκτασηαυτής της φιλοσοφίας. Το APKWS είναι ένα κιτ καθοδήγησης laser που μετατρέπει κλασικές ρουκέτες 70 mm σε κατευθυνόμενα πυρομαχικά υψηλής ακρίβειας. Η ενσωμάτωσή του σε M1117 επιτρέπει στο ίδιο όχημα να επεκτείνει την εμβέλειά του στα 4–5 χιλιόμετρα ή και παραπάνω, αντιμετωπίζοντας UAV μεγαλύτερου μεγέθους, στόχους σε μεγαλύτερο ύψος ή υψηλής αξίας απειλές με μεγαλύτερη ακρίβεια. Η χρήση λέιζερ για την τελική στοχοποίηση μπορεί να γίνει είτε από το ίδιο το M1117, μέσω του ηλεκτρο-οπτικού του συστήματος, είτε από άλλη πλατφόρμα (π.χ. προωθημένο παρατηρητή ή drone φίλιων δυνάμεων), επεκτείνοντας ακόμη περισσότερο την ευελιξία και την επιχειρησιακή αξία του συστήματος.

Οι οικονομικές πτυχές μιας τέτοιας λύσης είναι εξίσου σημαντικές με τις τεχνικές. Οι τιμές των κατευθυνόμενων πυρομαχικών 70 mm, όπως και των προγραμματιζόμενων χειροβομβίδων 40 mm, είναι σημαντικά χαμηλότερες από εκείνες των κλασικών αντιαεροπορικών πυραύλων (ακόμη και παλαιών τύπου). Αυτό σημαίνει ότι ο Ελληνικός Στρατός θα μπορούσε να διατηρεί αποθέματα ικανά να υποστηρίξουν παρατεταμένες επιχειρήσεις χωρίς μεγάλη αρχική επένδυση, ή ανάγκη για υψηλό κόστος ταχείας παραγωγής.
Ακόμη η ανάπτυξη και παραγωγή μεγάλου μέρους των σχετικών υποσυστημάτων στην Ελλάδα – ηλεκτρο-οπτικά, data-links, λογισμικό διοίκησης και ελέγχου, πιθανώς και τμήματα των ραντάρ – θα ενίσχυε την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας και εξασφαλίζοντας αυτονομία υποστήριξης σε βάθος χρόνου.

Η φιλοσοφία που αναδεικνύεται μέσα από αυτήν την προσέγγιση είναι σαφής. Αντί η άμυνα να βασίζεται αποκλειστικά σε λιγοστά, πολύ ακριβά συστήματα υψηλής τεχνολογίας, μετατοπίζεται σε ένα δίκτυο πολλών, σχετικά απλών αλλά έξυπνα διασυνδεδεμένων κόμβων, οι οποίοι προσφέρουν πυκνότητα, ανθεκτικότητα και επεκτασιμότητα. Τα M1117, εφόσον αξιοποιηθούν με τέτοιο τρόπο, μπορούν να αποτελέσουν τον κορμό αυτής της πολυεπίπεδης, δικτυοκεντρικής αντι-drone αρχιτεκτονικής. Δεν πρόκειται για ένα μακρινό, και θεωρητικό σενάριο, αλλά για μια ρεαλιστική επιλογή που βασίζεται σε υπάρχοντα μέσα, ώριμες τεχνολογίες και πραγματικές επιχειρησιακές ανάγκες. Και το βασικότερο, με δυνητική μεγάλη ελληνική προστιθέμενη αξία.
Το κρίσιμο βήμα πλέον είναι τεχνικό, πολιτικό και οργανωτικό. Απαιτείται μια σαφής απόφαση με προτεραιοποίηση ώστε η αντι-drone άμυνα να αντιμετωπιστεί ως κεντρικός πυλώνας της εθνικής άμυνας και σε τακτικό επίπεδο τα M1117 (αλλά και άλλα οχήματα, όπως τα Μ113, ή τα Humvee) να ενταχθούν σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα μετατροπής, με χρονοδιάγραμμα, εγχώριους βιομηχανικούς εταίρους και επιχειρησιακή φιλοσοφία σαφώς καθορισμένα. Η επένδυση που απαιτείται, αν και όχι αμελητέα, είναι συγκρίσιμη ή και μικρότερη από άλλες μεγάλες προμήθειες πλατφορμών, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση αυτή αξιοποιείται πλήρως ένας ήδη διαθέσιμος στόλος οχημάτων και δημιουργείται μια ικανότητα που ανταποκρίνεται άμεσα στην πιο πιεστική απειλή των επόμενων ετών.

Το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχουν τα μέσα. Το ερώτημα είναι αν θα ληφθεί εγκαίρως η απόφαση να αξιοποιηθούν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους.









