Πρόσφατα η Τουρκία προέβη σε αναφορές σχετικά με το πρόγραμμα του βαλλιστικού πυραύλου Tayfun και άνοιξε μια ευρεία συζήτηση στα ΜΜΕ από ειδικούς και μη, σχετικά με τις βαλλιστικές δυνατότητες της. Ωστόσο ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν ουδέποτε έκρυψε τις προθέσεις και τους μεγαλοϊδεατισμούς του, καθώς από το 2019 είχε δηλώσει πως θέλει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Ειδικότερα το Σεπτέμβριο του 2019 στο Οικονομικό Φόρουμ της Κεντρικής Ανατολίας (tccb.gov.tr, 4/9/2019) είχε πει: «Κάποιος έχει πυρηνικούς πυραύλους, όχι έναν, ούτε δύο, αντιθέτως εγώ δεν έχω πυρηνική κεφαλή στα χέρια μου. Δεν συμφωνώ με αυτό. Επί του παρόντος, μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, δεν υπάρχει σχεδόν καμία που να μην διαθέτει πυρηνική κεφαλή, όλες έχουν. Πώς μας λένε μην το κάνουμε; Έχουμε εδώ κοντά το Ισραήλ, που μας εκφοβίζουν κατέχοντάς τα». Κατέληξε δε ότι «εργαζόμαστε για αυτό».
Η τότε δήλωση σχολιάσθηκε αλλά χάθηκε γρήγορα στην σύγχρονη λήθη των καταιγιστικών ρυθμών ειδήσεων. Ωστόσο η πεποίθηση του Ερντογάν να αποκτήσει η Τουρκία πυρηνικά όπλα, δεν είναι ούτε τόσο ανεδαφική, ούτε τόσο αστήρικτη. Υποτίθεται ότι οι χώρες που είναι αποδεκτό να διαθέτουν πυρηνικά όπλα είναι τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, δηλαδή οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Βρετανία, η Γαλλία και η Κίνα. Στα χρόνια που έχουν περάσει Ισραήλ, Ινδία, Πακιστάν, Βόρειος Κορέα (και παλαιότερα η Νότια Αφρική) απέκτησαν πυρηνικό οπλοστάσιο. Ενώ το Ιράν βρίσκεται κοντά στην απόκτηση τους κάτι που έχει θορυβήσει τη διεθνή κοινότητα.
Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει είναι πως η Τουρκία έχει παραδοσιακά στενές σχέσεις με το Πακιστάν, το οποίο διαθέτει και πυρηνική τεχνολογία και επιστήμονες ικανούς να αναπτύξουν ανάλογες εφαρμογές. Πακιστανοί επιστήμονες έχουν εντοπισθεί τα τελευταία χρόνια και στην Βόρειο Κορέα. Θα πρέπει λοιπόν περιμένουμε να δούμε κάτι ανάλογο και στην Τουρκία για να ανησυχήσουμε;
Με τα παρόντα δεδομένα δεν θα ήταν λύση ανάπτυξη από την Ελλάδα πυρηνικού οπλοστασίου, ώστε να διατηρηθεί η ισορροπία δυνάμεων. Πέρα από το υψηλό κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος (για το οποίο δεν έχουμε καν επιστημονική και τεχνική βάση), απάδει προς την δεδηλωμένη πολιτική της χώρας μας υπέρ του Διεθνούς δικαίου.
Θα μπορούσε άραγε η απάντηση να ήταν η σύμπηξη ενός στρατιωτικού συμφώνου με το Ισραήλ ώστε να μπορούμε να υπολογίζουμε στην δική του πυρηνική ασπίδα; Ή θα έπρεπε από τώρα να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε αντιβαλλιστική ασπίδα, εντασσόμενοι στο
ανάλογο αμερικανικό πρόγραμμα;
Το ζήτημα χρήζει αναλύσεως, ώστε να υπάρξουν εγκαίρως αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα, αρκούντως αποθαρρυντικές για τα τουρκικά σχέδια. Το χειρότερο θα ήταν να βασισθούμε στις διεθνείς αντιδράσεις, ελπίζοντας ότι θα αποτρέψουν την ανάπτυξη πυρηνικού προγράμματος από την Άγκυρα. Θα το αποτρέψουν όσο απέτρεψαν τα πυρηνικά προγράμματα της Τεχεράνης και της Πιονγιάνγκ.
Ανεξαρτήτως πάντως των πυρηνικών φιλοδοξιών της γείτονος, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι άμεσο και πιεστικό είναι το ζήτημα της συμβατικής θωράκισης της χώρας μας. Οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν υποστεί τέτοιες περικοπές τα τελευταία χρόνια, που θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι έχουν μείνει αλώβητες και η αποτρεπτική τους ισχύς παραμένει σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Πρώτη προτεραιότητα λοιπόν είναι η ολοκληρωθεί η αποκατάσταση των αμυντικών μας δυνατοτήτων που έχει ξεκινήσει με την προμήθεια νέων συστημάτων και την αναβάθμιση υπαρχόντων. Φυσικά στην συνέχεια, δεν θα πρέπει να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος όπου με την ολοκλήρωση προμηθειών κάποιων σύγχρονων όπλων, έκλεινε η στρόφιγγα για αμυντικές δαπάνες για δεκαετίες.
Επίσης δεν θα πρέπει να έχουμε αμφιβολίες, ότι μόλις ολοκληρωθούν οι επιχειρήσεις στο νέο μέτωπο που άνοιξε ο Ερντογάν σε Συρία και Κουρδιστάν, με αφορμή την τρομοκρατική ενέργεια στην Κωνσταντινούπολη, η Τουρκία θα στραφεί προς δυσμάς. Εάν μεν έχει κερδίσει, σε ότι αφορά το επικοινωνιακό κομμάτι θα της έχει «ανοίξει η όρεξη» για περισσότερα, εάν έχει χάσει θα θέλει απεγνωσμένα μια νίκη κάπου αλλού, για να εξισορροπήσει την κατάσταση. Και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και φυσικά προετοιμασία δεν σημαίνει «επικλήσεις» στο διεθνές δίκαιο.
Άλλωστε έχουμε δει πόσο υπολογίζει διεθνές δίκαιο ο Ερντογάν και πόσο τη Δύση. Ίσως οι μόνοι που δεν έχει καταλάβει πόσο μακριά είναι η Τουρκία από την Δύση, είναι οι ΗΠΑ και τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν την ψευδαίσθηση ότι η Άγκυρα θα τρομοκρατηθεί με απειλές ότι θα της επιβάλουν κυρώσεις. Είναι σαφές ότι το μόνο που ενδιαφέρει την Τουρκία είναι τα κονδύλια που «αφαιμάζει» από την ΕΕ στο όνομα του μεταναστευτικού – προσφυγικού προβλήματος και δεν έχει καμία βλέψη να μπει στο «χριστιανικό κλαμπ» όπως είχε χαρακτηρίσει ο Ερντογάν στο παρελθόν την Ένωση.
Και φυσικά ο όποιος αντίλογος ότι η γειτονική χώρα έχει προσυπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, που απαγορεύει ρητά την απόκτηση, παραγωγή ή παραλαβή τους και ότι η τυχόν παραβίαση των δεσμεύσεών της μπορεί να καταστήσει την Τουρκία παρία στην διεθνή σκηνή, είναι απλά «ευσεβής πόθοςι».