Αν ξέρουμε κάτι με -σχετική- σιγουριά είναι πως η ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας θα προχωρήσει, ασχέτως των οικονομικών εξελίξεων στη χώρα μας. Όπου εδώ κυρίαρχη είναι η προμήθεια 20 μαχητικών 5ης γενιάς F-35A, ενώ παραμένει άγνωστο είναι αν τελικά η ΠΑ θα αγοράσει και άλλα Rafale. Ελπίζουμε αυτό να συμβεί και ειδικά εδώ θα προτείνουμε, για τα Rafale, την προμήθεια περισσοτέρων στη διθέσια έκδοση τους, την -Β, καθώς αυτή θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά επιχειρησιακά πλεονεκτήματα στην ΠΑ.
Το πρώτο βρίσκεται στην ικανότητα του διθέσιου Rafale να λειτουργεί πιο αποδοτικά ως μελλοντική πλατφόρμα ελέγχου για “loyal wingman” (δηλαδή “συνοδά” μη επανδρωμένα), ή άλλα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Άλλωστε η ιδέα του “loyal wingman” εξελίσσεται διεθνώς, όπου η Κίνα, για παράδειγμα, έχει αναπτύξει διθέσια έκδοση του stealth μαχητικού J-10, τη J-10S, όπου ο δεύτερος χειριστής προβλέπεται να επικεντρώνεται στην καθοδήγηση των μη επανδρωμένων. Οπότε μια προμήθεια περισσότερων διθέσιων Rafale αποτελεί επένδυση για το μέλλον της Πολεμικής Αεροπορίας, όποτε γίνουν διαθέσιμα και τα γαλλικά “loyal wingman”, που ήδη είναι σε φάση εξέλιξης.
Ακόμα, η παρουσία ενός δεύτερου χειριστή ενισχύει την ικανότητα του μαχητικού να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις δυνατότητες του πυραύλου αέρος-αέρος Meteor. Όπου η χρήση του απαιτεί την προσεκτική εκτίμηση της επιχειρησιακής κατάστασης, ειδικά για βολές σε μεγάλη απόσταση. Γενικότερα, ο εξτρά χειριστής μπορεί να αναλάβει ρόλους όπως η επικοινωνία με αεροπορικά κέντρα ελέγχου, ή ο έλεγχος προηγμένων συστημάτων αισθητήρων, αλλά και ως διαχειριστής εναέριας μάχης, κατευθύνοντας άλλα μαχητικά. Καθώς το Rafale μέσω των εξελιγμένων αισθητήρων του (είτε ενσωματωμένων είτε σε ατρακτίδια) μπορεί να δράσει ως “κέντρο συλλογής” δεδομένων. Στην ίδια κατηγορία μπαίνουν και αποστολές παρακολούθησης ηλεκτρικού φάσματος και επιτήρησης (ELINT/SIGINT).
Επίσης, κάτι που δεν κάνει σήμερα η ΠΑ, αλλά κάποια στιγμή θα γίνει, είναι η άμεση συνεργασία και η καθοδήγηση επίγειων/ναυτικών δυνάμεων και των μέσων τους. Για παράδειγμα, το F-35 σε αμερικανική υπηρεσία συνεργάζεται με εκτοξευτές MLRS/HIMARS παρέχοντας τους δεδομένα για κρούση. To Rafale αντίστοιχα, θα μπορεί να κάνει το ίδιο (π.χ. δίνοντας στοιχεία στόχων στις φρεγάτες FDI), όπου και πάλι ο δεύτερος χειριστής μπορεί να έχει αυτό τον ειδικό ρόλο, αποφορτίζοντας τον πιλότο από το μεγάλο φόρτο εργασίας.
Παρά τα πλεονεκτήματα, η απόκτηση διθέσιων αεροσκαφών έχει και επιπτώσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το κόστος αναπόφευκτα αυξάνεται, καθώς η κατασκευή τους είναι πιο ακριβή λόγω περισσότερου εξοπλισμού, ενώ μειώνεται κατά κάποιο ποσοστό και η ικανότητα μεταφοράς ωφέλιμου φορτίου. Το κυριότερο όμως είναι πως η ανάγκη για περισσότερους χειριστές θα είναι σημαντική πρόκληση για το εκπαιδευτικό σύστημα της Αεροπορίας, όπου ήδη υπάρχει θέμα διαθεσιμότητας προσωπικού. Και το τελευταίο είναι και διεθνές πρόβλημα και όχι μόνο ελληνικό.
Συνολικά, η επιλογή για διθέσια Rafale θα πρέπει να βασίζεται σε μια ολοκληρωμένη μελέτη που θα λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τα τεχνικά και επιχειρησιακά πλεονεκτήματα αλλά και τις δυνατότητες της Πολεμικής Αεροπορίας. Πάντως η ιστορία των διθέσιων μαχητικών, όπως το F-14 και τα νεότερα F-15, δείχνει ότι τα πλεονεκτήματα μπορεί να είναι σημαντικά, ειδικά σε μια εποχή όπου η εναέρια μάχη και η διαχείριση μη επανδρωμένων συστημάτων γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες. Ενώ λόγω των βελτιωμένων αισθητήρων και της συσσώρευσης πληροφοριών από πολλές πηγές, αυξάνεται κατά πολύ ο φόρτος των δεδομένων που πρέπει να επεξεργαστεί ο κάθε πιλότος.
Έτσι η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, με την απόκτηση περισσότερων και διθέσιων Rafale, θα αποκτήσει ένα επιπλέον εργαλείο στην φαρέτρα της, ενισχύοντας τις ικανότητές της να προσαρμοστεί στα σύγχρονα πεδία μάχης, και να διατηρήσει την υπεροχή στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.