Στον σύγχρονο κόσμο, όπου οι στρατιωτικές επιχειρήσεις καθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από την τεχνολογική υπεροχή και την κυριαρχία στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, ο ηλεκτρονικός πόλεμος (Electronic Warfare, EW) έχει αναδειχθεί σε κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας. Οι πρόσφατες αερομαχίες μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας στην περιοχή του Κασμίρ έδειξαν με δραματικό τρόπο την ανάγκη για εξειδικευμένες πλατφόρμες ηλεκτρονικού πολέμου, ικανές να αντιμετωπίσουν προηγμένα οπλικά συστήματα και να εξασφαλίσουν την επιβίωση φιλικών δυνάμεων.
Το σύστημα αυτοπροστασίας SPECTRE του Rafale, που μέχρι πρότινος θεωρείτο κορυφαίο στον τομέα του ηλεκτρονικού πολέμου, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί πλήρως απέναντι σε κινεζικής προέλευσης όπλα, όπως ο πύραυλος μεγάλου βεληνεκούς PL-15 και το μαχητικό J-10CE. Αυτό το γεγονός εγείρει ερωτήματα για την επάρκεια των υφιστάμενων δυνατοτήτων της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) στο Αιγαίο, ιδιαίτερα σε ένα σενάριο αντιπαράθεσης με την Τουρκία, η οποία διαθέτει σύγχρονα συστήματα, όπως το ρωσικό S-400.
Εδώ να παραθέσουμε το παράδειγμα της παραγγελίας του εξειδικευμένου αεροσκάφους ηλεκτρονικού πολέμου, EA-37B Compass Call, από την Ιταλία, μια χώρα που ήδη διαθέτει σημαντικό αριθμό μαχητικών F-35A και F-35B. Ως ένας πολλαπλασιαστής ισχύος που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα σε κάθε είδους επιχείρηση, από την υποστήριξη μαχητικών όπως τα Eurofighter Typhoon μέχρι την προστασία ελικοπτέρων και μεταγωγικών.
Στην Ελλάδα, η απόκτηση του EA-37B θα μπορούσε να αποτελέσει ένα game changer, ενισχύοντας την αεροπορική υπεροχή και την επιχειρησιακή ευελιξία σε ένα από τα πιο σύνθετα και απαιτητικά γεωπολιτικά περιβάλλοντα του πλανήτη.
Η εξέλιξη του EA-37B Compass Call
Το συγκεκριμένο αποτελεί τη νεότερη εξέλιξη μιας μακράς παράδοσης αεροσκαφών ηλεκτρονικού πολέμου της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ (USAF). Το πρόγραμμα Compass Call ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 με το EC-130H, βασισμένο στο μεταγωγικό C-130 Hercules. Το EC-130H σχεδιάστηκε για να διαταράσσει τις επικοινωνίες, τα ραντάρ και τα συστήματα πλοήγησης του εχθρού, παρέχοντας υποστήριξη σε επιχειρήσεις καταστολής εχθρικών αεράμυνων (Suppression of Enemy Air Defenses – SEAD). Η πλατφόρμα αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική, συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις από τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 μέχρι το Αφγανιστάν, όπου διέκοπτε τις επικοινωνίες ανταρτών και απενεργοποιούσε αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς μέσω παρεμβολών.

Παρά την επιτυχία του, το EC-130H άρχισε να δείχνει τα όριά του. Τα αεροσκάφη, πολλά από τα οποία κατασκευάστηκαν τη δεκαετία του 1960 και 1970, ήταν αργά, με περιορισμένη εμβέλεια και υψόμετρο πτήσης, καθιστώντας τα ευάλωτα σε σύγχρονες απειλές. Επιπλέον, η συντήρηση λόγω ηλικίας γινόταν όλο και πιο δαπανηρή, ενώ η αρχιτεκτονική τους δεν μπορούσε να υποστηρίξει τις απαιτήσεις του σύγχρονου ηλεκτρονικού πολέμου, όπως η ταχεία προσαρμογή σε νέες συχνότητες και απειλές.
Το 2017, η USAF ανέθεσε στην L3Harris Technologies, σε συνεργασία με την BAE Systems, την ανάπτυξη του EA-37B, ενός αεροσκάφους βασισμένου στο Gulfstream G550, ένα από τα πιο γνωστά business jet.
Περίπου το 70% του εξοπλισμού αποστολής του EC-130H μεταφέρθηκε στο νέο αεροσκάφος, αλλά η ενσωμάτωση αυτών των συστημάτων σε ένα μικρότερο, ταχύτερο και πιο σύγχρονο πλαίσιο αποτέλεσε πρόκληση. Η L3Harris ανέπτυξε το Small Adaptive Bank of Electronic Resources (SABER), ένα σύστημα βασισμένο σε ραδιοσυχνότητες που ορίζονται από λογισμικό (Software-Defined Radios – SDRs).

