Βρισκόμαστε στο 1938. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν μόλις έχει επιστρέψει στη χώρα του αεροπορικώς από τη Γερμανία. Κρατά στο χέρι του το υπογεγραμμένο κείμενο από τον Χίτλερ, στα πλαίσια της Συμφωνίας του Μονάχου, και πανηγυρικά την ανεμίζει στους παρευρισκόμενους δημοσιογράφους. Η συμφωνία περιλάμβανε την παραχώρηση της Σουδητίας -που άνηκε στην Τσεχοσλοβακία- στη Γερμανία, με τη ρητή υπόσχεση του Χίτλερ, ότι δε θα διεκδικήσει άλλα εδάφη.
Ο Γάλλος πρωθυπουργός Εντουάρ Νταλαντιέ, είχε βρεθεί επίσης στο Μόναχο. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, περίμενε πως οι Γάλλοι θα τον λιντσάρουν, επειδή έκανε τα χατίρια των μισητών Γερμανών. Ωστόσο, τον υποδέχτηκαν με επευφημίες, νομίζοντας πως θα επικρατούσε ειρήνη. Ο πόλεμος είχε αποφευχθεί. Ή τουλάχιστον αυτό πίστεψε ο Τσάμπερλεν, αλλά και οι Γάλλοι. Ο Χίτλερ όμως είχε άλλα σχέδια και ακριβώς ένα χρόνο μετά, θα ξεκινήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εισβάλοντας στην Πολωνία. Με λίγα λόγια, δεν εξαπατήθηκαν μόνο οι ηγέτες των αγγλογάλλων, αλλά και η κοινή γνώμη, από τη διπλωματική “ντρίμπλα” του Χίτλερ, που πέτυχε να αποσπάσει τον κατευνασμό, αντί της απειλής για πόλεμο.
Σήμερα, η παραχώρηση εκείνη, εκ του αποτελέσματος, θεωρείται ως μια αποτυχημένη πράξη κατευνασμού προς τη Γερμανία, που τελικά αποτέλεσε ένα τεράστιο διπλωματικό θρίαμβο για τον Χίτλερ. Ουσιαστικά όχι μόνο διευκόλυνε τη γερμανική κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, αλλά και δημιούργησε στον Χίτλερ την πεποίθηση ότι οι μεγάλες χώρες της Δύσης δεν θα τον σταματούσαν κατά την προσάρτηση της Πολωνίας το επόμενο έτος. Έτσι η εξωτερική πολιτική του Βρετανού πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν έχει συνδεθεί άρρηκτα με τα γεγονότα εκείνης της “κρίσης του Μονάχου” και την πολιτική κατευνασμού, αντηχώντας στις επόμενες δεκαετίες ως παράδειγμα διπλωματικής αποτυχίας.
Ο κατευνασμός είναι μια διπλωματική πολιτική, που, προκειμένου να αποφευχθεί μια ένοπλη σύγκρουση, από έναν επιθετικό αντίπαλο, προβλέπει πολιτικές, υλικές ή και εδαφικές παραχωρήσεις. Ο κάνονας όμως δείχνει πως η τακτική του κατευνασμού, ουδέποτε φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Δηλαδή την αποφυγή έντασης και συγκρούσεων, που μπορεί να κυμαίνονται από επιθετική εξωτερική πολιτική, έως γενικευμένο πόλεμο.
Ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ήταν η Κοινωνία των Εθνών, ως διεθνούς οργανισμού που φιλοδοξούσε να εμποδίσει μελλοντικούς πολέμους. Ωστόσο, όταν για παράδειγμα η μιλιταριστική, αυτοκρατορική Ιαπωνία, εισέβαλε στην Κίνα, πραγματοποιώντας πρωτοφανείς ωμότητες, η ΚτΕ, παρέμεινε ουσιαστικά αδρανής. Ο κατευνασμός είχε για μια ακόμη φορά αποτύχει, όπως επίσης απέτυχε να εμποδίσει καιστην εισβολή της φασιστικής Ιταλίας στην Αβησσυνία.
Η ισχύς των όπλων
Ένα κράτος που δεν μπορεί να προβάλει την ισχύ των όπλων του, όταν συνορεύει με έναν αναθεωρητικό γείτονα, αργά ή γρήγορα θα απολέσει μέρος, ή ολόκληρη την κυριαρχία του. Επί παραδείγματι, ουδείς τολμά σήμερα να αντιπαρατεθεί με το Ισραήλ, καθότι γνωρίζει τις συνέπειες. Ενώ οι αψιμαχίες με εξτρεμιστικές ομάδες της περιοχής, ουσιαστικά ουδέποτε απείλησαν την κυριαρχία του.
Η Ελλάδα προφανώς έχει κατανοήσει πως ο κατευνασμός δεν αποτελεί διπλωματική λύση απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Από το σοκ της κρίσης των Ιμίων, έως σήμερα, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι των σχέσεων των δυο χωρών, αλλά και των γεωπολιτικών εξελίξεων. Ένα πράγμα όμως παραμένει σταθερό: Η επιθετικότητα της Άγκυρας.
Αρκετοί θυμούνται το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με την Κύπρο. Σε παλαιότερο άρθρο μας, ο αναγνώστης μας Μίλτος Αντωνιάδης, είχε επισημάνει πως η προστασία του Κυπριακού Ελληνισμού είναι εθνική υπόθεση. Από ένα δόγμα, ωστόσο, πρέπει να προκύπτουν οι στρατηγικές, τα όπλα και εν τέλει οι τακτικές που θα εφαρμοστούν στη μάχη. Με εξαίρεση την πρόσφατη συζήτηση για τα καταδρομικά Ticonderoga, κανένα άλλο εξοπλιστικό πρόγραμμα ή αμυντικός σχεδιασμός που έχουν συζητηθεί κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια δεν βοηθά ουσιαστικά τις ένοπλες δυνάμεις μας να ανταπεξέλθουν με αξιώσεις στις προκλήσεις της γεωγραφικής θέσης της Κύπρου. Από πλευράς διπλωματίας επίσης, ο λεγόμενος άξονας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ είναι μια κίνηση στη σωστή κατεύθυνση. Έχει όμως πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να μετουσιωθεί σε πρακτική βελτίωση της θέσης των στελεχών των ενόπλων δυνάμεών μας, που θα κληθούν να υπερασπιστούν τη μακρινή Κύπρο.
Είχε επισημάνει επίσης πως το μεταπολεμικό δόγμα για την άμυνα της χώρας έχει συρρικνωθεί μόνο στην έννοια της αποτροπής. Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ μάλιστα, το δόγμα συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο, στην αποτροπή αποκλειστικά της Τουρκίας. Ακόμα χειρότερα, ασχολείται σπασμωδικά με το πώς θα εξοπλιστούν ή/και θα αναδιοργανωθούν οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας για να αποκρούσουν μια ένοπλη απόπειρα της γείτονος. Δυστυχώς, πουθενά στον ορίζοντα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο του ναυπηγικού προγράμματος του Θεμιστοκλή. Ένας προγραμματισμός δηλαδή που θα ενισχύσει την Εθνική Ασφάλεια ενισχύοντας την οικονομία, την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανίας και εν τέλει τις ένοπλες δυνάμεις. Με εθνικά προϊόντα που θα έχουν σχεδιαστεί εξ αρχής για τις ανάγκες τους – όχι για τις ανάγκες κάποιου άλλου ναυτικού με άλλο δόγμα!
Ακόμα χειρότερα, τέτοιο σχεδιασμό υλοποιεί εδώ και χρόνια ο αντίπαλος. Μπορεί ο Ρετζέπ Ταγιπ Ερντογάν να μην είναι «Θεμιστοκλής» και σίγουρα δεν θα προταθεί ποτέ για το Νόμπελ Οικονομίας. Ωστόσο, θα παραδώσει στον διάδοχό του ένα πολύ ισχυρότερο ναυτικό από αυτό που παρέλαβε και μια ανταγωνιστική εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Ίσως οι Τούρκοι έχουν μελετήσει περισσότερο την Ελληνική ιστορία από εμάς…
Τι χρειάζεται μια χώρα για να επιτύχει αποτροπή, χωρίς να καταφύγει στον κατευνασμό; Ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, που θα είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει για πόλεμο και όχι παρελάσεις. Όταν ο αντίπαλος γνωρίζει πως η ζημιά που θα υποστεί, θα ξεπεράσει κατά πολύ τα πιθανά οφέλη, δεν πρόκειται να επιτεθεί. Είναι σχεδόν “κλισέ” να λέμε τα ίδια και τα ίδια, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Αν και ο κατευνασμός συμβατικά ορίζεται ως η πράξη της ικανοποίησης κάποιων αιτημάτων-παραπόνων μέσω παραχωρήσεων, με στόχο την αποφυγή πολεμικής σύγκρουσης, τακτική που παλαιότερα θεωρούταν ως μια αποτελεσματική και έντιμη στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής, μετά τη Διάσκεψη του Μονάχου ήρθε να συμβολίσει δειλία, αποτυχία και αδυναμία. Όπου κατά τον Ουίνστον Τσώρτσιλ παρομοιάζεται με “κάποιον που ταΐζει ένα κροκόδειλο, ελπίζοντας ότι θα φαγωθεί τελευταίος.”