Η ανάπτυξη του EA-37B προχώρησε με ταχείς ρυθμούς. Το πρώτο αεροσκάφος, αρχικά γνωστό ως EC-37B, πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση τον Οκτώβριο του 2021. Η ονομασία του άλλαξε σε EA-37B τον Νοέμβριο του 2023. Η USAF σχεδιάζει να αποκτήσει συνολικά 14 EA-37B, αντικαθιστώντας πλήρως το EC-130H μέχρι το 2026. Το πρώτο επιχειρησιακό αεροσκάφος, με σειριακό αριθμό 19-5591, έφτασε στη βάση Davis-Monthan της Αριζόνα τον Αύγουστο του 2024 για εκπαίδευση πληρωμάτων, ενώ το πρόγραμμα συνεχίζει να εξελίσσεται με την εισαγωγή της έκδοσης ηλεκτρονικών Baseline 4, που προσφέρει ακόμα πιο προηγμένες δυνατότητες.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Το G550 έχει μήκος 29,39 μέτρα, άνοιγμα πτερύγων 28,5 μέτρα και ύψος 7,87 μέτρα. Το μέγιστο βάρος απογείωσης φτάνει τα 41.277 κιλά, ενώ η μέγιστη ταχύτητα του είναι Mach 0,89 (περίπου 1.090 χλμ./ώρα). Το αεροσκάφος διαθέτει εμβέλεια 6.750 ναυτικά μίλια (12.500 χιλιόμετρα) και μέγιστο υψόμετρο πτήσης 51.000 πόδια. Αυτά τα χαρακτηριστικά του επιτρέπουν να επιχειρεί σε μεγάλες αποστάσεις και σε υψηλά υψόμετρα, μακριά από τις εχθρικές απειλές, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη επιβιωσιμότητα σε εχθρικό περιβάλλον.
Το πλήρωμα του EA-37B αποτελείται από έως και εννέα μέλη, ανάλογα με την αποστολή: δύο πιλότους και έως επτά ειδικούς, συμπεριλαμβανομένων του διοικητή αποστολής (ειδικός ηλεκτρονικού πολέμου), του αξιωματικού συστημάτων όπλων, του επόπτη πληρώματος αποστολής (έμπειρος κρυπτογράφος), των χειριστών ανάλυσης (συνήθως γλωσσολόγοι), ενός χειριστή απόκτησης δεδομένων και ενός τεχνικού συντήρησης εν πτήσει. Αυτή η σύνθεση εξασφαλίζει την ικανότητα του αεροσκάφους να εκτελεί πολύπλοκες αποστολές που απαιτούν συνδυασμό τεχνικών δεξιοτήτων, ανάλυσης σε πραγματικό χρόνο και διαχείρισης πολύπλοκων συστημάτων.
Το EA-37B είναι εξοπλισμένο με το σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου Compass Call, το οποίο παράγεται από την BAE Systems. Το σύστημα περιλαμβάνει προηγμένες κεραίες και συστοιχίες που ενσωματώνονται στο αεροσκάφος, επιτρέποντας την εκτέλεση αποστολών παρεμβολής (jamming) σε ραντάρ, συστήματα επικοινωνιών και πλοήγησης του εχθρού. Το SABER, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του συστήματος Baseline 4, χρησιμοποιεί λογισμικό για τη διαχείριση ενός ευρέος φάσματος συχνοτήτων, επιτρέποντας την προσαρμογή σε διαφορετικά περιβάλλοντα και απειλές. Η έκδοση ηλεκτρονικών Baseline 3, που χρησιμοποιείται στα πρώτα πέντε αεροσκάφη, προσφέρει ήδη σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με το EC-130H, ενώ το Baseline 4, που θα εξοπλίσει τα επόμενα πέντε, εισάγει ακόμα πιο προηγμένες δυνατότητες, όπως την υποστήριξη πιο σύνθετων αποστολών και την ικανότητα ταχείας ενημέρωσης λογισμικού.

Η πλατφόρμα είναι σχεδιασμένη για να εκτελεί αποστολές Counter-C5ISRT (Command, Control, Communications, Computers, Cyber, Intelligence, Surveillance, and Reconnaissance Targeting), διαταράσσοντας τις τακτικές δικτυώσεις και τα οικοσυστήματα πληροφοριών του εχθρού. Μπορεί να απενεργοποιήσει συστήματα επικοινωνιών, να παρακωλύσει την επεξεργασία πληροφοριών και να καταστρέψει την ικανότητα του εχθρού να συντονίζει αεράμυνες και όπλα. Σύμφωνα με την BAE Systems, το EA-37B είναι το μόνο μακράς εμβέλειας, πλήρους φάσματος σύστημα παρεμβολής της ηλεκτρομαγνητικής σφαίρας του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, ικανό να εξουδετερώσει ακόμα και τις πιο προηγμένες αεράμυνες, όπως αυτές μεγέθους Πακιστάν ή Τουρκίας.
Η στρατηγική αξία για την Ελλάδα
Για τη χώρα μας το EA-37B θα μπορούσε να αποτελέσει έναν κρίσιμο πολλαπλασιαστή ισχύος στο Αιγαίο. Το γεωγραφικό περιβάλλον με τα πολυάριθμα νησιά, τις μικρές αποστάσεις και την έντονη παρουσία τουρκικών αεράμυνων, απαιτεί πλατφόρμες που μπορούν να εξουδετερώσουν πολύπλοκα συστήματα, όπως τα αντιαεροπορικά S-400 ή τα τουρκικά μαχητικά F-16 εξοπλισμένα με σύγχρονους πυραύλους. Το EA-37B, με την ικανότητά του να απενεργοποιεί δίκτυα αεράμυνας, να παρεμβάλλει επικοινωνίες και να παρεμποδίζει την ικανότητα συντονισμού του εχθρού, θα μπορούσε να δώσει στην ΠΑ το πλεονέκτημα που χρειάζεται για να διατηρήσει την αεροπορική υπεροχή.
Επιπλέον, η απόκτησή του από την Ιταλία, ανοίγει το δρόμο για την Ελλάδα να διεκδικήσει την ίδια πλατφόρμα, αξιοποιώντας κοινές προμήθειες και συνεργασίες. Η Ελλάδα, με την υπάρχουσα εμπειρία της στη χρήση αεροσκαφών έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου με τα EMB-145H Erieye, διαθέτει ήδη ένα επίπεδο τεχνογνωσίας που θα διευκόλυνε την ενσωμάτωση του EA-37B.

Επιπλέον, η ικανότητά του να υποστηρίζει αποστολές Counter-C5ISRT το καθιστά ιδανικό για την αντιμετώπιση υβριδικών απειλών, όπως οι κυβερνοεπιθέσεις και η παραπληροφόρηση, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου πολέμου.
Η σχέση μεταξύ Gulfstream G550 και Gulfstream V της ΠΑ
Το Gulfstream G550 και το Gulfstream V, που ήδη διαθέτει η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) για VIP μεταφορές, μοιράζονται κοινές ρίζες, αλλά παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας
Και τα δύο αεροσκάφη είναι υπερατλαντικών πτήσεων αεροσκάφη της Gulfstream Aerospace. Το G550, γνωστό και ως GV-SP, είναι ουσιαστικά μια βελτιωμένη έκδοση του Gulfstream V, διατηρώντας παρόμοιες διαστάσεις καμπίνας (μήκος 15,3 μέτρα, πλάτος 2,24 μέτρα, ύψος 1,88 μέτρα) και ικανότητα μεταφοράς έως 19 επιβατών, αν και συνήθως φιλοξενούν 8-14 σε πολυτελείς διαμορφώσεις. Και τα δύο χρησιμοποιούν κινητήρες Rolls-Royce BR710, προσφέρουν μέγιστο υψόμετρο πτήσης 51.000 πόδια και ταχύτητα έως Mach 0,89.
Το G550 διαθέτει βελτιώσεις σε σχέση με το Gulfstream V, όπως μεγαλύτερη εμβέλεια (6.750 ναυτικά μίλια έναντι 6.500 του GV), χάρη σε αεροδυναμικές βελτιώσεις. Ακόμη το G550 εισάγει το προηγμένο cockpit PlaneView με τέσσερις οθόνες 14 ιντσών, ενσωματώνοντας τη σουίτα ηλεκτρονικών Honeywell Primus Epic και το Cursor Control Device. Επιπλέον, το G550 έχει επτά παράθυρα καμπίνας ανά πλευρά έναντι έξι του GV, ενώ η κύρια πόρτα εισόδου έχει μετακινηθεί 0,6 μέτρα πιο μπροστά, αυξάνοντας τον αξιοποίημο χώρο καμπίνας.
Το G550 περιλαμβάνει επίσης στάνταρ το Enhanced Vision System (EVS) και προαιρετικό Head-Up Display (HUD), βελτιώνοντας την επίγνωση κατάστασης σε χαμηλή ορατότητα. Οι κινητήρες του G550 (BR710C4-11) προσφέρουν ελαφρώς μεγαλύτερη ώση (15.385 lbf έναντι 14.750 lbf του GV’s BR710A1-10), συμβάλλοντας σε καλύτερη απόδοση και οικονομία καυσίμου. Τέλος, το G550, ως νεότερο μοντέλο (παραγωγή 2003-2021), έχει χαμηλότερο λειτουργικό κόστος και καλύτερη υποστήριξη ανταλλακτικών σε σύγκριση με το GV, του οποίου η παραγωγή ολοκληρώθηκε το 2003 με 193 αεροσκάφη.
Η εμπειρία της ΠΑ στη διαχείριση του Gulfstream V σημαίνει ότι υπάρχει ήδη τεχνογνωσία σε θέματα όπως η συντήρηση, η διαχείριση ανταλλακτικών και βέβαια στο χειρισμό του.

Προκλήσεις για την Ελλάδα
Παρά τα πλεονεκτήματά του, η απόκτηση του EA-37B από την Ελλάδα συνεπάγεται σημαντικές προκλήσεις. Πρώτον, το εκτιμώμενο κόστος των 700 εκατομμυρίων ευρώ για δύο αεροσκάφη (ποσό που κοστολογήθηκε για την αντίστοιχη ιταλική παραγγελία) αποτελεί σημαντική δαπάνη για τον δικό μας αμυντικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η χώρα επενδύει ήδη σε άλλα προγράμματα, όπως τα μαχητικά Rafale και την αναβάθμιση των F-16.
Δεύτερον, η εκπαίδευση πληρωμάτων και η συντήρηση μιας τόσο ειδικής πλατφόρμας απαιτούν σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές και προσωπικό. Το EA-37B απαιτεί εξειδικευμένους χειριστές, τεχνικούς και αναλυτές, οι οποίοι θα πρέπει να εκπαιδευτούν σε βάθος, πιθανώς στις ΗΠΑ ή σε συνεργασία με την Ιταλία. Η ΠΑ θα πρέπει να δημιουργήσει νέες δομές και διαδικασίες για την υποστήριξη του αεροσκάφους, κάτι που θα απαιτήσει χρόνο και πόρους.
Τρίτον, η ενσωμάτωση του EA-37B στις υπάρχουσες δομές της ΠΑ θα απαιτήσει προσαρμογές στις τακτικές και τις διαδικασίες, ιδιαίτερα σε συνδυασμένες επιχειρήσεις με μαχητικά όπως τα Rafale, τα F-16 και τα μελλοντικά F-35.
Τέταρτον, η Ελλάδα έχει μια… κακή συνήθεια να αφήνει πολύτιμα αεροσκάφη χωρίς επαρκείς συμβάσεις Follow On Support (FOS), με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα Mirage 2000 και τα EMB-145H Erieye. Τα Mirage 2000, που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της ΠΑ για δεκαετίες, υπέφεραν από χαμηλή διαθεσιμότητα λόγω έλλειψης ανταλλακτικών και περιορισμένης υποστήριξης. Παρομοίως, τα EMB-145H, που παρέχουν κρίσιμες δυνατότητες έγκαιρης προειδοποίησης, έχουν αντιμετωπίσει προβλήματα συντήρησης και περιορισμένη επιχειρησιακή διαθεσιμότητα. Η απόκτηση του EA-37B θα απαιτούσε ριζική αλλαγή στη φιλοσοφία της ΠΑ όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη υποστήριξη, με τη σύναψη ολοκληρωμένων συμβάσεων FOS που να εξασφαλίζουν τη συνεχή διαθεσιμότητα και την αναβάθμιση του αεροσκάφους.
Συμπέρασμα
Το EA-37B Compass Call μπορεί σε μια σύγχρονη Αεροπορία να γίνει στρατηγικός πολλαπλασιαστής ισχύος, συνδυαζόμενο με τα πιο εξελιγμένα μαχητικά της και τα ιπτάμενα ραντάρ, σε ένα συμπαγές δίκτυο διαχείρισης και καταστολής αεροπορικών και αντιαεροπορικών απειλών. Έχει ιδιαίτερο κόστος αρχικής αγοράς, απαιτεί συντήρηση και ειδικό προσωπικό, αλλά η συνθετότητα του αεροπορικού αγώνα, που γίνεται όλο και πιο υψηλών απαιτήσεων, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με πρακτικές… 20ου αιώνα. Ειδικά για αεροπορίες που επιλέγουν ως βασικό τους δόγμα την ποιοτική υπεροχή και την ικανότητα ταχείας αντίδρασης σε ότι κληθούν να αντιμετωπίσουν.